Η Τουρκία τιμά σήμερα την τρίτη επέτειο της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος εναντίον του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η σφοδρή απάντηση του οποίου συνεχίζεται αμείωτη ακόμη και σήμερα.
Μια σειρά εκδηλώσεων, ανάμεσά τους και πολλές ομιλίες του Ερντογάν αλλά και τα εγκαίνια ενός μουσείου στις 22:00 (τοπική ώρα και ώρα Ελλάδας) στην Κωνσταντινούπολη, είναι προγραμματισμένες για όλη την ημέρα προκειμένου να τιμηθεί η «15η Ιουλίου», που πλέον γιορτάζεται στην Τουρκία.
Για τον Ερντογάν οι εκδηλώσεις αυτές προσφέρουν την ευκαιρία να συσπειρωθούν οι πολίτες γύρω του εν μέσω δυσκολιών που αντιμετωπίζει η Τουρκία, με μια κλυδωνιζόμενη οικονομία, νέες εντάσεις με τη Δύση και την εκλογική ήττα του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης στις τοπικές εκλογές στην Κωνσταντινούπολη.
Πριν τρία χρόνια τη νύκτα της 15ης προς 16η Ιουλίου κάποιοι στρατιώτες προσπάθησαν να καταλάβουν την εξουσία βομβαρδίζοντας κτίρια- κλειδιά στην Άγκυρα και βγάζοντας άρματα μάχης στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης.
Η επέμβαση των στρατιωτών που παρέμεναν πιστοί στον Τούρκο πρόεδρο και χιλιάδων υποστηρικτών του που βγήκαν στον δρόμο έπειτα από έκκλησή του απέτρεψαν το πραξικόπημα. Σχεδόν 250 άνθρωποι, ανάμεσά τους και πραξικοπηματίες, σκοτώθηκαν.
Η Άγκυρα θεωρεί τον αυτοεξόριστο στις ΗΠΑ πρώην ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν εγκέφαλο του πραξικοπήματος. Ο ίδιος αρνείται οποιαδήποτε εμπλοκή.
Τα θύματα των διώξεων που ακολούθησαν είναι σε απόγνωση
Το 2016 η Ελίφ ήταν καθηγήτρια σε ένα λύκειο στη νοτιοδυτική Τουρκία. Εδώ και επτά μήνες εργάζεται σε ένα ιδιωτικό φροντιστήριο στην Άγκυρα, αλλά ως καθαρίστρια.
Η Ελίφ, το όνομα της οποίας άλλαξε για το ρεπορτάζ έπειτα από δικό της αίτημα, είναι μία από τους περίπου 33.000 εκπαιδευτικούς που απολύθηκαν στο πλαίσιο των διώξεων που εξαπέλυσε ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μετά το αποτυχημένη πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016.
Τρία χρόνια μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα δυσκολεύεται, όπως και χιλιάδες άλλοι, να τα βγάλει πέρα καθώς δεν έχει πια σταθερή εργασία.
«Είμαι 37 ετών και ξεκινώ τη ζωή μου ξανά από το μηδέν», δηλώνει θλιμμένη.
Οι τουρκικές αρχές κατηγορούν τον αυτοεξόριστο στις ΗΠΑ πρώην ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν ότι είναι εγκέφαλος του αποτυχημένου πραξικοπήματος, κάτι που ο ίδιος αρνείται.
Περισσότεροι από 150.000 δημόσιοι υπάλληλοι έχουν απολυθεί στο πλαίσιο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που κηρύχθηκε μία ημέρα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα και των διώξεων που ξεκίνησαν με στόχο, σύμφωνα με την Άγκυρα, «να καθαρίσουν» οι θεσμοί από τους υποστηρικτές του Γκιουλέν.
Η Ελίφ, που ήταν μέλος ενός συνδικάτου που πρόσκειται στο δίκτυο των Γκιουλενιστών, περιγράφει τον εαυτό της «αριστερή μουσουλμάνα», παραδέχεται ότι στήριζε το κίνημα του Γκιουλέν, όμως δεν ήταν ποτέ «ενεργό μέλος».
Εκτός από το γεγονός ότι απολύθηκε, της ασκήθηκε δίωξη «για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση». Πέρασε 10 μήνες ελεύθερη υπό όρους προτού αθωωθεί το 2018. Ο σύζυγός της, επίσης καθηγητής, απολύθηκε και τέθηκε υπό κράτηση επί 8 μήνες.
«Σοκ»
Αφού όμως απολύθηκε από τη δημόσια εκπαίδευση δεν μπόρεσε να ξαναβρεί εργασία ως καθηγήτρια, ούτε καν στον ιδιωτικό τομέα, διότι οι εργοδότες διστάζουν να την προσλάβουν.
Πολλοί Τούρκοι, στιγματισμένοι όπως η Ελίφ από την απόλυσή τους από τον δημόσιο τομέα, χρειάστηκε να αλλάξουν εργασία για να επιβιώσουν.
Πρώην καθηγητής πανεπιστημίου έγινε οικοδόμος, πρώην πρόεδρος ένωσης άνοιξε καφέ, μια πρώην δικαστής έγινε έμπορος τσαγιού, ενώ πρώην αστυνομικός έγινε θυρωρός. Τα παραδείγματα πολλά.
Ο Αχμέτ, πρώην καθηγητής χημείας στο πανεπιστήμιο, δήλωσε ότι έστειλε το βιογραφικό του για περίπου 1.200 θέσεις. Τον δέχθηκαν για συνέντευξη μόνο σε 30 ή 40 από αυτές.
Τελικά κατέληξε να πουλά φρούτα και λαχανικά στον δρόμο από ένα καρότσι.
«Μόλις εξηγούσα την κατάστασή μου στους εργοδότες, δεν με προσλάμβαναν», διηγείται. «Ίσως αν δεν το έλεγα να μπορούσα να εργαστώ κάπου μαύρα», πρόσθεσε, όμως αρνείται να προσπαθήσει εκτιμώντας ότι δεν έχει κάνει κάτι κακό.
Ο 44χρονος αυτός άνδρας και η σύζυγός του είναι μεταξύ των 6.000 πανεπιστημιακών που απολύθηκαν με νομοθετικό διάταγμα, κάτι που αντιμετώπισαν σαν «σοκ».
«Οι άνθρωποι ξέρουν ότι δεν έχουμε κάνει τίποτα κακό, όμως όλος ο κόσμος φοβάται πολύ», καταγγέλλει η Ελίφ. «Ακόμη κι εγώ. Δεν θέλω να δημοσιεύσετε το όνομά μου γιατί φοβάμαι».