Η έναρξη της εφαρμογής του άρθρου 3 του νόμου Χελμς-Μπάρτον, που η ισχύς του είχε ανασταλεί απ’ όλους τους Αμερικανούς προέδρους από το 1996 έως χθες, αποτελεί το τελευταίο βέλος της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ εναντίον της Κούβας. Από χθες άρχισαν να κατατίθενται οι πρώτες αγωγές Αμερικανών πολιτών κατά πολυεθνικών εταιρειών για τα οφέλη που έχουν αποκομίσει από την εκμετάλλευση κατασχεμένων περιουσιών τους στη χώρα της Καραϊβικής κατά τη διάρκεια της Κουβανικής Επανάστασης. Επιπλέον, η εφαρμογή αυτού του άρθρου έχει πυροδοτήσει έναν έντονο διπλωματικό πόλεμο με την ΕΕ.
Ο όμιλος πλοίων κρουαζιέρας Carnival, με έδρα τη Φλόριντα, υπήρξε ο στόχος των πρώτων αγωγών που κατατέθηκαν χθες, ενώ στη σειρά υπάρχουν πλήθος άλλες -πολλές εξ αυτών εναντίον ευρωπαϊκών εταιρειών, ιδίως ισπανικών, που δραστηριοποιούνται στην Κούβα. Ο Μίκαελ Μπεν, κληρονόμος μίας οικογένειας από το Κεντάκι που ήταν ιδιοκτήτρια της εταιρείας Havana Docks, η οποία διαχειριζόταν αποβάθρες ελλιμενισμού στον λιμένα της Αβάνας, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του, βγαίνοντας από το δικαστικό μέγαρο του Μαϊάμι: «Στη δεκαετία του ’60, οι Κάστρο έκλεψαν την ιδιοκτησία των παππούδων μου και σήμερα αποδόθηκε δικαιοσύνη», τόνισε.
Στο πλάι του βρισκόταν και ο Χαβιέρ Γκαρσία Μπενγκοετσέα, κάτοικος τώρα του Τζάκσονβιλ στη Φλόριντα, του οποίου οι οικογένεια επίσης εκμεταλλευόταν ιδιοκτησίες της στον λιμένα του Σαντιάγο ντε Κούβα. Ο ίδιος δήλωσε πως γεύεται την ευτυχία του τέλους της «σταυροφορίας», που κάποιοι του έλεγαν «πως ήταν χάσιμο χρόνου και χρήματος». «Όμως τα καταφέραμε», πρόσθεσε, αναφερόμενος και στη δική του αγωγή κατά της Carnival, για την εκμετάλλευση των «κλεμμένων αγαθών» της οικογένειάς του, που εθνικοποιήθηκαν από την κουβανική κυβέρνηση.