Το λήμμα αυτό θα μπορούσε να έχει τον τίτλο: «πού υπάρχει νόστος;». Η απάντηση θα ήταν και πού δεν υπάρχει. Ένα ολόκληρο έπος έχει θέμα τον νόστο, την επιστροφή στο σπίτι, δηλαδή, του Οδυσσέα και τις περιπέτειές του μέχρι να το επιτύχει. Από τότε μαρτυρείται ο λεκτικός τύπος, από την εποχή των ομηρικών επών και εξής.
Γράφει η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα
Για έναν νόστο, έναν γυρισμό στην Ιθάκη, κάνει λόγο ο Όμηρος. Ο Οδυσσέας, όμως, επιθυμούσε και τον νόστο των συντρόφων του, των εταίρων (…ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων … Οδ. α 5).
(Φωτ. Ο επικός ποιητής Όμηρος, που αφηγείται τον πιο γνωστό νόστο)
Η αρχική μορφή της ήταν ὁ νόστος, τοῦ νόστου και δήλωνε την επιθυμία να πάει κανείς πίσω στην πατρίδα του, να παλιννοστήσει, (και εμείς το χρησιμοποιούμε) να επανέλθει στην γη απ’ όπου ξεκίνησε. Το ρήμα παλιννοστῶ, πολύ παλιό και αυτό, δίνει το ουσιαστικό παλιννόστησις, που είναι μεσαιωνικό και αναφέρεται στην επάνοδο στα πάτρια και μήτρια εδάφη.
Μια ολόκληρη κατηγορία ποιητικών κειμένων ονομάζονται «Νόστοι» και έχουν ως θέμα τους το θαλασσινό ταξίδι και τα πάθη των Ελλήνων που πήγαιναν στο σπίτι τους μετά την άλωση της Τροίας. Έτσι και η έκφραση νοστέω ἐς πατρίδα γαῖαν σήμαινε γυρίζω, επανέρχομαι.
Η ημέρα της επιστροφής στην Ιθάκη στην ομηρική Οδύσσεια είναι τὸ νόστιμον ἦμαρ. Αυτή η ημέρα, που βλέπει κανείς την γενέθλια γη, μετά από μακρόχρονη απουσία, έχει μια τέτοια γλυκύτητα που έδωσε στο επίθετο νόστιμος την σημασία της ομορφιάς, την οποία αφήνει στην γεύση το ωραίο φαγητό. Αυτήν την πολύ συγκεκριμένη έννοια πήρε ο νόστιμος στα ελληνιστικά χρόνια. Άλλωστε και ο γεωγράφος και περιηγητής του 2ου αιώνα μ. Χ. Παυσανίας, στο έργο του «Ἑλλάδος Περιήγησις», γράφει ότι στην Μικρά Ασία, εκεί από όπου πέρασε ο ποταμός Μαίανδρος, ἐνόστησε τὸ ὕδωρ καὶ οὐκέτι ἦν θάλασσα (το νερό έγινε γλυκό και δεν ήταν πια θάλασσα, 7.2, 110). Από εδώ καταλαβαίνουμε ότι το ρήμα νοστῶ παίρνει μια έννοια γεύσης. Ιδιαίτερα αξίζει να σημειώσουμε ότι ο νόστος στα αρχαία μας κείμενα ήταν και αυτό που δίνει το σιτάρι, όταν το αλέσουμε, άρα και εδώ κάνουμε λόγο για μια βασική πηγή νοστιμιάς.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τον ἄνοστον, που στα αρχαία κείμενά μας περιέγραφε τον σχετικό με αυτόν που δεν επιστρέφει εκεί από όπου ήλθε. Ἄνοστος όποιος δεν κατάφερνε να ξαναδεί την πατρική εστία, άρα δεν γεύτηκε την ηδύτητα του σπιτιού του. Κατά τον ίδιο τρόπο και το άνοστο φαγητό δεν έχει την γεύση του γλυκού οικογενειακού γεύματος.
Μόνο το επίθετο νοσταλγός διατήρησε τον πόνο (ἄλγος) για την επιστροφή, όπως άλλωστε και η νοσταλγία ως επιθυμία να ξαναδεί κανείς το σπίτι του.
Γνωστή νοσταλγός των ελληνικών γραμμάτων, το διήγημα «Η νοσταλγός», του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. Εκεί η νεαρή ηρωίδα, σύζυγος του μπαρμπα- Μοναχάκη, εγκαταλείπει για λίγο την συζυγική εστία, για να ξαναδεί το σπίτι των γονιών της, προκαλώντας αγωνία στον πρεσβύτη άνδρα της.
Το αρχαίο ρήμα που μας δίνει τον νόστο είναι το νέομαι (επιστρέφω, γυρίζω).
Εμείς οι Νεοέλληνες έχουμε νόστο και σε άλλες λέξεις. Εκτός, από το νόστιμο γλυκό της μαμάς, στο άνοστο, κακομαγειρεμένο έδεσμα της ξενιτιάς, που μας γεννά την νοσταλγία. Τον έχουμε ακόμη σε όσα κάνουμε, για να νοστιμεύσουν ή να νοστιμίσουν την ζωή μας.
Βέβαια, υπάρχουν πολλά που την ανοσταίνουν και πολλά που εμείς νοστιμευόμαστε, μα δεν μπορούμε να γευτούμε.
Στο μεταξύ νοστιμούλες, νοστιμούληδες, νοστιμούτσικοι και νοστιμούτσικες έχουν πάρει το δρόμο για τις καλοκαιρινές διακοπές, μακριά από πολλές ανοστιές της πόλης και της πολιτικής ζωής. Είναι βέβαιο ότι αμφότερες δεν θα τις νοσταλγήσουν.
*Η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα είναι φιλόλογος και διδάσκει στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας