«Η επιστήμη, η κοινωνική και πολιτική δράσις, η οικονομική πρόοδος και η ευημερία δεν δύνανται να προσφέρουν διέξοδον. Ό,τι είναι δημιούργημα του ανθρώπου φέρει το στίγμα του θανάτου, δεν σώζει, αφού και αυτό έχει ανάγκην σωτηρίας. Ο πόθος της αιωνιότητος δεν καλύπτεται με επίγεια αγαθά, δεν ικανοποιείται με την παράτασιν της ζωής μας και με υποσχέσεις ψευδών παραδείσων», τονίζει, μεταξύ άλλων, στο Πασχάλιο μήνυμά του ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος. Εν συνεχεία, επισημαίνει: «Η Ορθοδοξία προσφέρει εις τον σύγχρονον λογοκρατούμενον άνθρωπον την Αλήθειαν του σωτηριώδους Ευαγγελίου της Αναστάσεως».
Αναλυτικά, το μήνυμα του Παναγιωτάτου έχει ως εξής:
«Τιμιώτατοι αδελφοί και προσφιλέστατα τέκνα εν Κυρίω, Διατρέξαντες εν νηστεία και προσευχή τον δόλιχον της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, φθάσαντες δε το σωτήριον πάθος Χριστού του Θεού, καθιστάμεθα σήμερον κοινωνοί της χαράς της λαμπροφόρου Εγέρσεως Αυτού.
Το βίωμα της Αναστάσεως ανήκει εις τον πυρήνα της ταυτότητος των Ορθοδόξων. Εορτάζομεν την Ανάστασιν του Κυρίου όχι μόνον κατά το ‘Αγιον Πάσχα και την πασχάλιον περίοδον, αλλά κάθε Κυριακήν και εις κάθε Θείαν Λειτουργίαν, η οποία είναι πάντοτε ολόφωτος πανήγυρις. Η χριστιανική ζωή εις όλας τας πτυχάς της, εις την θείαν λατρείαν, εις την βιοτήν και μαρτυρίαν μας εν τω κόσμω, έχει αναστάσιμον πνοήν, δονείται από την νίκην του Αναστάντος Χριστού επί του θανάτου και από την προσδοκίαν της αιωνίου Βασιλείας Του.
Ο άνθρωπος δεν δύναται αφ᾿ εαυτού να διαχειρισθή τον φόβον και το αναπόφευκτον του θανάτου, ενώπιον του οποίου ευρίσκεται καθ᾿ όλην την διάρκειαν της ζωής του και όχι μόνον εις το τέλος της. Η αίσθησις ότι η ζωή του είναι «πορεία προς τον θάνατον», άνευ ελπίδος διαφυγής, δεν οδηγεί εις τον εξανθρωπισμόν της αναστροφής του και εις ενίσχυσιν της ευθύνης και της μερίμνης του διά το παρόν και το μέλλον. Μάλλον, ο άνθρωπος συρρικνώνεται, αποκόπτεται από τα ουσιώδη του βίου, καταλήγει εις τον κυνισμόν, τον μηδενισμόν και την απόγνωσιν, εις την φενάκην της ακωλύτου αυτοπραγματώσεως και εις τον αχαρίτωτον ευδαιμονισμόν του «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν».
Η επιστήμη, η κοινωνική και πολιτική δράσις, η οικονομική πρόοδος και η ευημερία δεν δύνανται να προσφέρουν διέξοδον. Ο,τι είναι δημιούργημα του ανθρώπου φέρει το στίγμα του θανάτου, δεν σώζει, αφού και αυτό έχει ανάγκην σωτηρίας. Ο πόθος της αιωνιότητος δεν καλύπτεται με επίγεια αγαθά, δεν ικανοποιείται με την παράτασιν της ζωής μας και με υποσχέσεις ψευδών παραδείσων.
Η Ορθοδοξία προσφέρει εις τον σύγχρονον λογοκρατούμενον άνθρωπον την Αλήθειαν του σωτηριώδους Ευαγγελίου της Αναστάσεως. Δι᾿ ημάς τους Ορθοδόξους, το Πάσχα δεν είναι απλώς ανάμνησις της Αναστάσεως του Κυρίου, αλλά βίωσις και της ιδικής μας αναγεννήσεως εν Χριστώ Αναστάντι, πρόγευσις και βεβαιότης της εσχατολογικής πληρώσεως της θείας Οικονομίας.
Ο πιστός γνωρίζει ότι η υπαρξιακή πληρότης είναι δώρον της χάριτος του Θεού. Εν Χριστώ, η ζωή μας μεταμορφώνεται, μετατρέπεται εις πορείαν προς την θέωσιν. Οι χριστιανοί διακρίνονται, κατά τον Απόστολον Παύλον, από τους «λοιπούς», τους «μη έχοντας ελπίδα» (πρβλ. Α’ Θεσσ. δ’, 13). Ελπίζουν εις Χριστόν, ο οποίος είναι, «η ζωή και η Ανάστασις ημών», «ο πρώτος και ο έσχατος και ο ζων» (Αποκ. α’, 17 – 18).
Η σωτήριος παρουσία του Χριστού εις την ζωήν μας και η ελπίς της επουρανίου Βασιλείας είναι αρρήκτως συνδεδεμέναι εις την χριστιανικήν ύπαρξιν, η οποία ενεργεί και πραγματώνεται ως δημιουργική και μεταμορφωτική δύναμις εν τω κόσμω. Δεν είναι καθόλου τυχαίον, ότι πριν ο νεωτερικός πολιτισμός κατανοήση και εγκαθιδρύση τον άνθρωπον ως δημιουργόν της ιστορίας, οι πιστοί εκλήθησαν να καταστούν «Θεού συνεργοί» (πρβλ. Α’ Κορ. γ’, 9). Αποτελεί πλήρη παρανόησιν της Ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας και του κοινωνικού και φιλανθρώπου έργου της Εκκλησίας, όταν υποστηρίζηται ότι η Ορθοδοξία είναι εσωστρεφής, ακοσμική και αδιάφορος διά την ιστορίαν και τον πολιτισμόν.
Ιερώτατοι αδελφοί και τέκνα αγαπητά,
Το Πάσχα δεν είναι απλώς η μεγαλυτέρα εορτή και πανήγυρις των Ορθοδόξων. Ανάστασις είναι όλη η πίστις, σύνολος η εκκλησιαστική ζωή, ολόκληρος ο πολιτισμός της Ορθοδοξίας, η ανεξάντλητος πηγή, εκ της οποίας αντλεί και τρέφεται η εσχατολογική ορμή της ορθοδόξου βιοτής και μαρτυρίας. Εν τη Αναστάσει και εκ της Αναστάσεως γνωρίζομεν οι πιστοί τον αιώνιον προορισμόν μας, ανακαλύπτομεν το περιεχόμενον και την κατεύθυνσιν της αποστολής μας εν τω κόσμω, ευρίσκομεν το νόημα και την αλήθειαν της ελευθερίας μας. Ο κατελθών εν τοις κατωτάτοις της γης και συντρίψας τας πύλας του ‘Αδου και το κράτος του θανάτου, αναδύεται εκ του τάφου ως ελευθερωτής του ανθρώπου και απάσης της κτίσεως. Αυτό το δώρον της ελευθερίας καλείται ο άνθρωπος να αποδεχθή ελευθέρως, εντασσόμενος εις την «κοινότητα της θεώσεως», την Εκκλησίαν, εν τη οποία η ελευθερία είναι θεμέλιον, οδός και προορισμός. Η χριστοδώρητος ελευθερία βιούται και εκφράζεται ως «αληθεύειν εν αγάπη» (πρβλ. Εφεσ. δ’, 15), ως γεγονός κοινωνίας και αλληλεγγύης. «Υμείς γαρ επ᾿ ελευθερία εκλήθητε, αδελφοί. μόνον μη την ελευθερίαν εις αφορμήν τη σαρκί, αλλά διά της αγάπης δουλεύετε αλλήλοις» (Γαλ. ε’, 13). Εν τη Εκκλησία «υπάρχομεν με τον τρόπον της Αναστάσεως», αφορώντες εις την «κοινήν ανάστασιν» εν τη ανεσπέρω ημέρα της Βασιλείας.
Με αυτάς τας σκέψεις, δοξάζοντες εν καθαρά καρδία τον Αναστάντα και «ανατείλαντα πάσι την ζωήν» Κύριον, τον Θεόν «μεθ᾿ ημών» και «υπέρ ημών», τον επαγγειλάμενον έσεσθαι μεθ᾿ ημών μέχρι τερμάτων αιώνος, και αναβοώντες τον πασχάλιον πανευφρόσυνον χαιρετισμόν «Χριστός Ανέστη!», δεόμεθα του πανδώρου Ποιητού και Λυτρωτού του κόσμου, όπως καταυγάζη την ζωήν πάντων ημών διά του φωτός της πανσωστικής Αναστάσεως Αυτού και χαρίζηται τοις πάσι χαράν πεπληρωμένην και πάντα τα σωτήρια δωρήματα, ίνα υμνήται και ευλογήται το πανάγιον και υπερουράνιον όνομα Αυτού».