Η αύξηση των επενδύσεων είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί ο στόχος της ανάπτυξης της τάξης του 2,8% το 2020, στον οποίο βασίζονται οι προβλέψεις του προσχεδίου.
Αυτό σημείωσε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθήνας Κωνσταντίνος Μίχαλος, με αφορμή την κατάθεση του προσχεδίου του Προϋπολογισμού του 2020 στη Βουλή.
Όπως δήλωσε ο κ. Μίχαλος «οι προβλέψεις και τα μέτρα που ενσωματώνονται στο προσχέδιο Προϋπολογισμού για το 2020, μεταφέρουν ένα αισιόδοξο μήνυμα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στο επόμενο διάστημα, αφού περιλαμβάνουν την υλοποίηση των μέτρων φορολογικής ελάφρυνσης, που είχε εξαγγείλει ο πρωθυπουργός από το βήμα της ΔΕΘ τον περασμένο Σεπτέμβριο, με παράλληλες προβλέψεις για την κάλυψη των δημοσιονομικών στόχων της χώρας.
Η μείωση του συντελεστή φορολογίας κερδών για τις επιχειρήσεις από το 28% στο 24%, η μείωση του συντελεστή στα μερίσματα από το 10% στο 5%, τα μέτρα στήριξης της οικοδομικής δραστηριότητας, αλλά και οι ελαφρύνσεις για τα φυσικά πρόσωπα, είναι κινήσεις που θα βελτιώσουν σημαντικά το κλίμα στην αγορά και θα συμβάλουν στην αναθέρμανση της πραγματικής οικονομίας, μετά από μια μακρά περίοδο δυσπραγίας.
Σημαντικό θετικό βήμα αποτελεί, στον αντίποδα, η ενσωμάτωση συγκεκριμένων μέτρων διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και εξορθολογισμού των δαπανών, ώστε να εξασφαλιστεί ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος για την υλοποίηση των αναπτυξιακών και κοινωνικών παρεμβάσεων του προϋπολογισμού.
Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι ο στόχος για ανάπτυξη της τάξης του 2,8% το 2020, στον οποίο βασίζονται οι προβλέψεις του προσχεδίου, παραμένει ιδιαίτερα φιλόδοξος και απαιτητικός με βάση τα σημερινά δεδομένα. Το κλειδί για την επίτευξή του είναι η άνοδος των επενδύσεων. Αυτό προϋποθέτει, πέρα από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, την ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο παραμένει σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τις αναπτυξιακές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας. Απαιτεί, επίσης, την επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων και του προγράμματος αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, σε συνδυασμό με την απρόσκοπτη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και παρεμβάσεων, για τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Συμπερασματικά, το προσχέδιο του προϋπολογισμού δημιουργεί σαφώς καλύτερες προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της ανάπτυξης και τη βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας. Χρειάζεται, όμως, πολλή προσπάθεια ακόμη, προκειμένου να κερδίσουμε το στοίχημα της επόμενης ημέρας».
Από την πλευρά του με αφορμή την κατάθεση του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιά Β. Κορκίδης, δήλωσε πως «η κατάθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού για το 2020 αποτελεί έμπρακτη απόδειξη της δέσμευσης της κυβέρνησης να ακολουθήσει αναπτυξιακή πολιτική και συνακόλουθα στήριξης των επιχειρήσεων. Η ελληνική επιχειρηματικότητα έχει δοκιμαστεί σκληρά την τελευταία δεκαετία στηρίζοντας, σε αντίξοο περιβάλλον, την ελληνική οικονομία και συμβάλλοντας καθοριστικά στην απασχόληση. Η απαιτητική πρόβλεψη επιτάχυνσης της ανάπτυξης στο 2,8% το 2020, από το 2% του ΑΕΠ το 2019, αποτελεί κοινό στόχο όλων. Ρεαλιστική κρίνεται η εκτίμηση αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 1,8%, των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα και η βελτίωση των δεικτών απασχόλησης-ανεργίας. Στην κατεύθυνση αυτή θα πρέπει να επιταχυνθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές, να υποβοηθηθούν οι φοροελαφρύνσεις ύψους 1,2 δις ευρώ, αλλά και να δοθεί ένα σαφές μήνυμα στους επενδυτές ότι η Ελλάδα καθίσταται πλέον φιλική προς τις επενδύσεις. Σύμφωνα με το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο το προσχέδιο εμπίπτει εντός του εύρους των μακροοικονομικών προβλέψεων και ο προϋπολογισμός του 2020 θεωρείται αισιόδοξος, αλλά εφικτός».
Ο πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας Γιώργος Καρανίκας δήλωσε ότι «με την επιστολή μας στον Υπουργό Οικονομικών προτείνουμε μία σειρά από βελτιωτικές ρυθμίσεις του φορολογικού συστήματος για τις οποίες «διψά» η αγορά και η υγιής επιχειρηματικότητα. Πρόκειται για μέτρα φορο – λογικής μεταρρύθμισης με άμεσο και μεσοπρόθεσμο χαρακτήρα που όχι μόνο δεν θα κοστίσουν δημοσιονομικά, αλλά θα ενισχύσουν τα δημόσια έσοδα, σηματοδοτώντας τη νέα εποχή στις σχέσεις κράτους -επιχειρήσεων. Είναι προτάσεις που στόχο έχουν να απαλλάξουν την επιχειρηματικότητα από αναχρονιστικά φορολογικά δεσμά, να ενισχύσουν την ρευστότητα και τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ταυτόχρονα να οπλίσουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς με τα πιο σύγχρονα εργαλεία ελέγχου των εισοδημάτων. Με την κατάλληλη προετοιμασία και συνεργασία του οικονομικού επιτελείου με τους φορείς της αγοράς και του εμπορίου, κυβέρνηση και επιχειρήσεις μόνο κέρδη μπορούν να περιμένουν από ένα σύγχρονο και πιο δίκαιο φορολογικό σύστημα».
Εν τω μεταξύ η ΕΣΕΕ, απέστειλε επιστολή στον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταικούρα, με συγκεκριμένες, εφαρμόσιμες προτάσεις, το πλέγμα των οποίων συνιστά μία απαραίτητη «φορο – λογική μεταρρύθμιση» για την ανάπτυξη της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας.
Στην επιστολή υπογραμμίζεται η αναγκαιότητα υιοθέτησης από το οικονομικό επιτελείο μίας σειράς μέτρων εξορθολογισμού και εκσυγχρονισμού του φορολογικού συστήματος. Πρόκειται για μέτρα τα οποία, με ενδελεχή προετοιμασία της φορολογικής διοίκησης, είναι δυνατόν να μην επιφέρουν κανένα δημοσιονομικό κόστος.
H ΕΣΕΕ εκτιμά πως η συνδυαστική εφαρμογή των ρυθμίσεων αυτών ακόμη και από το επόμενο έτος μπορεί να οδηγήσει σε επιταχυνόμενη φορολογική συμμόρφωση των πολιτών, να πολλαπλασιάσει τα έσοδα για τα Δημόσια Ταμεία και να δημιουργήσει περισσότερο δημοσιονομικό χώρο για τις επόμενες φοροελαφρύνσεις.
Τα κυριότερα φορολογικά μέτρα μη δημοσιονομικού κόστους που προτείνει η ΕΣΕΕ είναι:
• Επαναφορά του αφορολόγητου αποθεματικού για επανεπενδυόμενα κεφάλαια.
• Μεταβίβαση οικογενειακής επιχείρησης για λόγους υγείας ή συνταξιοδότησης σε συγγενή Α’ βαθμού χωρίς φορολογική επιβάρυνση.
• Εφαρμογή του ήδη προβλεπόμενου «ειδικού επιχειρηματικού λογαριασμού» με προστασία και έναντι των κατασχέσεων.
• Αναθεώρηση του καθολικού χαρακτήρα στην εφαρμογή της αναστολής του ΑΦΜ.
• Πλήρης κατάργηση του αναχρονιστικού θεσμού των τεκμηρίων διαβίωσης και αντικατάστασή του από σύγχρονες μεθόδους ηλεκτρονικής διασταύρωσης των περιουσιακών στοιχείων των φορολογουμένων.
• ‘Αμεση διασύνδεση των ταμειακών μηχανών των επιχειρήσεων με τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και σταδιακή καθιέρωση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης (e – invoicing) ανάμεσα στις επιχειρήσεις και μεταξύ επιχειρήσεων – Δημοσίου, μετά την εφαρμογή των ηλεκτρονικών βιβλίων.
• Επαναφορά της ισχύος του διοικητικού συμβιβασμού και της διοικητικής επίλυσης των διαφορών.