Λίγες μέρες στην «Μικρά Αγγλία» των Κυκλάδων και ειλικρινά αναρωτιέται κανείς, πρώτον πού είναι ο τουρισμός και δεύτερον πού πήγε ο επαγγελματισμός.
Με το που βγαίνεις από το καράβι αντικρίζεις μια ομολογουμένως γραφική εικόνα, κυκλαδίτικης ομορφιάς, καλά μέχρι εδώ. Αν εξαιρέσει όμως κάποιος τις ηρωικές προσπάθειες των ντόπιων επιχειρηματιών και μη, το Κράτος είναι ο μεγάλος απών. Μάλλον λόγω της πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης για την αυτοδιοίκηση, το μόνο που έχει γίνει είναι τα γνωστά «μπαλώματα» της τελευταίας στιγμής, για το κυνήγι του ψηφοφόρου.
Γράφει η Αλίκη Τσίκα
Μισογκρεμισμένοι δρόμοι που έχουμε τσιμεντάρει στα γρήγορα, δήθεν πεζοδρόμια που ξεκινούν και σταματούν κυριολεκτικά στο πουθενά, ένα δυο διάσπαρτα φωτάκια κατά μήκος της «κεντρικής οδού». Κατά τα αλλά η γνωστή απάθεια. Τα ξερόχορτα εγκαταλελειμμένα (σε ένα νησί που ο βοριάς το καλοκαίρι φτάνει τα 8-9 μποφόρ και η πυρκαγιά για όσους είμαστε εδώ, είναι καθημερινότητα τον Αύγουστο), σπασμένες και φραγμένες σωλήνες ύδρευσης, βραχυκυκλωμένα καλώδια στο δρόμο και λοιπές εικόνες απείρου καλούς, στο υποτίθεται πιο τουριστικό κομμάτι της Ελλάδας, τις Κυκλάδες.
Πάμε τώρα στο τουριστικό κομμάτι: Ποιον τουρισμό ακριβώς αποζητούμε να προσελκύσουμε στη χώρα; Διότι αν ψάχνουμε την παρέα των πέντε ατόμων που θα παραγγείλουν μια χωριάτικη και μια μπύρα στη μέση, μπράβο μας, το πετύχαμε! Αυτό όμως δεν είναι ούτε τουριστική ανάπτυξη, ούτε φυσικά κέρδος για τους ντόπιους επιχειρηματίες. Για να ανθίσει η τουριστική βιομηχανία θα πρέπει να πέσει χρήμα και για να πέσει χρήμα, θα πρέπει να υπάρχει η ανάλογη κινητικότητα από μέρους του τουριστικού κοινού.
Να αγοράσουν τοπικά προϊόντα, να βγουν για να ξοδέψουν σε φαγητό, ποτό, υπηρεσίες, διαμονή. Και εδώ εντοπίζεται το πρόβλημα, διότι διαμονή πληρώνουν οι άνθρωποι, αλλά στη γνωστή πλατφόρμα ενοικίασης ακινήτων και όχι στις τοπικές επιχειρήσεις. Και μετά πάνε στο σούπερ μάρκετ και εξοπλίζουν το σπίτι με τα αναγκαία και άρα μηδέν εις το πηλίκο πάλι για τις τοπικές επιχειρήσεις. Γιατί η «οικονομία» του κ. Τσίπρα με την υπερφορολόγηση των ακινήτων και σαφώς και ο υπέρμετρος δανεισμός από πλευράς ιδιωτών τα προηγούμενα χρόνια, ανάγκασαν πολύ κόσμο να βγει από το σπίτι του και να το νοικιάζει για να πληρώσει φόρους και δόσεις δανείων.
Σαν αποτέλεσμα οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις (που απασχολούν προσωπικό, πληρώνουν φόρους στο κράτος, συμβάλλουν στην τουριστική ανάπτυξη) παλεύουν με τα κύματα για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν τα σπίτια και να επιβιώσουν. Ρίχνοντας τους μισθούς των υπαλλήλων, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και -αχ αυτή η εμμονή του έλληνα επιχειρηματία- ανεβάζοντας τις τιμές.
Ας μιλήσουμε όμως λίγο για αυτές τις ριμάδες τις τιμές. Διότι ποτέ δεν φταίει μόνο η μια πλευρά. Κατεβάζεις αγαπητέ επιχειρηματία την ποιότητα, μειώνεις το προσωπικό (σε ποσότητα και «ποιότητα») αλλά χρεώνεις μια σαλάτα σε τιμή Café de Paris, ενώ τη σερβίρεις σε πλαστικό μπολ, πάνω στη ξαπλώστρα, μέσα στην άμμο. Και σαν μην έφτανε αυτό, κοιτάζεις και εκνευρισμένος τον κόσμο που αναρωτιέται γιατί πρέπει να σε πληρώσει αυτήν την τιμή. Αφού φυσικά έχει ήδη πληρώσει τον καφέ όσο θα τον πλήρωνε σε κεντρικό καφέ στην Αθήνα, σερβιρισμένο στο τραπέζι και όχι στο πλαστικό θα πω πάλι.
Και μια ξεχωριστή μνεία στο παραλήρημα της οργανωμένης παραλίας. Γνωρίζοντας ότι ήδη μια μέση οικογένεια για να φτάσει στις Κυκλάδες, έχει χρυσοπληρώσει τα εισιτήρια και την διαμονή της ξεκινάμε και μετράμε από ένα ποσό και πάνω. Σε αυτό το ποσό πρέπει να προστεθεί και η πεποίθηση του μέσου ιδιοκτήτη μπιτσόμπαρου που πιστεύει ότι διευθύνει τουλάχιστον το Nammos. Γιατί δεν εξηγείται αλλιώς, το ότι η μέση οικογένεια είναι αναγκασμένη να πληρώσει 20-30€ χωρίς φαγητό, την ημέρα για να πάει στην παραλία (σε οποιαδήποτε παραλία)!
Παιδιά, δεν κάνουμε δουλίτσα έτσι! Λίγη σύνεση εκατέρωθεν. Ποιότητα και τιμή, αν φυσικά θέλουμε τουριστική ανάπτυξη, πρέπει να πηγαίνουν μαζί. Κρατική και προσωπική μέριμνα πρέπει να συνυπάρξουν και να αλληλοσυμπληρώνονται. Σεβασμός από μέρους του Κράτους στον επιχειρηματία, αλλά και σεβασμός από τον επιχειρηματία στον πελάτη.