Τρεις μέρες πριν την κάλπη και, μαζί με την «καλημέρα» του, ο υπέροχος θυρωρός μας Τάσος, μού λέει με δυναμισμό: «από Δευτέρα θα πετάς»!
Κοντοστάθηκα. Συνοφρυώθηκα. Του λέω: «η χώρα δε θα πετάει. Η χώρα πρέπει να κάνει βήματα. Βήματα σταθερά. Και ύστερα να τρέξει. Η σταθερότητα και η ταχύτητα φέρνουν την απογείωση. Προς το παρόν, Τάσο μου, ακούω στην προσταγή: “Προσδεθείτε”»!
Τρεις μέρες πριν, αναλογίζομαι πώς η «μέλλουσα πρώην κυβέρνηση» υπήρξε για την Ελλάδα και την Ευρώπη το «κύκνειο άσμα» της Αριστεράς. Μην αυταπατάσθε! Καλές και οι “politically correct” φανφάρες, πού χαϊδεύουν μια κάποια δήθεν «υγιή» αριστερά, για ψηφοθηρικούς ακραιφνώς λόγους, αλλά η Αριστερά είναι αυτή ακριβώς! Που ζήσαμε τέσσερα χρόνια, που έκανε λάθη από πλήρη άγνοια και απαιδευσία και άρνηση να διδαχθεί την εσχάτη έστω στιγμή, που ονόμασε το ψαρονέφρι ψάρι, με τα «Όχι» της και τα καπηλευμένα «Ναι», με τα ψεύδη και την αγλωσσία της – όχι διγλωσσία ή πολυγλωσσία, αλλά αγλωσσία – με την υπονόμευση του κράτους και την υπόσκαψη του πολιτεύματος.
Η Αριστερά είναι αυτή ακριβώς! Αυτή, που προασπίζεται δήθεν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη μειονεξία των μειονοτήτων και, όταν φθάσει η ώρα να νοιαστεί για το «τόδε τι πρόσωπο», για το συγκεκριμένο δεινοπάσχον και δεινοπαθές πρόσωπο, το πολτοποιεί. Αυτή είναι η Αριστερά, ακριβώς. Της ροχάλας Βούτση, έξω από το Προεδρικό Μέγαρο, των υπεξαιρουμένων μπακλαβάδων από δεξίωση του Φλαμπουράρη, των κλαρινολεβέντηδων εκπροσώπων με ποσέτ και μπικουτί, να δηλώνουν τον έρωτά τους, την ώρα που ο αρχηγός τους παρατάει σύξυλη τη χώρα στην Ευρώπη, για να συνεχίσει τις εθνικές προσβολές και τα επικοινωνιακά γλειψίματα, εκεί που μέχρι σήμερα έφτυνε.
Ο Τζώρτζ Όργουελ, το 1984, έγραφε: «θα σας στύψουμε μέχρι να αδειάσετε και μετά θα σας ξαναγεμίσουμε με τους εαυτούς μας». Βεβαίως, ο Τσίπρας να το διατυπώσει αυτό δε θα τα κατάφερνε! Αλλά, αυτό είχε στο μυαλό του, κάθε μέρα, επί 4 χρόνια: να μας στύψει. Εμάς. Κι εμείς είμαστε η «μεσαία τάξη». Είμαστε η αστική ραχοκοκαλιά μιας χώρας, που κάποιοι θέλησαν να πνίξουν. Θυμάμαι, την περίοδο της «Κυβέρνησης του Μνημονίου» του ΓΑΠ, το Μίκη Θεοδωράκη να λέει ότι τον Έλληνα είναι να μην το σπρώξεις τόσο που να ακουμπήσει η πλάτη του τοίχο, γιατί ύστερα γίνεται θηρίο ανήμερο. Δεν συνέβη. Στα επόμενα μνημόνια θυμάμαι επιφανείς Έλληνες να δηλώνουν ότι πιάσαμε πάτο. Κι, όμως, ο πάτος πάτο δεν είχε και βρήκαμε και απόπατο. Αριστερό.
Το Δόγμα του Σοκ στην Ελλάδα δεν έπιασε. Υπήρξα ανέκαθεν αισιόδοξη, παρ’ ότι μέχρι πρότινος πίστευα ότι τη χώρα θα σώσει ένα συθέμελο ξερίζωμα, για να γεννηθεί μια ολική επαναφορά. Σήμερα, λοιπόν, είμαι ακόμη πιο αισιόδοξη. Μπορεί τα μνημόνια να έθιξαν την τσέπη μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, έθιξε τις σταθερές μας: το ήθος, το φιλότιμο, την αξιοσύνη, την εθνική υπερηφάνεια, τη νομιμότητα, την ασφάλεια. Κι έχω την πεποίθηση ότι, σιωπηλός ο Έλληνας υπέμεινε, ανέμεινε και προσέμεινε. Ο Έλληνας του 2019 έχει αρχίσει να αποδεικνύει τον εαυτό του. Με λίγη μαγιά από τον Καθ’ Ημάς Τρόπο, που συνιστούν τα τελευταία 3.000 χρόνια, κάνει το σταυρό του, αναπολεί την Παράδοσή του, νιώθει τη θαλπωρή της Οικογένειάς του κι τείνει χείρα πατριωτικής βοηθείας σε ένα κράτος, που δεν αγάπησε, από τα γεννοφάσκια του. Η ζύμωση έχει συντελεστεί. Και το ζυμάρι φούσκωσε. Κατόρθωσε ο Έλληνας, αντί να επαφίεται σε δάνειους και εξωγενείς «από μηχανής θεούς» να τους ζυμώσει και να τους «ανεβάσει» μέσα του.
Την Κυριακή φουρνίζουμε. Η εθνική μαγιά είναι καλή. Και, μάλιστα, περίσσεψε κ για το μέλλον. Σ’ αυτή τη χώρα τη μικρή, τη μέγιστη, πάντα περισσεύει η μαγιά η απέριττη. Την Κυριακή, με ήθος και συναίσθηση χρέους και καθήκοντος, υποσχόμαστε στον ίδιο μας τον εαυτό. Να τον αναγεννήσουμε με προσωπικό μόχθο. Να τον περιθάλψουμε με εθνική τρυφερότητα. Ένας προς έναν, όλοι μας, περάσαμε και από την καταστροφή, και από τον φόβο. Δεν επιθυμούμε μια καινούργια αρχή. Τον εαυτό μας επιθυμούμε. Αυτόν αναζητούμε. Κι αυτός συνιστά από μόνος του Γη της Επαγγελίας.
Ένας άδειος φούρνος από πλέξιγκλας την Κυριακή μας περιμένει. Όλους μαζί. Πεθαμένους και ζωντανούς. Αλληλέγγυους και συνυπεύθυνους.