*της Anna Sauerbrey
Μια Τρίτη βράδυ του Σεπτεμβρίου, εκατοντάδες Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες προσπέρασαν το άγαλμα του Βίλι Μπραντ και μπήκαν στα γραφεία του κόμματος στο Βερολίνο. Κάθισαν στο κεντρικό αμφιθέατρο και λίγο αργότερα ανέβηκαν στη σκηνή επτά ζευγάρια, το καθένα αποτελούμενο από έναν άντρα και μια γυναίκα. Ήταν οι υποψήφιοι για την ηγεσία του κόμματος. Ο ρόλος του Μπραντ μοιράστηκε στα δύο.
«Θέλουμε να κάνουμε εκ νέου αυτό το κόμμα το κόμμα της εργασίας», είπε ένας υποψήφιος. «Οι Σοσιαλδημοκράτες πρέπει να είναι το κόμμα της ελπίδας», είπε ένας άλλος, ενώ ένας τρίτος τάχθηκε υπέρ της άμεσης αποχώρησης από τον Μεγάλο Συνασπισμό.
Παρά την ενέργεια που εξέπεμπε η αίθουσα εκείνο το βράδυ, το βέβαιο είναι ότι η εποχή δεν ενδείκνυται για να είναι κανείς μέλος του SPD. Η προηγούμενη ηγέτης, η Αντρέα Νάλες, παραιτήθηκε τον περασμένο Ιούνιο ύστερα από έναν μόλις χρόνο σε αυτή τη θέση. Το SPD είχε μόλις υποστεί άλλη μια μεγάλη ήττα στις ευρωπαϊκές εκλογές. Στις τελευταίες ομοσπονδιακές εκλογές, το 2017, το κόμμα έλαβε μόλις 20%, έναντι 34% στα μέσα της δεκαετίας του 2000 και 40% το 1998. Σήμερα λαμβάνει στις δημοσκοπήσεις 15% και βρίσκεται κάτω από τους Πράσινους, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων.
Όταν παραιτήθηκε η Νάλες, το κόμμα αποφάσισε ο επόμενος ηγέτης να επιλεγεί όχι με τη συνήθη διαδικασία, αλλά με μια ψηφοφορία ανοιχτή σε όλα τα μέλη, που ξεκίνησε με την παρουσίαση του Σεπτεμβρίου και ολοκληρώνεται αυτή την Παρασκευή.
Αύριο, το κόμμα θα ανακοινώσει τα αποτελέσματα αυτής της ψηφοφορίας. Στη συνέχεια, μια συνέλευση εκλεγμένων αντιπροσώπων θα έχει τον τελευταίο λόγο, δύσκολα όμως θα αγνοήσει τη θέληση της βάσης.
Η ψηφοφορία μετατράπηκε σε μάχη μεταξύ της βάσης και του κομματικού κατεστημένου, αλλά και σε μια αντιπαράθεση για το αν πρέπει το κόμμα να μείνει ή όχι στον Μεγάλο Συνασπισμό. Πολλά μέλη του θεωρούν ότι οι συμβιβασμοί που έκανε το κόμμα για να παραμείνει στην εξουσία βρίσκονται πίσω από την παρακμή του. Αν την εκλογή κερδίσει ένα ζευγάρι των «leavers», ο κυβερνητικός συνασπισμός μπορεί να καταρρεύσει και η Γερμανία να οδηγηθεί σε εκλογές – ή σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας.
«Ζούμε μια αποφασιστική στιγμή στην ιστορία του SPD», λέει η Κριστίνα Κάμπμαν, βουλευτής της Ρηνανίας-Βεστφαλίας και μία από τους βασικούς υποψηφίους που τάσσονται υπέρ της αποχώρησης. «Υπάρχει μια ισχυρή επιθυμία για μια νέα αρχή, μια νέα εποχή».
Μια νέα εποχή, πράγματι, και όχι μόνο για τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες. Σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα λαμβάνουν τα τελευταία χρόνια το ένα πέμπτο της εθνικής ψήφου, έναντι του ενός τρίτου που είχαν στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα έλαβε στις βουλευτικές εκλογές του 2017 μόλις 7,4%. Άλλα κόμματα, όπως το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Αυστρίας, τα πάνε καλύτερα, αλλά και πάλι χάνουν τις εκλογές.
Αν και οι αιτίες αυτής της παρακμής ποικίλλουν, οι περισσότεροι κοινωνικοί επιστήμονες συμφωνούν ότι τα βασικά αίτια είναι δομικά. Το μερίδιο των κεντροαριστερών ψηφοφόρων παραμένει σταθερό, αλλά οι σοσιαλδημοκράτες αδυνατούν να τους κινητοποιήσουν. Όπως επισημαίνει η Σίλια Χάουζερμαν, μια πολιτική επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης, ο διαχωρισμός στις ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν στηρίζεται πλέον σε οικονομικά και ταξικά θέματα, αλλά στη μετανάστευση και την κλιματική αλλαγή. Τα θέματα αυτά διχάζουν τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Στους παράγοντες αυτούς πρέπει να προστεθεί η απώλεια της βιομηχανικής εργασίας ως κοινωνικής ταυτότητας, η μείωση των μελών των συνδικάτων, η άνοδος των πράσινων, των λαϊκίστικων και των ακροαριστερών κομμάτων. Το αποτέλεσμα είναι να έχουν εκδηλωθεί σε πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διαμάχες τόσο για την ηγεσία τους όσο και για τον προσανατολισμό τους.
Οι ανοιχτές ψηφοφορίες μπορεί να έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα όταν η βάση του κόμματος είναι πιο μετριοπαθής από την ηγεσία. Μερικές φορές όμως επιτρέπουν σε ανορθόδοξους υποψήφιους, όπως ο Τραμπ, να παρακάμπτουν την αντίθεση του κατεστημένου. Στη Γαλλία, ο αριστερός Μπενουά Αμόν κέρδισε τον έλεγχο του κόμματος από τον κεντρώο Μανουέλ Βαλς. Στη Βρετανία, ο ειρηνιστής Τζέρεμι Κόρμπιν εξελέγη αρχηγός το 2015 χάρις στην υποστήριξη οπαδών που γράφτηκαν στο κόμμα πληρώνοντας 3 λίρες.
Μεταξύ των Γερμανών υποψηφίων δεν υπάρχει Τζέρεμι Κόρμπιν. Ακόμη κι εκείνοι που υποστηρίζουν την αποχώρηση από τον συνασπισμό είναι μάλλον μετριοπαθείς. Παρά ταύτα, το διακύβευμα είναι μεγάλο, όπως και οι κίνδυνοι. Το κόμμα ελπίζει ότι ο νέος αρχηγός θα θεραπεύσει την ασθένεια από την οποία πάσχει. Τίποτα δεν είναι λιγότερο βέβαιο.
* Η Άνα Ζάουερμπραϊ είναι αρθρογράφος της εφημερίδας Tagesspiegel
Πηγή: New York Times