Όταν η ειδησεογραφία αποφασίσει η ίδια να υπονομεύσει τον εαυτό της, το πράττει εξαιρετικά αποτελεσματικά. Όταν, δηλαδή, κάποιος -ας τον πούμε «διαμορφωτή γνώμης»- ή κάποια κέντρα αποφάσεων θελήσουν μια είδηση να περάσει «στα ψιλά», το καταφέρνουν: μικρή έως ανύπαρκτη γραμματοσειρά, ελάχιστο ή και καθόλου speakage και πάει λέγοντας. Και κάπως έτσι, τα νουνού και τα ρύζια παραμένουν ακόμη σε επαρκείς ποσότητες στα σούπερ μάρκετ.
Γράφει η Βασιλική Τζότζολα
Η προσωπική μου αίσθηση, λοιπόν, κατατείνει σε επαγρύπνηση για «ατυχές περιστατικό» που ενδέχεται να προκληθεί από την γείτονα Τουρκία. Προχθές, επί παραδείγματι, η κλιμάκωση στο Αιγαίο από επάλληλες υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών και δεκάδες παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου, εκτίναξε την προκλητικότητα κυριολεκτικά «στα ουράνια».
Την περασμένη Κυριακή, μεταξύ σχολικών εορτών και παιδικών πάρτυ, διαβάζω την παρέμβαση Σημίτη στην «Κ». Αντιλαμβάνομαι ότι η παρέμβασή του υπέχει θέση υπόμνησης ή και «κώδωνα κινδύνου» για άμεσα επιγενόμενη τουρκική πρόκληση και, κατ’ αρχάς, σκέφτομαι: «το κρύβει η ειδησεογραφία, το φανερώνει ο Σημίτης» και, προς στιγμήν, εξετίμησα την παρέμβασή του με το εσώτερο σχόλιο «ήταν ανάγκη ο Σημίτης να το πει; Ευαρεστούμενη υπό του πονηρού, μη τι κακόν είργασμαι[1]»;
Και διαβάζω το κείμενό του. Η αρχική επιδοκιμασία τη θέση της δίνει στην νομικο – ιστορική απελπισία. Όσων έκανε ο κ. Σημίτης. Όσων ουδέποτε κατάλαβε ο κ. Σημίτης. Όσων μακάρι να μην είχε ακουμπήσει ο κ. Σημίτης. Διαβάζω:
«Η κυβέρνησή μου (…) είχε επιτύχει το 1999 να συμπεριληφθεί στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι ρήτρα που υποχρέωνε κάθε υποψήφιο κράτος, όπως ήταν η Τουρκία, «να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς. Αλλιώς θα πρέπει να φέρει τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου».
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας του 2004 παραιτήθηκε του δικαιώματος αυτού ένστασης για την ένταξη της Τουρκίας, που είχε αποφασισθεί στο Ελσίνκι και είχε καθιερωθεί και από τη στάση της Ελλάδας στα Συμβούλια της Ένωσης».
Τρέμουν τα κόκαλα του Καραθανάση και του Βλαχάκου και του Γιαλοψού. Με δεδομένο ότι “les promesses et le traits n’ engage que ceux qui y croient[2]”, επάγομαι τις ακόλουθες νηφάλιες παρατηρήσεις:
- Η Νέα Δημοκρατία του 2004 δεν παραιτήθηκε από τίποτα, διότι ο κ. Σημίτης δεν είχε πετύχει τίποτα από το οποίο θα μπορούσε η ΝΔ να παραιτηθεί.
- Ο κ. Σημίτης υπέγραψε στο Ελσίνκι την ανωτέρω φράση, πρώτον, διότι τα σαΐνια που είχε συμβούλους σε θέματα εξωτερικής πολιτικής τον έπεισαν ότι αυτό ήταν κάτι καλό και, δεύτερον, οι εταίροι μας του είπαν να το υπογράψει … για να τον ξεφορτωθούν.
- Ακόμη και στην υπογραφή ενός τίποτα, ο Σημίτης διέπραξε λάθος. Είναι αυτό που λέμε «τρέχει μόνος του και βγαίνει δεύτερος»! Διότι με την υπογραφή της φράσης «συνοριακή διαφορά», αποδέχτηκε αυτό που ούτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ούτε ο Ανδρέας Παπανδρέου είχαν διανοηθεί καν να ψελλίσουν: την ύπαρξη «συνοριακής διαφοράς»!
- Ουδέποτε η Ελλάδα πριν τον Σημίτη (και αρκετά μετά από αυτόν) έθεσε ζήτημα συνοριακών διαφορών, διότι καθ’ ημάς, δεν υφίστανται συνοριακές διαφορές. Διότι τότε, παραχρήμα θα είχε εγερθεί και άλλο ζήτημα! Κι επειδή αφορά στην προσωπική μου πατρίδα, στον Έβρο, εγώ δεν το θίγω!
- Στα διεθνή fora η Ελλάδα συζητούσε μόνον το θέμα της υφαλοκρηπίδας. Που δεν είναι σύνορο, αλλά όριο εκμετάλλευσης και, μάλιστα, υποθαλάσσιο. Και αυτό, ναι, να το συζητήσουμε. Αλλά όχι να το παραχωρήσουμε. Διότι, «εί ξυγχωρήσετε και άλλο τι μείζον ευθύς επιταχθήσεσθε, ως φόβω και τούτο υπακούσαντες». Αφού τα είπε ο Θουκυδίδης: αν συμφωνήσεις, συγχωρήσεις, δηλαδή, χωρέσεις μαζί με την Τουρκία σε κάτι, αμέσως κάτι μεγαλύτερο θα σού ζητήσει, θα σού επιβάλει. Όχι αργότερα! Αμέσως! Κι εσύ από φόβο πια θα το δεχτείς. Πριν δώσεις, στην εξωτερική πολιτική, ζητάς. Για να ζητήσεις, πρέπει να ξέρεις τί ζητάς, τί θέλεις τουλάχιστον να πάρεις και τί μπορείς, τελικά, να πάρεις. Αλλά δε δίνεις, χωρίς να ζητήσεις και να πάρεις!
Από τί, αξιότιμε κύριε Σημίτη, παραιτήθηκε η ΝΔ; Από την άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει «δίκαιο θαλάσσης»; Από την άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Χάγης; Από την άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει το κράτος – μέλος ΕΕ της Κύπρου, όταν, την ίδια στιγμή, αιτείτο τουρκικό accession;
Η ΝΔ του 2004 δεν παραιτήθηκε από κανένα δικαίωμα, διότι επί Σημίτη δεν είχε γεννηθεί κανένα νέο δικαίωμα για τη χώρα. Το αντίθετο! Ο κ. Σημίτης υπήρξε αρχήθεν παρητημένος από τον κοινό δικαιϊκό και διπλωματικό νου!
Καταλήγω, με την αυτονόητη διαπίστωση ότι, για να προστατεύσουμε τα εθνικά μας θέματα και την εξωτερική μας πολιτική, δεν τα εγείρουμε αφειδώς και αυθαιρέτως κατά την εύθραυστη κι επισφαλή για τη χώρα περίοδο των εθνικών εκλογών. Αν ο κ. Σημίτης, 23 χρόνια μετά, αναζητά κολυμβήθρα του Σιλωάμ και δε μπορεί να χωνέψει την πρωθυπουργική του προσπάθεια να «βελτιώσει τα λάθη[3]» του, άρα να επιδεινώσει την εθνική μας ευτυχία, συστήνω δύο πράγματα: σιωπή και PEPSAMAR!
[1] Παράφραση του «ΕΠΑΙΝΟΥΜΕΝΟΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΠΟΝΗΡΩΝ, ΑΓΩΝΙΩ ΜΗ ΤΙ ΚΑΚΟΝ ΕΙΡΓΑΣΜΑΙ” (Αντισθένης)
[2] «Οι υποσχέσεις και οι συνθήκες δεσμεύουν μόνον αυτούς που τις πιστεύουν, τις (απο)δέχονται»
[3] Φράση δική του, του Κ. Σημίτη, σε κάποιο 8ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, κάποιο καλοκαίρι, ίσως του ‘98