Πόσες φορές ειδικά αυτές τις γιορτινές μέρες που βρισκόμαστε με τα αγαπημένα μας πρόσωπα δεν μας έρχεται στο μυαλό κάποιος μεμψίμοιρος, αυτός που μέμφεται, που κατηγορεί την μοίρα του και δεν είναι ευχαριστημένος με όσα έχει μέχρι τώρα. Φταίει η μοίρα μου για αυτά που μου συμβαίνουν λέει αυτός ο άνθρωπος και όχι εγώ ο ίδιος που την οδηγώ εκεί.
Γράφει η Σοφία Μουρούτη Γεωργάνα
Μεμψίμοιρος, συνεπώς, από το μέμφομαι + μοῖρα, λέξη του 5ου αιώνα π.Χ. Διαβάζουμε στον Παναθηναϊκό του Ισοκράτους, 16.8: οὕτω τὸ γῆράς ἐστι δυσάρεστον καὶ μικρολόγον καὶ μεμψίμοιρον ὥστε πολλάκις ἤδη τὴν τε φύσιν τὴν ἐμαυτοῦ κατεμεμψάμην (και τα γηρατειά είναι δυσάρεστα και ασχολούνται με ανόητα πράγματα και κατηγορούν την μοίρα τους, ώστε πολλές φορές ήδη κατηγόρησα και την ίδια μου την φύση). Στον συγκεκριμένο λόγο του ο ρήτορας επαινεί την Αθήνα και προσπαθεί να βρει το ιδανικό πολίτευμα. Το γεγονός ότι τον λόγο αυτόν τον γράφει σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών τον κάνει να γκρινιάζει για τα γηρατειά του και να τα θεωρεί υπεύθυνα για τις αβλεψίες του.
Ο Θεόφραστος (371 – 287π.Χ.), φιλόσοφος, βοτανολόγος από την Ερεσσό της Λέσβου, που περιέγραψε αρκετούς από τους ανθρώπινους χαρακτήρες, αφιέρωσε κείμενο και στον Μεμψίμοιρο. Γι’ αυτόν γράφει χαρακτηριστικά ότι είναι εκείνος που, όταν του φέρνει ο φίλος του ένα κέρασμα, αντί να χαρεί, κατηγορεί τον ελεήμονα γνωστό του ότι του στέρησε την ευκαιρία να δοκιμάσει το κρασί και το ποτό με το να μην τον προσκαλέσει στο δείπνο. Αν βρει ένα πορτοφόλι, πάλι μεμψιμοιρεί, γιατί δεν βρήκε έναν θησαυρό.
Τα παραδείγματα μεμψιμοιρίας είναι πολλά. Συνώνυμο του μεμψίμοιρου είναι ο γκρινιάρης, ο παραπονιάρης, ο αγνώμων, ο κακομοίρης, ο γογγυστής. Πιο λαϊκά συνώνυμα είναι ο μουρμούρης, ο κλαούνης, ο γουρσουζουλεμές. Αντώνυμα ο ήρεμος, ο ευτυχισμένος, ο χαρούμενος, όποιος έχει μάθει να ζει ευχαριστιακά.
*Η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα είναι φιλόλογος και διδάσκει στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας