Θα αναφερθούμε στο λεξιλογικό όρκο, στην προέλευση της λέξης, την ιστορία της και σε άλλα όρκο – σχετικά.
Γράφει η Σοφία Μουρούτη Γεωργάνα
Ο λεκτικός τύπος είναι πολύ παλιός ήδη ομηρικός. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα του, στη ραψωδία Β, κάνει λόγο για όρκον δεινόν (=όρκο φοβερό) στα νερά της Στυγός (ρ. Β 755). Τα ύδατα της πηγής Στυγός λέγεται ότι πήγαζαν απευθείας από τα Τάρταρα. Πρέπει να βρίσκονταν στον ποταμό Κράθη, στο Χελμό της Αρκαδίας. Στα νερά αυτά ορκίζονταν όλοι οι θεοί, ακόμα και ο Ήλιος. Ήταν ο φοβερότερος από όλους τους όρκους που μπορούσε να δώσει θεός ή θνητός.
Η ινδοευρωπαϊκή ρίζα της λέξης είναι η *swork-os, από την οποία φυσικά προκύπτει το γερμανικό schworen (ορκίζομαι), το αγγλικό swear, το ολλανδικό zweren.
? ?ρκος ως κύριο όνομα, προσωποποιημένος δηλαδή, ήταν γιος της Έριδος και υπηρέτης του Δία. Τιμωρούσε τους ψευδορκούντες, αυτούς που ορκίζονταν ψεύτικα, καθώς και τους επιόρκους, όσους καταπατούσαν τους όρκους. Ήταν δε τόσο σημαντική η τήρηση του όρκου, ώστε αρκετές λέξεις δημιουργήθηκαν με βάση αυτόν. Δύο χαρακτηριστικές ήταν ο ορκόδεσμος (= δεσμός που καθοριζόταν από τον όρκο) και το ορκοσκοπικόν (=έγγραφο για όρκο που είχε δοθεί).
Στο λεξιλόγιό μας ο όρκος κατέχει ιδιαίτερη θέση. Αποτελεί μια επίσημη διαβεβαίωση ότι θα τηρήσουμε μια συμφωνία. Επειδή η ανθρώπινη φύση είναι ατελής, συνήθως επικαλείται κανείς το Θεό ή κάποιο άλλο πρόσωπο ιερό, για να δεσμευτεί για την τήρηση του όρκου.
Υπάρχουν λογής όρκοι, όπως ο όρκος του Ιπποκράτη, στον οποίο ορκίζονται οι γιατροί. Αυτόν πιστεύεται ότι έγραψε είτε ο ίδιος ο Ιπποκράτης είτε κάποιος μαθητής του, τον 4ο αιώνα π.Χ.: Ξεκινούσε έτσι:
Ὄμνυμι Ἀπόλλωνα ἰητρὸν, καὶ Ἀσκληπιὸν, καὶ Ὑγείαν, καὶ Πανάκειαν, καὶ θεοὺς πάντας τε καὶ πάσας, ἵστορας ποιεύμενος, ἐπιτελέα ποιήσειν κατὰ δύναμιν καὶ κρίσιν ἐμὴν ὅρκον τόνδε καὶ ξυγγραφὴν τήνδε.
(Σε νεοελληνική απόδοση: Ορκίζομαι στο θεό Απόλλωνα, τον ιατρό, και στο θεό Ασκληπιό και στην Υγεία και στην Πανάκεια και επικαλούμενος τη μαρτυρία όλων των θεών ότι θα εκτελέσω κατά τη δύναμη και την κρίση μου τον όρκο αυτόν και τη συμφωνία αυτή).
Μετά το τέλος των σπουδών, δίνει κανείς τον ακαδημαϊκό όρκο, οι βουλευτές το βουλευτικό, οι συγγενείς τον όρκο αίματος. Στο δικαστήριο έχουμε το δικαστικό όρκο, οι στρατιώτες δεσμεύονται με το στρατιωτικό όρκο.
Στην περίοδο του Μεσαίωνα κάναμε λόγο για το φεουδαρχικό όρκο, με τον οποίο ο υποτελής δήλωνε την υποταγή του στο βασιλιά, ενώ το 2004 ένας αστεροειδής ονομάστηκε Όρκος 90482, από τη μυθική θεότητα του Πλούτωνα ή του Άδη, με την οποία συνδέθηκε ο όρκος στα ρωμαϊκά χρόνια.
Ο όρκος έχει ιδιαίτερη θέση στη λογοτεχνία και κυρίως στα δημοτικά τραγούδια, αφού βλέπουμε ακόμα και πεθαμένους να βγαίνουν από τον τάφο τους, για να εκπληρώσουν όρκους που είχαν δώσει πριν πεθάνουν.
Ας δούμε και μερικές ακόμα ομόρριζες λέξεις, που συνδέονται με τον όρκο, εκτός από αυτές που αναφέραμε προηγουμένως.
Οι ορκωτοί λογιστές ομνύουν να επιτελέσουν το έργο τους, αλλά και οι δικαστές διεξάγουν ένορκη διοικητική εξέταση.
Η Εκκλησία δε δέχεται την ορκοδοσία ούτε την ορκοληψία, γιατί δεν μπορούμε να πιάνουμε στο στόμα μας το όνομα του Θεού για ασήμαντες υποθέσεις όπως αυτές της καθημερινότητάς μας.
Πολύ πρόσφατα γνωρίσαμε έναν άλλο όρκο, αυτόν στη συμπαντική συνειδητότητα ή κάτι τέτοιο. Τέτοιες παραδοχές, κατά την ταπεινή μας άποψη, χρειάζονται εξορκισμό, ξόρκια, να φύγουν τα κακά πνεύματα και τα δαιμόνια από όσους πιστεύουν σε αυτά τα πράγματα.
Η τήρηση των όρκων καλείται ευορκία. Συνώνυμά του η διαβεβαίωση και η υπόσχεση.
*Η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα είναι φιλόλογος και διδάσκει στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας