Μέσα στην εβδομάδα που πέρασε γίναμε δέκτες ενός κλίματος από την Ουάσιγκτον, που λίγο πολύ προέβλεπε την καταστροφή της Τουρκίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με αφορμή το γεγονός ότι δύο σχέδια νομοσχεδίων, το “East Med Act”, και αυτό του προϋπολογισμού του Πενταγώνου, περιείχαν γλώσσα, που προβλέπει την άρση του εμπάργκο όπλων έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας, καταγραφή των τουρκικών παραβιάσεων στο Αιγαίο, και κυρώσεις έναντι της Τουρκίας (μη παράδοση των F-35) για την αγορά του συστήματος αντιπυραυλικής προστασίας S-400 από τη Ρωσία. Και μετά ήρθε η συνάντηση του Αμερικανού Προέδρου, Ντόναλντ Τράμπ, με τον Ταγίπ Ερντογάν, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του G20 στην Ιαπωνία, συνοδευόμενη από την μαραθώνια συνέντευξη τύπου του Προέδρου Τράμπ, στους Αμερικανούς δημοσιογράφους, στο κλείσιμο της Συνόδου, να βάλει τα πράγματα στη ρεαλιστική τους βάση.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Εδώ και πάνω από ένα χρόνο μια σειρά ανθρώπων εδώ και στην Κύπρο, μέσα από τα γραπτά μας και τις αναλύσεις μας κρούουμε τον κώδωνα του κινδύνου για τη δημιουργία αβάσιμων και στην τελική επικίνδυνων για την εθνική ασφάλεια της χώρας μας, ελπίδων ότι η υφιστάμενη ένταση στις σχέσεις της Τουρκίας, κυρίως λόγω της αγοράς των s-400 από τη Ρωσία, με τις Ηνωμένες Πολιτείες, θα δώσει λύση στο κρίσιμο θέμα της αναθεωρητικής στρατηγικής της Τουρκίας, στο Αιγαίο, την Κύπρο και την ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Μάλιστα, κάποιοι έφτασαν στο σημείο να μας εγκαλέσουν και δημόσια για την αγωνία μας όσο αφορά το εθνικό συμφέρον και την εθνική ασφάλεια της πατρίδας μας, αποκαλώντας μας, ούτε λίγο ούτε πολύ, χαζούς που δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται στην Ουάσιγκτον. Ας μάθουν τουλάχιστον και λίγα Ελληνικά να το συζητήσουμε.
Στη συνάντηση του με τον Ερντογάν, στο περιθώριο της Συνόδου του G20, αλλά και στη συνέντευξη του στους Αμερικανούς δημοσιογράφους μετά την ολοκλήρωση της Συνόδου, ο Αμερικανός Πρόεδρος, επιχειρηματολόγησε για την άδικη αντιμετώπιση της συμμάχου Τουρκίας, από την Ουάσιγκτον, κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Ομπάμα, όταν όπως είπε, ζήτησε να αγοράσει το σύστημα “Patriot”, και το αίτημα δεν έγινε δεκτό, με αποτέλεσμα η Τουρκία να προσφύγει στη Ρωσία και στην αγορά των S-400 πληρώνοντας ένα τεράστιο ποσό. Ταυτόχρονα, αναφέρθηκε και στο θέμα της παράδοσης των μαχητικών αεροσκαφών F-35 στην Τουρκία, επισημαίνοντας ότι η Τουρκία έχει αγοράσει πάνω από 100, τονίζοντας ότι αυτό έχει αποφέρει δις δολάρια στην, αμερικανική, βιομηχανία Lockheed, αλλά και χιλιάδες θέσεις εργασίας. Επίσης, και ακόμα πιο σημαντικό επεσήμανε το ύψους 70 δις δολαρίων εμπόριο, μεταξύ των δυο χωρών, τι οποίο χαρακτήρισε μικρό λέγοντας ότι θα πρέπει σύντομα να ξεπεράσει τα 100 δις. Εδώ να αναφέρουμε, για όσους έχουν επιλεκτική μνήμη, τις παρόμοιες δηλώσεις πριν από λίγο καιρό του γαμπρού του Αμερικανού Προέδρου, Τζάρεντ Κούσνερ, μετά τη συνάντηση του Προέδρου Τράμπ και του ιδίου, στο Οβάλ Γραφείο με τον γαμπρό του Ερντογάν και Υπουργό Οικονομικών της Τουρκίας. Ο Αμερικανός Πρόεδρος, ανέφερε ότι θα ταξιδέψει μέσα στο χρόνο και στην Τουρκία, και αυτό έχει τη σημασία του.
Δεν περιορίστηκε μόνο στα παραπάνω, αλλά αναφέρθηκε και σε τηλεφωνική του επικοινωνία στο παρελθόν με τον Ερντογάν, όπου όπως είπε του ζήτησε να μην προχωρήσει σε επιχείρηση εναντίον των Κούρδων, συμμάχων των ΗΠΑ στη μάχη κατά του ISIS στη Συρία, και ενώ υπήρχαν 65000 τουρκικά στρατεύματα στα σύνορα έτοιμα να κινηθούν εναντίον των Κούρδων, ο Ερντογάν δέχθηκε το αίτημά του και δεν προχώρησε.
Και για να προλάβω κάποιους που συνεχίζουν να προχωρούν, και μετά τα παραπάνω, θα συνεχίσουν την αγιογραφία του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, να του θυμίσω ότι πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό σαν Πρόεδρος στην Τουρκία την οποία αποθέωσε, και στη συνέχεια όπως έκανε σχεδόν σε όλα τα θέματα εξωτερικής πολιτικής την αποξένωσε και τα έκανε μπάχαλο, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα διεθνώς.
Με βάση λοιπόν όσο έλαβαν χώρα στη συνάντηση του Προέδρου Τράμπ με τον Ερντογάν και τα όσα είπε ο Πρόεδρος στη συνέντευξη τύπου στην Ιαπωνία, είναι να απορεί κανείς πως κάποιοι συνεχίζουν να ζουν σε ένα κόσμο αγγελικά πλασμένο. Εκτός βέβαια και δεν συμβαίνει αυτό, αλλά το χειρότερο, σπρωγμένοι από κάποια συμφέροντα η απλή ασχετοσύνη, προωθούν μια σύγκρουση με την Τουρκία στο Αιγαίο ή την Κύπρο, που κάθε λογικός και ρεαλιστής άνθρωπος αντιλαμβάνεται ποιος θα είναι αυτός που στο τέλος θα χάσει. Είναι εδώ και δεκαετίες πάγια η στρατηγική της βαθιάς γραφειοκρατίας του Στέητ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου, να οδηγήσουν Ελλάδα και Τουρκία στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και κάποιοι αντιλαμβανόμαστε τι ακριβώς σημάνει αυτό. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και στην Κύπρο με το θέμα της επίλυσης του Κυπριακού.
Ας σοβαρευτούμε λοιπόν και ας σταματήσουν κάποιοι είτε να λειτουργούν ανόητα είτε να παίζουν επικίνδυνα παιχνίδια με την εθνική ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, και της Κύπρου. Το παιχνίδι είναι εξαιρετικά περίπλοκο, επικίνδυνο και έχει ανοίξει πολύ για να έχουμε την πολυτέλεια άστοχων και ερασιτεχνικών κινήσεων.
Σε λίγες ημέρες οδηγούμαστε στις κάλπες για μια πολύ κρίσιμη για τα εθνικά θέματα και το εθνικό συμφέρον εκλογική αναμέτρηση. Είναι η μοναδική ευκαιρία μας να απαλλάξουμε τη χώρα από τους επικίνδυνους και χρήσιμους για τα συμφέροντα που επιβουλεύονται την Ελλάδα, εθνομηδενιστές. Ταυτόχρονα η παρούσα συγκυρία είναι μοναδική για την ισχυρά αυτοδύναμη κυβέρνηση, του Κυριάκου Μητσοτάκη, που είναι εθνική ανάγκη να προκύψει στις 7 Ιουλίου, να διαμορφώσει και να εφαρμόσει μια έξυπνη στρατηγική απέναντι στην αναθεωρητική Τουρκία του Ερντογάν, αλλά και στη σχέση της χώρας μας με τις Ηνωμένες.
Πρέπει άμεσα να πάψουμε να είμαστε οι εύκολοι και διαθέσιμοι χρήσιμοι απέναντι σε φίλους και συμμάχους και ξεκάθαροι απέναντι σε γείτονες. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από μία εθνική στρατηγική που θα έχει στο κέντρο το εθνικό συμφέρον, ανεξάρτητα από φίλους συμμάχους και εχθρούς.
Όπως λένε και στην Αμερική, “Let’s wake up and smell the coffee.”
*Ο Δημήτρης Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University, μέλος του The International Institute of Strategic Studies, και διετέλεσε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ, και το Πεντάγωνο, στην Ουάσιγκτον.