«Δεν υπάρχει κανένα “αντάρτικο”, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα δογματικό, μονολιθικό κόμμα», δήλωσε ο διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, Θανάσης Θεοχαρόπουλος στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM» σχετικά με την στάση τεσσάρων βουλευτών του κόμματος -στην ψηφοφορία των συμβάσεων για τα δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σε Ιόνιο και Κρήτη- οι οποίοι δε συντάχθηκαν με την κομματική γραμμή του «παρών» και καταψήφισαν τις συμβάσεις.
«Στο εσωτερικό μας υπάρχει περιθώριο να διατυπώνονται και διαφορετικές απόψεις από την εκάστοτε πλειοψηφούσα άποψη. Εξάλλου τα ζητήματα του περιβάλλοντος και της κλιματικής κρίσης αποτελούν πεδίο που χρειάζεται εκτεταμένη συζήτηση. Αυτό καταδεικνύει και η ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ, που ο ίδιος διατύπωσε αυτοκριτική για τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και σε αυτόν τον τομέα και βεβαίως η συζήτηση αυτή θα λάβει μέρος και κατά την πορεία μας προς το συνέδριο. Σε κάθε περίπτωση κανένας βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ δεν ψήφισε τις συμβάσεις που έφερε η κυβέρνηση για τους εξής λόγους: Πρώτον διότι δεν εγγυάται η κυβέρνηση ότι τα ΕΛΠΕ θα είναι σε δημόσιο έλεγχο και η ιδιωτικοποίησή τους θα οδηγήσει ουσιαστικά να μην υπάρχει δημόσιος πυλώνας ελέγχου σε σχέση με αυτές τις συμβάσεις και με τις διαδικασίες έρευνας και εξόρυξης και δεύτερον διότι τα δεδομένα της κλιματικής αλλαγής οδηγούν όλους μας να ξανασκεφτούμε πώς πρέπει να προχωρήσει η χώρα από εδώ και στο εξής», εξήγησε ο κ. Θεοχαρόπουλος.
«Κανένας δεν ψήφισε. Τώρα αν η πλειοψηφούσα άποψη είναι “παρών” και υπήρχαν και τρεις βουλευτές που θέλανε να καταψηφίσουν είναι ένα άλλης τάξεως θέμα, πάντως δεν είναι ένα θέμα της τάξης ότι κάποιοι ψήφισαν και κάποιοι δεν ψήφισαν, δεν υπάρχει τέτοιο ζήτημα», υπογράμμισε.
Σε ό,τι αφορά τους χειρισμούς της κυβέρνησης στο προσφυγικό- μεταναστευτικό ο διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ παρατήρησε ότι «υπάρχει μια υποκρισία και αναποτελεσματικότητα για την επίλυση των προβλημάτων που υπάρχουν σε σχέση με το προσφυγικό», καθώς «η κυβέρνηση άργησε να έλθει στην πραγματικότητα και να αντιμετωπίσει αυτό το θέμα από το καλοκαίρι» και «σήμερα αυτό που δεν κάνει είναι να αναγάγει το θέμα στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή να ζητήσει υποχρεωτική μετεγκατάσταση, να ζητήσει συμβούλιο υπουργών, να φέρει τους Ευρωπαίους προ των ευθυνών τους».
Αναφορικά, εξάλλου, με την κυβερνητική φορολογική πολιτική σημείωσε: «Η μείωση της φορολογίας ξεκίνησε πριν από τις εθνικές εκλογές, μετά την έξοδο από τα μνημόνια. Τα μέτρα είχαν αρχίσει να υλοποιούνται πριν από τις ευρωεκλογές, γιατί ακριβώς ειπώθηκε ότι μέσα στα χρόνια των μνημονίων πράγματι η υπερφορολόγηση όλα τα χρόνια πριν από το 2010 και μετά ήταν πολύ έντονη. Το 2018 ξεκίνησε αυτή η διαδικασία και αρχές του 2019 η ελάφρυνση της μεσαίας τάξης, της υγιούς ιδιωτικής οικονομίας». «Η σημερινή κυβέρνηση», πρόσθεσε, «είναι κατώτερη αυτών που άρχισαν να υλοποιούνται από τον ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς πριν τις εθνικές εκλογές και ουσιαστικά προχωρά σε φοροελαφρύνσεις μόνο υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου».
Αναφερόμενος, εξάλλου, στο μοντέλο διοίκησης που προωθεί η κυβέρνηση για το ΚΕΘΕΑ ο κ. Θεοχαρόπουλος επισήμανε: «Πρόκειται για μια απαράδεκτη απόφαση, που δείχνει πώς αντιλαμβάνεται η Νέα Δημοκρατία και ο κ. Μητσοτάκης το αυτοδιοίκητο στο ΚΕΘΕΑ, αλλά και σε παρόμοιες περιπτώσεις. Έλεγαν τα ακριβώς αντίθετα περί ελέγχου το προηγούμενο χρονικό διάστημα, ότι θέλουν την ανεξαρτησία τέτοιων φορέων και […] σε έναν πολύ ευαίσθητο οργανισμό έρχονται να κάνουν έναν πλήρη κρατικό έλεγχο. Δε θα τους αφήσουμε να προχωρήσουν σε αυτές τις λογικές, θα χρησιμοποιήσουμε όλα τα μέσα για να αποτρέψουμε αυτές τις εξελίξεις. Θα υπάρξει κοινοβουλευτικός έλεγχος στο θέμα με επίκαιρη ερώτηση του αρμόδιου τομεάρχη το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα».