Ο λόγος αυτές τις μέρες για το άσυλο που ζητούν κάποιοι στη χώρα μας. Εδώ, όπως πάντα, θα μιλήσουμε για την προέλευση και την ιστορία της λέξης.
Γράφει η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα
Ὁ, ἡ ἄσυλος, τὸ ἄσυλον ήταν επίθετο και μάλιστα σύνθετο με συνθετικά το ἀ – το στερητικό και το ρήμα συλάω – συλῶ.
Το συλῶ έχει την έννοια του λαφυραγωγώ νεκρό, δηλαδή παίρνω από τον τάφο του όλα εκείνα τα αφιερώματα, τα κτερίσματα, που αποτελούσαν αντικείμενα αξίας. Η πράξη της συλήσεως (σύλησης, θα λέγαμε σήμερα) της λεηλασίας, ήταν πολύ ατιμωτική για τον νεκρό και θεωρούνταν διαπόμπευσή του. Το ρήμα αυτό, επίσης, συνδέθηκε και με την σκύλευση του πτώματος ενός πολεμιστή στην μάχη. Να θυμηθούμε πόσες μάχες διεξάγονταν στην Ιλιάδα γύρω από το νεκρούς, που έπεφταν μαχόμενοι, για να τους αφαιρεθούν τα όπλα τους. Περίφημες έχουν μείνει οι συγκρούσεις Τρώων και Αχαιών γύρω από το νεκρό Πάτροκλο και Έκτορα. Εξάλλου, σῦλον ήταν η λεηλασία, περισσότερο εύχρηστη στον πληθυντικό ως σῦλα (=λεία).
Άρα ὁ ἄσυλος είναι ο απαραβίαστος, αυτός που δεν έχει συληθεί ή δεν επιτρέπεται να συληθεί, άρα είναι ασφαλής.
Πολύ παλιά λέξη, υπάρχει στο λεξιλόγιό μας ήδη από τον 5ο αιώνα π. Χ. Ο Ευριπίδης, στην τραγωδία του Μήδεια, γράφει: αὐτὴ δ΄ ἐάνπερ εἰς ἐμοὺς ἔλθῃς δόμους͵ μενεῖς ἄσυλος (στ. 627 – 628). Ο Αιγέας, απευθυνόμενος στην Μήδεια, της λέει ότι, η ίδια, εάν μείνει στο δικό του σπίτι, θα είναι ασφαλής, αλλά ταυτόχρονα δεν επιτρέπεται να υποστεί βλάβη από κάποιον άλλο.
Η ἄσυλος γῆ ήταν ένα ιερό καταφύγιο, μια ασφαλής χώρα, περιοχή. Ἀσυλία θεωρούνταν η ασφάλεια που παρεχόταν στους ικέτες, όταν ζητούσαν προστασία σε ένα ιερό, δικαίωμα απαραβίαστο. Σε δελφικές επιγραφές αναφέρονται δύο προνόμια που απολάμβαναν οι ευεργέτες μιας πόλης, την ἀτέλειαν (να μην πληρώνουν φόρους) και την ἀσυλίαν (την ελευθερία, να μην τους κυνηγούν για αδικήματα που ενδεχομένως είχαν διαπράξει).
Ἄσυλα τεμένη, ναοί στους οποίους μπορούσε να ζητήσει προστασία κάποιος, ακόμη κι αν ήταν ο πιο σκληρός και ανάλγητος κακοποιός, υπήρχαν πάρα πολλά στην αρχαιότητα. Οι Ρωμαίοι, στα αυτοκρατορικά χρόνια, προσπάθησαν να περιορίσουν τον αριθμό τους, θέλοντας να ελαττώσουν τον τα σημεία στα οποία γινόταν υπόθαλψη εγκληματιών, αντιφρονούντων και εν γένει παρανόμων.
Ο Πλούταρχος μαρτυρεί ότι στις πόλεις υπήρχε και ἱερὸν Ἀσυλαῖον, αφιερωμένο στον θεό προστάτη του δικαιώματος ασύλου, που είχαν όσοι κατέφευγαν σε αυτό. Το επίρρημα ἀσυλεί ήταν συνώνυμο του ἀπαραβιάστως, που στα νέα ελληνικά αποδίδουμε με την εμπρόθετη φράση με ασφάλεια.
Σήμερα κάνουμε λόγο για διπλωματικό άσυλο, που παρέχεται στους εντεταλμένους εκπροσώπους ξένων χωρών, πολιτικό άσυλο για τους διωκομένους από άλλες χώρες για τις ιδέες τους, άσυλο κατοικίας, το απαραβίαστο της προσωπικής εστίας του καθενός. Έχουμε και το περίφημο πανεπιστημιακό άσυλο, που καθιερώθηκε για να διασφαλίζει την προστασία όλων αυτών που διεξάγουν επιστημονική έρευνα και όχι των λογής «μπαχαλάκηδων», που έχουν μετατρέψει τα ακαδημαϊκά ιδρύματα σε άσυλα, με την μεταφορική έννοια, τόπους υποστήριξης ατόμων με λογής ανάγκες.
Όπως παρατηρούμε και στις προηγούμενες φράσεις, το άσυλο οι Νεοέλληνες το έχουμε πια ως ουσιαστικό. Στην κυριολεκτική του χρήση περιγράφει ακόμη το φιλανθρωπικό ή νοσηλευτικό ίδρυμα που παρέχει ιατροφαρμακευτική, νοσοκομειακή περίθαλψη και ουσιαστική προστασία σε αρρώστους, πένητες, απόρους, αναπήρους κ. ά. (π.χ. άσυλο ανιάτων). Από αυτήν την έννοια βγαίνει και η ασυλοποίηση ή αλλιώς ιδρυματοποίηση, η υιοθέτηση συμπεριφορών που προσιδιάζουν σε άτομα που ζουν έγκλειστα και δεν απολαμβάνουν την οικογενειακή θαλπωρή.
Στην ίδια οικογένεια ετυμολογική με το άσυλο είναι ο ιερόσυλος, ο ασύλλητος, η ασυλία (βουλευτική ασυλία). Πέρασε και στις άλλες γλώσσες μέσω της λατινικής asylum. Στα αγγλικά asylum και στα γερμανικά το ίδιο με κεφαλαίο Α, Αsylum, asilo, στα ιταλικά και ισπανικά.
Ο Ασυλαίος Θεός ας βάλει το χέρι του και εδώ και όπου αλλού οι συνάνθρωποί μας βρίσκονται σε διαδικασία ασύλου.
*Η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα είναι φιλόλογος και διδάσκει στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας