Τους τελευταίους μήνες οι Έλληνες βομβαρδιζόμαστε καθημερινά με την τρέχουσα ειδησεογραφία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και όχι αδίκως μιας και τα ζητήματα είναι σοβαρά και η ένταση κλιμακώνεται βδομάδα με τη βδομάδα. Σε αυτή τη συζήτηση, εν τούτοις, φαίνεται να λείπει μία θετική συμβολή και μία δημιουργική οπτική. Εντοπίζεται, μάλιστα και μία αντινομία μεταξύ των δύο πλευρών. Οι Τούρκοι γνωρίζουν καλά την ιστορία τους ή καλύτερα την χαλκευμένη ιστορία, που διδάσκονται στην εκπαίδευσή τους. Συμβαίνει το ίδιο με τους Έλληνες;
Δεν χρειάζεται να παραθέσουμε στατιστικά στοιχεία και εκπαιδευτικούς δείκτες για να υποστηρίξουμε πως οι Έλληνες –και ιδιαίτερα οι νέοι- είναι, δυστυχώς, σε μεγάλο βαθμό «ανιστόρητοι». Οι κωμικοτραγικές απαντήσεις στις δημοσιογραφικές ερωτήσεις κάθε 25η Μαρτίου ή 28η Οκτωβρίου αποδεικνύουν την παραπάνω υπόθεση. Και, εύλογα, αναρωτιέται κανείς, πως ένας λαός που αγνοεί σε τέτοιο βαθμό την ιστορική του πορεία –έστω και την πρόσφατη- μπορεί να διασφαλίσει αποτελεσματικά το μέλλον του; Τι γνωρίζει, άρα γε, ο Έλληνας νέος για την ιστορική εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων; Τι μαθαίνει για την ιδιοσυγκρασία και τις πάγιες πεποιθήσεις και απαιτήσεις των γειτόνων του; Τι αντιλαμβάνεται από την ρητορική τους;
Μπροστά σε αυτήν την απαισιόδοξη οπτική προβάλλουν δύο θεραπείες, η μία επίκαιρη και η έτερη διαχρονική: τα διακόσια χρόνια από την Εθνική Παλιγγενεσία και η ορθή εκμάθηση της Ιστορίας στο σχολείο. Σχετικά με την πρώτη δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά. Η σχετική Επιτροπή για το 1821 θα είναι ωφέλιμο να δώσει βάρος στις μελλοντικές προκλήσεις του Ελληνισμού αλλά προς επίρρωση τούτου του στόχου δέον καθίσταται να θυμίσει ξανά –ή και να διδάξει- την μέχρι τώρα πορεία μας. Γιατί, Λαός, που δεν γνωρίζει την Ιστορία του, είναι δένδρο χωρίς ρίζες.
Ως προς το δεύτερο σκέλος, οι επιστημονικές ενώσεις καλούνται να διαδραματίσουν τον δικό τους ρόλο. Η Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων, έχει καταθέσει δημόσια μία σειρά τεχνοκρατικών προτάσεών της για το μάθημα της Ιστορίας στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Συνοπτικά:
Να εξετάζονται τα σημαντικότατα κεφάλαια της Αρχαίας Ελληνικής καθώς και της Βυζαντινής Ιστορίας, που σήμερα διδάσκονται «συνοπτικά». Να επανέλθει η διδασκαλία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας στην Γ΄ τάξη ΓΕΛ Γενικής Παιδείας είτε με το προηγούμενο σχολικό εγχειρίδιο είτε με προ-προηγούμενο.
Με την κατάργηση της διδασκαλίας της Ιστορίας ως μαθήματος Γενικής Παιδείας στην Γ΄ τάξη Λυκείου οι γνώσεις των αποφοίτων περιορίζονται στο τέλος της ύλης της Ιστορίας της Β΄ Λυκείου, δηλαδή στο 1815 (!). Η διδασκαλία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 και των γεγονότων μετά την σύσταση του Ελληνικού Κράτους έχει δραματικά υποβαθμισθεί στο Γυμνάσιο και έχει καταργηθεί στο Λύκειο. Ειδικά αυτό, ενόψει 200 ετών από το 1821, πρέπει να αλλάξει άρδην.
Οι τρεις πυλώνες της εθνικής αυτοσυνειδησίας μας είναι, ως γνωστόν, η Γλώσσα, η Ορθόδοξη Πίστη και η Ιστορία. Έχουμε, ήδη, υποστηρίξει σε αυτή τη στήλη την ανάγκη αναβάθμισης των κλασικών γραμμάτων στο Γυμνάσιο και το Λύκειο. Το ίδιο δέουσα είναι και η αναβάθμιση της Ιστορίας. Αλλιώς, απλά θα παρακολουθούμε τα ελληνοτουρκικά, παθητικά, αμυντικά και χωρίς καμία γνώση του πραγματικού υποβάθρου αυτής της δύσκολης γειτνίασης. Αξίζει, τώρα περισσότερο από ποτέ, να επιχειρήσουμε μία αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης.
Ο Ιωάννης Π. Χουντής, M.A. είναι Mέλος του Δ.Σ. της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων και Πρόεδρος Κέντρου Αστικής Μεταρρύθμισης