«Μακάρι οι μύθοι να ήταν αληθινές ιστορίες
και όσα ονειρευόμασταν να γινόταν πραγματικότητα»
Βασίλης Τζώνης, Μαθητής Α’ Δημοτικού
Βαδίζω κάτω από τα πεύκα της πατρίδας μου. Οι βελόνες τους δακρύζουν ρετσίνι, και το φως του τόπου του δικού μου τα δείχνει δακρυσμένα. Αλλά, ο τόπος ο δικός μου δάκρυσε μια φόρα. Όταν, ως Ιφιγένεια, εξορίστηκε και ξεριζώθηκε και ύστερα αναστήθηκε. Ο τόπος ο δικός μου δεν πολυδακρύζει. Δεν γκρινιάζει, δεν αρνείται. Αρκείται. Και χαμογελά. Μέσα από τις μουσικές και τους χορούς του, που ακούγονται και φαίνονται και μυρίζουν σα νησιωτική Ελλάδα, στην πιο ηπειρωτική πεδιάδα της Πατρίδας.
Γράφει η Βασιλική Τζότζολα*
Βαδίζω κάτω από τα πεύκα. Συλλογίζομαι. Την αισιοδοξία, που με συνέχει για το λαό μας. Εν αρχή του κόσμου ήν το Χάος. Εν αρχή της Ελλαδός ήν ο Θυμός. Ποια μεγαλύτερη απόδειξη θέλετε από τον πρώτο-πρώτο στίχο του πρώτου-πρώτου ποιήματος της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας; «Μήνιν άειδε, θεά, Πηληϊάδεω Αχιλήος» και να ‘σου η Εθνική Αχίλλειός μας πτέρνα. Η μήνις, ο θυμός.
«Θυμός» και «Μύθος», μέσα από την «Πυθώ», που έγινε «Πειθώ».
Αναγραμματισμοί πλήθος, ανάμεσα σε ελάχιστα μόνο γράμματα.
Θυμός
Κινητήριος δύναμη ο θυμός, όχι οργή φθοροποιός. «Το θυμό τραγούδα, θεά..», να κινητοποιηθούν και να εκκινήσουν οι Έλληνες οπλίτες, οι Έλληνες πολίτες. Είναι τραγούδι ο θυμός στο ομαδικό μας υποσυνείδητο, στο συλλογικό μας γονίδιο. Πυρρίχιος και πεντοζάλης είναι ο θυμός. Οπλιτικός ηγούμενος, πολιτικός εφεπόμενος. Προχθές χάζευα μια ομήγυρη γερόντων, καθήμενων σε κύκλο από πλαστικές καρέκλες – σωστή λαϊκή σύναξη, ίδια Εκκλησία του Δήμου – να θυμώνουν και να εκρήγνυνται και, πάντως, να συνομιλούν. Θυμώδεις, εκεί στο αυτοσχέδιο καφενείο της πλαϊνής εισόδου προς το Ζάππειο, να τους ραίνουν τα τελευταία μαβιά άνθη τόσης κατά μήκος βιγκόνιας! Να φωνάζουν και να επικοινωνούν θυμώδεις και μυθώδεις. Και να λένε αλήθειες. Κρυφάκουγα αλήθειες. Πόση ζωή δίνουν σ’ αυτόν τον τόπο πάντα οι εκλογικές διαδικασίες! Πόσο, άραγε εκλογικεύουν οι εκλογές τους Έλληνες; Νομίζω πλέον πολύ.
Μύθος
Ύστερα κατέφθασε ο Απόλλων. Να σκοτώσει τον χθόνιο δράκο Πύθωνα, τον θυμωμένο και να φτιάξει την Πυθώ, το ιδρυτικό μαντείο στους Δελφούς. «Πυθώ» ετυμολογικά είναι η σαπίλα. Ενώ ο Απόλλων είναι φως και αρμονία και μουσική και μαντική. Ήρθε το φως κι έκανε τη σαπίλα και το θυμό μαγιά, να ζυμωθούν για να λάμψει το απόλυτο φως. Να ευρεθεί η αλήθεια, που πατάσσει τη λήθη. Η λήθη είναι σκότος, η αλήθεια φως. Μάντεψε, Πυθία, την αλήθεια! Κι εσύ ταξιδιώτη, άκου την! Μετά, κλείσε τα μάτια και δες την. Δεν άφηνε τυχαία η εκάστοτε Πυθία στον «πρόναο» του μαντείου τον επισκέπτη. Μόνο ο ψίθυρός της άγγιζε τα αυτιά του, ερχόμενος από το άδυτο του μαντείου, ως «χρησμός». Χρησμός. Πόσο ωραία και ξεχασμένη έννοια! Προσθέτεις ένα γιώτα και αμέσως γίνεται «χρήσιμος». Αυτό το γιώτα, στο χαρίζουν τα μάτια της καρδιάς. Όχι τα αυτιά σου.
Αργότερα έφθασε η Αθηνά. Εκείνη η αοιδός, η εποχική, δηλαδή, τραγουδιάρα της Ιλιάδας, να διαχειριστεί με τη σοφία και την ομορφιά της το θυμό, την μήνιν και τον Αχιλλέα. Σοφή και όμορφη. Όπως, η γυναικεία αγκαλιά. Όχι η σάρκα. Η αγκαλιά. Και καταφέρνει την πυθώ του θυμού να την κάνει μύθο φωτεινό. Και τον Αχιλλέα αιώνιο. Μόνος του ο Αχιλλέας, σκέτος θυμός. Στην αγκαλιά της Αθηνάς ο Αχιλλέας, μύθος ατόφιος. Με πειθώ η Αθηνά, αφανίζει την πυθώ. Με την αλήθεια του ο Αχιλλέας, εξοντώνει τη λήθη της Ιστορίας. Και μένει αιώνιος.
Αχ, βρε, Όμηρε! Να ‘ταν η «Ιλιάδα» θέατρο, γραμμένη για τραγωδία, ή δράμα, έστω! Να τύχει να υποδυθούν τον Αχιλλέα, τον Αγαμέμνονα, αν με ρωτάς, τον Πρίαμο ένας – δυο καλοί ηθοποιοί, να βρούμε κι εμείς λίγη παραμυθία! Ας είναι! Μας χάρισες το Μύθο κι από μόνος του είναι χρήσιμος. Μπορεί και χρησμός. Χρησμός. Ναι! Και τον άκουσε ο Έλληνας το Μύθο. Και τον ερμήνευσε ο Έλληνας σαν χρησμό χρήσιμο. Και θύμωσε. Όχι ως οργή. Ως κινητήριο δύναμη.
Σού έχω νέα, Όμηρε! Ο Έλληνας θυμήθηκε τον πολυμήχανο εαυτό του. Δεν περιμένει κανέναν «από μηχανής θεό». Τον έφτιαξε μέσα του, μόνος του. Με εργαλεία επικίνδυνα, αλλά διαθέσιμα: λίγα μνημόνια, πολλή ταλαιπωρία, υιοθετώντας ένα αριστερό εξάμβλωμα, που επέζησε τερατόμορφο επί τετραετία και τώρα εκπνέει. Τον θεό του τον έφτιαξε μέσα του. Γιατί μέσα του εξέθρεψε τόση πυθώ, που κόντεψε η σαπίλα να τον πνίξει. Κι εγένετο μέσα του Φως. Και Πειθώ το απόλυτο σκοτάδι. Που αν δεν είχε την ατυχή ευκαιρία να το γνωρίσει, ο Μύθος θα έμενε Θυμός. Και τη Λήθη δε θα διαδεχόταν η Αλήθεια.
Είμαι αισιόδοξη. Είμαστε ζόρικοι. Είμαστε Όμηροι από την ανάποδη: όπου λαϊκός καυγάς, εκεί και πατριωτικός σεβντάς. Μπορεί να μοιάζουμε ένας λαός ΜΕ ΘΥΜΟΝ. Αλλά, μπορούμε να γίνουμε μια αγκαλιά ΜΕΘ’ ΗΜΩΝ.