Ενδέχεται να ήταν η χειρότερη ύφεση που έπληξε οικονομία τη σύγχρονη εποχή. Από το 2007 έως το 2014 η Ελλάδα έχασε το ¼ της οικονομίας της, εκατοντάδες χιλιάδες έφυγαν στο εξωτερικό, η ανεργία ανήλθε στο 28%, πλήττοντας 1 στους 3 του ενεργού πληθυσμού.
Ακραία κόμματα της άκρας αριστεράς και της άκρας δεξιάς ανήλθαν στην εξουσία, συντασσόμενοι ενάντια σε σκιώδεις εξωτερικούς εχθρούς, πλέκοντας θεωρίες συνωμοσίας και διατυπώνοντας αδύνατες υποσχέσεις. Υπό την ηγεσία τους η κρίση επιδεινώθηκε, συνεχίζει το δημοσίευμα κάνοντας αναδρομή στο καλοκαίρι του 2015, στο δημοψήφισμα, στη μεταστροφή του Αλ. Τσίπρα και στην αποδοχή των όρων των δανειστών. Και τότε με κάποιο τρόπο… υπήρξε αποτέλεσμα. Η ελληνική οικονομία γύρισε σελίδα, αναφέρει η αρθρογράφος και επικαλείται την έξοδο από το μνημόνιο, την επιστροφή της ανάκαμψης, τη μείωση της ανεργίας. Το κυριότερο από όλα είναι ότι η δημοκρατία δεν κατέρρευσε και αυτό σημαίνει ότι εναλλακτικές προτάσεις για το μέλλον της χώρας ενισχύθηκαν και άρχισαν να ακούγονται λέξεις όπως φιλελευθερισμός και νεοφιλελευθερισμός. Τώρα μπορεί να επιχειρήσουν να δοκιμάσουν ορισμένες από αυτές. Την Κυριακή, οι Έλληνες εξέλεξαν νέο πρωθυπουργό, τον Κ. Μητσοτάκη, που σχεδόν πλησιάζει το αρνητικό πρότυπο των προηγούμενων ετών. Με σπουδές στο Harvard, με κουστούμι και γραβάτα, πρώην τραπεζίτης, κεντροδεξιός, φιλελεύθερος ως προς τον οικονομικό τομέα, και επιπλέον γόνος πολιτικής οικογένειας. Ο Κ. Μητσοτάκης υποσχέθηκε κεντρώο προσανατολισμό, και η νέα του κυβέρνηση περιλαμβάνει εκτός από τα πρόσωπα της ΝΔ, πρόσωπα από το κέντρο και την κεντροαριστερά, καθώς και σειρά ειδικών εκτός πολιτικού στίβου. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί, περιλαμβάνει λέξεις όπως διαφάνεια, επιχειρηματικότητα και αξιοκρατία. Φαίνεται – τουλάχιστον προς το παρόν- ότι αυτό το είδος του λόγου είναι τώρα δημοφιλές, και δεν συνοδεύεται με εκτός ελέγχου διεκδικήσεις και υποσχέσεις που δεν μπορούν να τηρηθούν.
Για τους υπόλοιπους, υπάρχουν καλές και κακές ειδήσεις ως προς την Ελλάδα. Οι καλές ειδήσεις: ακόμη και ακραίες μορφές λαϊκισμού μπορούν να ηττηθούν, υποθέτοντας ότι δεν έχουν υπονομεύσει τη δημοκρατία σε τέτοιο βαθμό ώστε να παρεμποδίσουν κάποιον άλλον να νικήσει.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, αφού διέπραξαν πολλά λάθη, βοήθησαν στη σταθεροποίηση της Ελλάδας. Το διεθνές σύστημα που παρέπαιε, δεν κατέρρευσε.
Ο ίδιος ο Αλ. Τσίπρας ενσωματώθηκε στην Ευρώπη, κατέστη περισσότερο πολιτικός και βοήθησε στην εξεύρεση συμβιβασμού για τον τερματισμό της “ανόητης διαμάχης” μεταξύ της Ελλάδας και της χώρας που τώρα είναι γνωστή ως “Βόρεια Μακεδονία”.
Ωστόσο, υπάρχουν και οι κακές ειδήσεις.
Πριν οι Έλληνες χάσουν την εμπιστοσύνη τους στη ακροαριστερή κυβέρνηση που διατύπωσε αδύνατες υποσχέσεις, η χώρα βίωσε ένα τραύμα, που θα σημαδέψει μια γενιά.
Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, συχνά με υψηλή μόρφωση, που έφυγαν από τη χώρα ενδεχομένως να μην επιστρέψουν ποτέ, οι νέοι που δεν μπόρεσαν να βρουν δουλεία μπορεί να μην αναπληρώσουν τον χαμένο χρόνο. Αν αυτό είναι που πρέπει να βιώσει ένας πληθυσμός πριν αντιληφθεί τις ψεύτικες υποσχέσεις του λαϊκισμού, τότε θα έρθουν πολλές δυσμενείς συγκυρίες σε πολλές δημοκρατίες., καταλήγει το δημοσίευμα.