Η εντεινόμενη τουρκική προκλητικότητα καθιστά ιδιαιτέρως επίκαιρη μία απόπειρα αξιολόγησης της εξωτερικής πολιτικής μας που έχει ακολουθηθεί μέχρι σήμερα απέναντι στην Τουρκία, προκειμένου να δούμε μήπως θα πρέπει να αλλάξουμε στόχους και τακτική.
Το βέβαιο είναι ότι η διαπιστωμένη ικανότητα της τουρκικής διπλωματίας, έγκειται κυρίως στην παγίωση μακροπρόσθεσμων στόχων –σε βάθος πολλών ετών- και στην υπομονετική τακτική, που εκμεταλλεύεται είτε τα σφάλματα της ελληνικής πολιτικής, είτε τον εφησυχασμό μας είτε το πολιτικό κλίμα στο εσωτερικό της χώρας.Με αυτά τα δεδομένα ίσως θα πρέπει η ελληνική πλευρά να αναθεωρήσει ορισμένες πρακτικές της.
του Νίκου Σίμου
Η αναθεώρηση αυτή κρίνεται αναγκαία, διότι, μέχρι σήμερα, η ελληνική εξωτερική πολιτική, αντιλαμβάνεται μεν την ιδιαιτερότητα των σχέσεών μας με την Τουρκία, που εμφανίζουν και μια μοναδικότητα στην Ευρώπη: Η Τουρκία είναι η μόνη χώρα με εδαφικές βλέψεις, οι οποίες διατυπωνονται μάλιστα και επισήμως. Όμως αυτό που πρέπει να λαμβάνεται επίσης υπόψιν είναι ο ψυχολογικός παράγοντας που διαμορφώνει την επιθετικότητα της Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα. Και ο παράγοντας αυτός δεν είναι παρά η σχέση του παλαιού κατακτητή και του απελευθερωμένου «υπόδουλου».
Αυτό σημαίνει ότι, σε αντίθεση με την απελευθέρωση άλλων λαών, η ελληνική λύτρωση προήλθε από μία πανεθνική νίκη, την οποία, ιστορικά, ο αντίπαλος δεν έχει ξεπεράσει, στο μέτρο μάλιστα που η θεωρητική αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελεί, στο πλαίσιο του Πανισλαμικού Ιδεώδους, την Τουρκική Μεγάλη Ιδέα. Τα δεδομένα αυτά συνθέτουν ένα ιδιόμορφο πρόβλημα στις σχέσεις των δύο χωρών. Ενα πρόβλημα που «εκτείνεται» πολύ πέραν των πολιτικών λύσεων, οι οποίες θα απέτρεπαν την έκρηξη της σημερινής «θερμής εκκρεμότητας», που στην πράξη εμφανίζεται με την συνεχώς ανανεούμενη τουρκική απειλή.
Με άλλα λόγια, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ιστορικά προηγούμενα, η εξωτερική πολιτική απέναντι στην Τουρκία θα πρέπει να διαμορφωθεί περισσότερο με γνώμονα την ποιοτική υπεροχή και λιγότερο επί τη βάσει λύσεων, τη μακροβιότητα των οποίων, θέλει να επιβάλει, κατά μονομερή τρόπο η τουρκική πλευρά. Όπως για παράδειγμα τα τετελεσμένα στην Κύπρο.
Βεβαίως η Τουρκική υπεροπλία που έχει μεταβάλει τον συσχετισμό δυνάμεων, αποτελεί ένα βασικό πλεονέκτημα για την Αγκυρα και αντιστοίχως, μία δυσμενή πραγματικότητα για την Ελλάδα. Όμως εφ’ όσον διαθέτουμε, όπως όλοι υποστηρίζουν, ποιότητα κυρίως ανθρώπινου υλικού είναι μάλλον ασύμφορες αν όχι και ανεπίτρεπτες για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα οποιεσδήποτε υποχωρήσεις στο όνομα της αποφυγής τυχόν θερμού επεισοδίου. Καυτό διότι η εμπειρία έχει δείξει ότι οι ελληνικές υποχωρήσεις στο όνομα της καλής θέλησης και καλής γειτονίας από ελληνικής πλευράς απλώς αποθρασύνουν την άλλη.
Η αντιμετώπιση των εξωτερικών κινδύνων από μία χώρα, θα μπορούσε να βασισθεί όχι μόνο στην στρατιωτική υπεροπλία, πολύ περισσότερο όταν μία χώρα όπως η Ελλάδα, απεύχεται τη λύση μιάς δυναμικής αντιπαράθεσης. Θα μπορούσε να βασισθεί και στις δυνατότητες των διπλωματικών ελιγμών και στην καλλιέργεια συνθηκών που , εκ των πραγμάτων θα αποτρέπουν επικίνδυνα ενδεχόμενα και απευκταίες διευθετήσεις. Θα υπενθυμίσουμε, ως σχετικό παράδειγμα, αυτό που έλεγε ο άλλοτε αρχηγός του, ο Ανδρέας Παπανδρέου, θερμός υποστηρικτής κάποτε, της πολιτικής του «Βυθίσατε το Χόρα», ο οποίος, στη συνέχεια διατύπωσε μία νέα θεωρία: « Δεν μας ενδιαφέρει ο στρατηγικός ρόλος που οι Αμερικανοί έχουν στο μυαλό τους για την Τουρκία και το πόσο επιθυμούν τον στρατό της. Αρκεί να είμαστε σίγουροι, πως αυτή η τουρκική δύναμη, δεν θα στραφεί ένα πρωί προς τα δυτικά, όπως έκανε στην Κύπρο»!