«Ξέρεις ποιά είναι η έννοια της πολιτικής για μένα;
Η θέληση και η ικανότης να θυσιάζεσαι για τον τόπο σου […]».
Αυτά γράφει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, σε γράμμα προς Σερραίο δικηγόρο, στις 12 Ιουλίου 1945. Ήταν μόλις 38 ετών. Η έννοια της πολιτικής, είναι η θέληση και η ικανότης να θυσιάζεσαι για τον τόπο σου.
Της Βασιλικής Τζότζολα*
Επτά ολόκληρες ημέρες κι επτά ολόκληρες νύχτες τα μάτια μου είναι στις Καστανιές. Ακριβώς σε εκείνο το σημείο που χαμογελάς στον φαντάρο υπηρεσίας και σού χαμογελάει. Που χαιρετάς τον φαντάρο υπηρεσίας και σε χαιρετάει. Στρατιωτικά. Κι ας είσαι κοινός θνητός, ας είσαι απλός πολίτης. Κι ας είναι ο ίδιος θεός, μαζί και υπηρέτης, στο συγκεκριμένο χωρόχρονο που η Πατρίδα τον έταξε. Τάμα είναι ο φαντάρος στο σύνορο. Τάμα της Πατρίδας στον εαυτό της. Τάμα και της μάνας του στην Παναγία. Αυτός να φυλάει το σύνορο κι η Παναγία να φυλάει αυτόν.
Και τάμα χωρίς θυσία δεν γίνεται. Και η θυσία για τον τόπο σου προϋποθέτει θέληση και ικανότητα. Τα έγραψε ο Καραμανλής. Τα βιώνουμε οι Πολίτες – Οπλίτες της Μεθορίου, επί γενεές γενεών. Οι κλήσεις του μπαμπά μου για επιστράτευση, κιτρινισμένες και ταλαιπωρημένες από το χρόνο, λάμπουν ακόμη τσακισμένες στο εικονοστάσι της Αδριανουπολίτισσας γιαγιάς μου. Εκείνης της υπερορίας Βασιλικής, που έβλεπε την Ορεστιάδα από την άλλη πλευρά. Από εκείνη την πλευρά του ορίου που την βλέπει η μαινόμενη τουρκόσταλτη αγέλη. Αυτή που προώθησε η γείτονα χώρα χορτάτη και δωρεάν, για να μας ταλαιπωρήσει. Και για να μας ερεθίσει. Οπωσδήποτε για να μας φοβίσει.
Τον έχουμε γραμμένο το Φόβο στα παλιά μας τα μάτια! Όταν μπεις στο ρινγκ, μπαίνεις φοβισμένος. Όταν η πρώτη γροθιά αγγίξει το πρόσωπο σου, τον φτύνεις το φόβο. Τον φτύνεις, τον εξαλοίφεις. Σαν ξένο σώμα που σκοπό έχει να σε πνίξει. Σαν δεσμό που σού κρατάει το σώμα αμυνόμενο. Τον φτύνεις το φόβο. Κι όταν τον έχεις αντιμετωπίσει κατάματα φορές πολλές, τον φτύνεις κατάμουτρα στον Άλλον. Είτε Τούρκο, είτε παραβατικό, είτε .. αθώα περιστερά.
Εμείς οι Ορεστιαδίτες τον έχουμε φτύσει το Φόβο από το 1923. Τον έχουμε γραμμένο το Φόβο στα παλιά μας τα μάτια. Και γι’ αυτό επτά μέρες κι επτά νύχτες, με μια κοινή αλλά αμεταβίβαστη, ρητή και άρρητη, άγρια χαρά είμαστε έτοιμοι. Για όλα. Όποια όλα. Είναι πανηγύρι για εμάς αυτό το εφταήμερο. Είναι εορτή για μας να χαμογελάμε. Και χαμογελάμε και στον Άλλον. Αλλά, το χαμόγελο δε χαλαρώνει τη γροθιά.
Όταν οι σύγχρονοι Αχαϊοί – φίλοι καθ’ όλα – ξοδεύουν 70 ευρώ – και μπράβο τους για την ετήσια καρναβαλική ενδυμασία, οι συμμαθητές μου και οι φίλοι μου στην Ορεστιάδα προμηθεύονται ένα καλό άρβυλο. Και μερικές ποιοτικές φανέλες. Κι αν τους ρωτήσω, είμαι σίγουρη ότι η μάνα ή η γυναίκα τους έχει καλοσιδερωμένα φυλαγμένο ένα στρατιωτικό χιτώνιο στη ντουλάπα – όχι στο πατάρι, στη νουλάπα.
Έχει κάνεις άραγε προσέξει τη μουσική, το ρυθμό και τα βήματα των Θρακιώτικων χορών; Προκαλούν ανάταση, γιατί είναι γέννημα ανάστασης. Ενισχύουν την ευθυτενή στάση, γιατί τους κυοφόρησε επανάσταση. Οι μόνοι χοροί της ηπειρωτικής Ελλάδας, που θαρρείς πώς εκτελούνται από νησιώτες. Χαμόγελο, χαρά, γκρίνια και μιζέρια καμιά. Αυτοί είναι οι Ορεστιαδίτες. Αυτοί είναι οι Εβρίτες. Αυτοί είναι οι Θράκες.
Εκδίκηση; Καμιά. Αντεκδίκηση; ίχνος. Διεκδίκηση; Ενίοτε και με πολύ μεγάλη συστολή, διάκριση κι ευγένεια. Αλλά, μην τους θίξεις την Πατρίδα. Και τις υπομνήσεις της. Γι’ αυτό, πριν τον Όρθρο την Κυριακή, στην Ορεστιάδα, επαίρεται η Σημαία. Και κάθε εσπέρας Κυριακής, υποστέλλεται η ίδια Σημαία. Η Ελληνική. Από το Δ’ Σώμα Στρατού. Υπό τον Εθνικόν Ύμνον. Και δεν υπάρχει νήπιο στην πόλη που να μη στέκει σε στάση προσοχής με κομμένη την ανάσα. Γιατί οι Ορεστιαδίτες ξέρουν από Στάση: ορθία, προσοχής, του «Νίκα». Στάση και Αντίσταση.
Επτά μέρες κι επτά νύχτες, με τη μνήμη του έφεδρου πατέρα μου, μέσα στο στρατιωτικό χιτώνιό του, σε έναν λάκο, στο χωριό Λάδη, λίγο έξω από την Ορεστιάδα. Κι εγώ ετών 9 – ακόμη έπιανα τη μάνα μου από το χέρι – χωρίς καμιά γεύση φόβου. Μόνο γλύκας. Καμία επίγευση ήττας. Μόνο νίκης. Επτά μέρες κι επτά νύχτες δεν έχω τίποτα να μοιραστώ με τον Άλλο, ως Τούρκο ή Σύρο ή λαθραίο ή πονεμένο. Όμως, επιθυμώ και προσδοκώ να μοιραστώ με τον άλλο Άλλον, τον Ευρωπαίο εταίρο. Με πολύ χαμόγελο και άγρια – βιωμένη στα άκρα της – χαρά να διατυπώσω στην Ευρωπή, για να διαπιστώσει η Ευρώπη, μια προστακτική μόνο: «Σπεύσατε»!
«Σπεύσατε»! Γιατί η Ανατολή έχει γεννήσει και διαβάσει κι εφαρμόσει Σουν Τζου. Όχι Μακιαβέλλι. Στην καλύτερη Κλαούζεβιτς. Πάντως, το DNA της γράφει «Σουν Τζου».
«Σπεύσατε»! Γιατί η Ορεστιάδα καλά κρατεί. Αλλά, ο Σουν Τζου ορμηνεύει ότι οι ικανοί υποτάσσουν τον Άλλον χωρίς να δώσουν μάχη. Το αποκορύφωμα της ικανότητας δεν είναι οι πολλές μάχες αλλά η νίκη χωρίς να δώσεις ούτε μία μάχη. Και η πεμπτουσία αυτής της ικανότητας, είναι η ταχύτητα.
«Ω, Άνδρες Ευρωπαίοι! Σπεύσατε»!
Όσο για εμάς του Ορεστιαδίτες, από τη γέννα μας τον φτάσαμε και τον φτύσαμε το Φόβο. Αφού τον γράψαμε στα παλιά μας τα μάτια! Και από τότε, μόνο χαμογελάμε. Άγρια!