Η αλλαγή του εκλογικού νόμου και η κατάργηση της απλής αναλογικής, που ενισχύει τα σενάρια ακυβερνησίας, είναι στις άμεσες προτεραιότητες του νέου Πρωθυπουργού.
Ένα εγχείρημα δύσκολο, με τη σημερινή σύνθεση του Κοινοβουλίου, αλλά όχι αδύνατο να επιτευχθεί με δεδομένο ότι η παρούσα Βουλή είναι αναθεωρητική.
Του Κώστα Πασίση
«Θα φέρω στο Κοινοβούλιο έναν εκλογικό νόμο ο οποίος θα είναι δίκαιος, αλλά θα εξασφαλίζει ταυτόχρονα συνθήκες κυβερνησιμότητας», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο κ. Μητσοτάκης κατά την προεκλογική περίοδο ανοίγοντας εν μέρει τα χαρτιά του, όσον αφορά τις πολιτικές προτεραιότητες του.
Στο ίδιο μήκος κινήθηκε και ο υπουργός Εσωτερικών Τάκης Θεοδωρικάκος, κατά τη διάρκεια των δηλώσεων του στη τελετή παράδοσης-παραλαβής του υπουργείου.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις στελεχών του υπουργείου Εσωτερικών, ο νέος εκλογικός νόμος θα είναι έτοιμος το Φθινόπωρο.
Η κατάρτιση νέου εκλογικού νόμου που να εξασφαλίζει πολιτική σταθερότητα, προκαλεί «πονοκέφαλο» στη κυβέρνηση που επεξεργάζεται διάφορα σενάρια εργασίας, με δεδομένο τις αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Στο ΚΙΝΑΛ συζητούν την κατάργηση της απλής αναλογικής και αντικατάστασης της με ενισχυμένη. Το «μπόνους» σε αυτή την περίπτωση προτείνεται να είναι 30 έδρες.
Στις «εσωτερικές συσκέψεις» τα σενάρια που συζητούνται είναι:
Πρώτον. Να κατατεθεί στη Βουλή ένα νομοσχέδιο που να κινείται στη λογική των παλαιότερων εκλογικών νόμων Σκανδαλίδη-Παυλόπουλου, που θα προβλέπει μπόνους, μικρότερο όμως των 50 εδρών.
Η φιλοσοφία του είναι ότι με αυτό το αναλογικότερο μπόνους, αφήνονται περιθώρια για ευρύτερες πολίτικες συγκλίσεις, υπό την πίεση της πιθανής ακυβερνησίας.
Μια παραλλαγή του ίδιου «μοντέλου» είναι συνδεθεί το μπόνους με το εκλογικό ποσοστό του πρώτου κόμματος. Υπο συζήτηση είναι το ποσοστό του πρώτου κόμματος.
Δεύτερο. Είναι η υιοθέτηση μιας παραλλαγής του γερμανικού εκλογικού συστήματος. Είναι ένα µεικτό σύστηµα µονοεδρικών και πολυεδρικών, με σταυρό στις μονοεδρικές και λίστα στις ευρείες περιφέρειες.
Το συγκεκριμένο μοντέλο προϋποθέτει νέα κατάτμηση των εκλογικών περιφερειών, γεγονός που δημιουργεί νέα δεδομένα και ενδεχομένως προβλήματα.
Η τυχόν υιοθέτηση ενός τέτοιου εκλογικού συστήματος, φέρνει τα πάνω κάτω στο πολιτικό σκηνικό, καθώς αποτελεί πολιτική καινοτομία για τα ελληνικά δεδομένα.
Ενδιαφέρον, όμως παρουσιάζει το σκεπτικό του συνταγματολόγου Νίκου Αλιβιζάτου ο οποίος υποστηρίζει ότι δεν χρειάζονται 200 ψήφοι για να αλλάξει ο εκλογικός νόμος.
Σύμφωνα με την ανάλυση του ο ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να κατοχυρώσει και συνταγματικά την απλή αναλογική, έκανε το λάθος, αντί να προτείνει την προσθήκη νέας διάταξης στο άρθρο 54 του Συντάγματος, να συμπεριλάβει στις αναθεωρητέες διατάξεις την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού η οποία προβλέπει την πλειοψηφία των 200 βουλευτών για την παράκαμψη του κανόνα των «μεθεπόμενων» εκλογών.
Κατά την κρατούσα άποψη, το ως άνω σκεπτικό του ΣΥΡΙΖΑ δε δεσμεύει την παρούσα Βουλή. Ως αναθεωρητική, συνεπώς, αυτή μπορεί να τροποποιήσει την κρίσιμη παράγραφο κατά το δοκούν.
Έτσι, ο κ. Μητσοτάκης θα μπορούσε να επιδιώξει, με τη συνδρομή της κ. Γεννηματά (158+22=180 ψήφοι), να μειώσει την προβλεπόμενη πλειοψηφία από 200 σε 180 βουλευτές, ώστε, αμέσως μετά, Ν.Δ. και ΚΙΝΑΛ να προχωρήσουν στην αλλαγή και του εκλογικού νόμου.
Από κει και πέρα, η δεύτερη λύση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι αλλάξει τον εκλογικό νόμο με την πλειοψηφία, που διαθέτει στη Βουλή, με απώτερο στόχο τη διεξαγωγή «διπλών εκλογών», είτε εντός τετραετίας, είτε στο τέλος της.