Αν σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου ένα πολιτικό κόμμα παρενέβαινε γιατί μια επιχείρηση δεν είχε (κατά την άποψη του μετόχου της) ικανοποιητικά έσοδα από την ελεύθερη αγορά, πιθανότατα θα είχε ξεσηκωθεί ολόκληρη η κοινωνία και πιθανότατα θα είχε επέμβει η Δικαιοσύνη.
Εδώ όμως είναι Ελλάδα και όταν πρόκειται για τον ΣΥΡΙΖΑ όλα μπορούν να συμβούν.
Χθες, συνέβη το αδιανόητο: Ένας εκδότης κυριακάτικης εφημερίδας, για τους όποιους δικούς του λόγους, διαμαρτυρήθηκε μέσω του εντύπου του, ότι δεν έχει απορροφήσει διαφήμιση στο συγκεκριμένο φύλλο. Και πριν περάσουν λίγες ώρες, ο ΣΥΡΙΖΑ μέσω επίσημης δημόσιας δήλωσής του, εξέδωσε ανακοίνωση, που ούτε λίγο ούτε πολύ, κατήγγειλε το γεγονός ότι η ελεύθερη αγορά δεν χρηματοδοτεί το εν λόγω έντυπο για να προβάλλει προϊόντα και υπηρεσίες.
Αυτή η παρέμβαση είναι πρωτοφανής! Δεν πρέπει να έχει συμβεί ποτέ στο παρελθόν πολιτικό κόμμα να “προειδοποιεί” καταναλωτικές εταιρίες, διαφημιζόμενους και media shop για τα συμφέροντα μιας ιδιωτικής (και σύμφωνα με τον ισολογισμό της) ζημιογόνας εταιρίας!
Θα μπορούσε πολιτικό κόμμα να ασκήσει έλεγχο για το αν η διανομή κρατικής διαφήμισης ευνοούσε το ένα ή το άλλο Μέσο Ενημέρωσης; Προφανώς και θα μπορούσε! Και όχι μόνο θα μπορούσε, αλλά θα υποχρεούτο να το κάνει. Διότι η διαφήμιση που διανέμεται από εταιρίες συνδεδεμένες με το δημόσιο, είναι αυτή που εν τέλει δίνει πλεονέκτημα στο ένα ή το άλλο Μέσο έναντι του ανταγωνισμού του. Και για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, η εταιρία που σήμερα διαμαρτύρεται για τα διαφημιστικά της έσοδα, φέρεται να πλεονεκτεί έναντι του ανταγωνισμού της σε σχέση με τη διαφήμιση που λαμβάνει π.χ. από την Εθνική Τράπεζα κατά την περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ.
Οπότε καλό θα ήταν, πριν ο ΣΥΡΙΖΑ παροτρύνει την ιδιωτική αγορά να ενισχύσει το εν λόγω έντυπο, να εξετάσει αν η κρατική διαφήμιση που δόθηκε και δίνεται σε αυτό ή άλλα έντυπα, διοχετεύεται με αντικειμενικά ή πολιτικά κριτήρια.
Γι αυτό και θα πρέπει να δημοσιοποιηθούν οι διαφημιστικές δαπάνες όλων των εταιριών του Δημοσίου, όπως π.χ. της ΕΥΔΑΠ ή της ΔΕΗ (οι οποίες για κάποιο λόγο εξαιρέθηκαν από την υποχρέωση δημοσιοποίησης των δαπανών τους) προκειμένου να γνωρίζει ο Ελληνικός λαός που πάνε τα χρήματά του, αλλά και να μπορεί ο όποιος ΣΥΡΙΖΑ τελικά να ασκεί αποτελεσματικά την όποια κριτική του.
Όμως, επειδή μάλλον μια τέτοια κριτική δεν θα ευνοούσε τη ρητορική της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ σπεύδει, ακροβατώντας στα όρια της πολιτικής ηθικής, να πολιτικοποιήσει τις ελεύθερες συναλλαγές μεταξύ διαφημιστή και διαφημιζόμενου και να παροτρύνει ιδιωτικές εταιρίες να συναλλαγούν με μια τρίτη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί ή δεν θέλει να κατανοήσει ότι κάθε διαφήμιση δεν δίνεται ως δώρο στο Μέσο Ενημέρωσης, αλλά έχει κόστος και στοχεύει στην προσέλκυση εμπορικών ωφελημάτων και εν τέλει στο κέρδος.
Οι διαφημιζόμενοι έχουν δύο κριτήρια για να επιλέξουν το Μέσο στο οποίο θα προβληθούν: Την ποιότητά του και την απήχησή του.
Το πρώτο κριτήριο είναι υποκειμενικό. Για παράδειγμα το κοινό της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, σύμφωνα με τους διαφημιστές, είναι αυτό που επιθυμούν να προσεγγίσουν οι περισσότεροι διαφημιζόμενοι, αφού βάσει των σχετικών ερευνών, θεωρείται ότι καταναλώνει περισσότερο και επηρεάζει τις καταναλωτικές συμπεριφορές και τα άλλα κοινά. Αν αυτό το κοινό καλύπτεται και από την εφημερίδα που σήμερα διαμαρτύρεται, αυτό είναι θέμα που αφορά αποκλειστικά την υποκειμενική εκτίμηση των διαφημιζόμενων εταιριών.
Το δεύτερο κριτήριο είναι μόνον αντικειμενικό: Αφορά την ποσοτική απήχηση του Μέσου. Πώς όμως μπορεί να αξιολογηθεί η απήχηση του Μέσου, όταν το ίδιο το Μέσο έχει αποσυρθεί από την μέτρηση των πωλήσεών του;
Πώς μπορεί να αξιολογηθεί όταν ο ίδιος ο ιδιοκτήτης δεν επιθυμεί να αξιολογηθεί, προκειμένου να μην φανεί η πραγματική του απήχηση;
Πώς όμως μπορεί ο διαφημιζόμενος να ξέρει αν το φύλλο Α΄απευθύνεται σε περισσότερους πολίτες από το φύλλο Β΄; Μόνον εφόσον εκκαθαριστούν οι πωλήσεις και ανακοινωθούν τα στοιχεία του ανταγωνισμού, κάτι που στην περίπτωση του συγκεκριμένου εντύπου δεν ισχύει, με απόφαση του ίδιου του Εκδότη του.
Γι αυτό λοιπόν, η χθεσινή ανακοίνωση ενός κόμματος υπέρ των ιδιωτικών συναλλαγών μιας ιδιωτικής εταιρίας, φαντάζει αδιανόητη. Ίσως να έγινε από υποχρέωση λόγω των πολιτικών σχέσεων που πιθανόν να έχει αναπτύξει ο εκδότης του εντύπου με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ίσως πάλι, να έγινε προκειμένου να απαλλαγούν από τη γκρίνια του εκδότη, που βλέπει το κοινό του να φθίνει, μαζί με τα ποσοστά του κόμματος το οποίο με φανατισμό υποστήριξε.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι όταν αρχίζει η γκρίνια και οι κατηγορίες ότι η αγορά δεν ανταποκρίνεται στις πωλήσεις ενός προϊόντος (στην προκειμένη περίπτωση της συγκεκριμένης εφημερίδας) τότε τα πράγματα συνήθως δεν πάνε καλά για το ίδιο το προϊόν…
Και απ΄ότι φαίνεται δεν πρέπει να πηγαίνουν καθόλου καλά…
Γ.Μουρούτης