Απρίλιος
Ταίρι με τον Έρωτα, «χορεύουν και γελούνε». Άνθη και καημοί. Πώς αυτός ο μήνας φέρει άνθη και φέρει θάνατο; Ανθηφόρος. Και θανατηφόρος. Από χιλιετηρίδων ο Θουκυδίδης, με συνείδηση χειροπιαστής αλήθειας, διατύπωσε ότι η ελπίδα και ο έρωτας ευρίσκονται, ενέχονται, σε όλα. Άρα και σε όλους. Προηγείται ο έρωτας και, παραστάτιδα, ακολουθεί η ελπίδα. Ο μπροστάρης και το δεκανίκι του. Και «όντα αφανή», αν και υπάρχουν, αλλά υπάρχουν ως αόρατα, είναι ισχυρότερα από τα ορατά, τα φανερά δεινά. Δηλαδή, ο έρωτας και η ελπίδα είναι «δεινά»; Τότε πρέπει να φανούμε «εν τοις δεινοίς ευέλπιδες». Άρα, η απάντηση στο δεινό «ελπίδα», είναι η ευ-ελπίδα, η καλή ελπίδα. Η ελπίδα ξεπερνιέται με την καλήν ελπίδα. Νομίζω αυτό κρύβει – μαζί και αποκαλύπτει – ο Απρίλιος, ιδία, όταν το Πάσχα, το πέρασμα, είναι ριγμένο στην αγκάλη του. Ελπίδα προ θανάτου. Ευ-ελπίδα μετά θάνατον.
Μ. Δευτέρα
Συναντάω τις πρώτες πρωινές πασχαλιές, στον αφημένο κήπο του απέναντι γυμνωμένου σπιτιού. Γιατί, άραγε, το άφησαν το σπίτι αυτό, μες στο οξύ της λεμονιάς και τη μέθη της πασχαλιάς; Κατηφορίζω. Κάθε Γολγοθάς έχει την κατηφόρα του. Εξαρτάται αν έχεις το βλέμμα ψηλά ή την πλάτη στον Εσταυρωμένο. Προς ώρας τα πόδια σου δεν ίπτανται.
Μ. Τρίτη
Κάπου ανάμεσα στην Κασσιανή και τη Μαρία την Αιγυπτία, κλώθω ιάμβους τοις ώσιν, θάλποντας την ακοή και αντικρίζω με μια ματιά αβύσσους κριμάτων και αμαρτιών. Τί κι αν η ροζ σελήνη ενέσκηψε θεόρατη στο βλέμμα; Αφού η νύχτα δείχνει ασέληνη απ’ το πολύ σκοτάδι. Ασέληνη και ασυγκράτητη. Θα ‘λεγες ηδονική. Περιπεσούσα, μα περιπαίζουσα και περιπεπλεγμένη. Προσφέρει μύρο και προσφέρει τα μαλλιά της. Πόσο ωραία ένδειξη ελπίδας η μετάνοια; Θέλω και φιλείν και φιλείσθαι. Ο έρως γίνηκε πάθος.
Μ. Τετάρτη
Άρχισαν να στεγνώνουν τα Βάγια της περασμένης Κυριακής. Το όξος και η χολή θα τα αφυδατώσουν περισσότερο. Έχουμε χρόνο ακόμη. Μπροστά στον εκπορνευμένο μαθητή, η χθεσινή πόρνη ευαγγελίζεται ελπίδα. Το εναρκτήριο λάκτισμα της προδοσίας είναι καθ’ οδόν μαρτυρίου. Via Dolorosa προς το Όρος των Ελαιών. Δε φθάσαμε ακόμη ως εκεί. Νηστικός, χωρίς δείπνο, ούτε προς την νήψιν. Άσε που πριν αλέκτωρ λαλήσαι, πρέπει χορτάτος να είσαι. Μη και επικαλεστείς την πείνα σου, πριν τρις προδώσεις από δίψα για θάνατο. Θάνατο. Ακόμη δεν είδες πόσο ζωοποιός μπορεί να γίνει ο θάνατος. Σαλεύει μαυρίλα πηχτή. Τόση, που μόνη καταφυγή δείχνει να απομένει το πέρασμα στη λευκότητα της ελπίδας.
Μ. Πέμπτη
Έγινα μάνα για να σκεφτώ τη μάνα. Ανάσα και αναστεναγμός. Μια – δυο γουλιές νερού στο στόμα κι, αντί για νέκταρ, γεύεσαι οξύ. Γονατιστή σήμερα. Έρπουσα. Ποιό ανάστημα και ποιά ελπίδα, εμπρός στην άπω ελπίδα της απελπισίας; Απελπισία ατόφια. Το Παιδί είναι εκεί. Αντί για τη δική μου αγκαλιά, ανάγκη Του η αγκαλιά του πόνου. Ανάγκη, είπα; Λάθος! Εκούσιον είναι το Πάθος. Το Πάθος δε μπορεί να είναι παρά Εκούσιον! Γιατί το Πάθος είναι πάντα επιλογή. Διασχίζει, και την Οδό Ονείρων, και την Via Dolorosa, την Οδό της Θλίψης. Αυτή η οδός, πρός τι μεν ονειρική, πρός τι δε θλιβερή, είναι η μόνη οδός της μετανοίας. Αν το Πάθος ρίξει στους ώμους του την Εντροπή για να ζεσταθεί, το χέρι του Θανάτου θα αρθεί νικηφόρο. Όμως, ο Σταυρός, γυμνό σε κάλεσε. Και από κρύο, και από πόνο. Γυμνό, ολόγυμνο, όσο η ψυχή σου εμπρός στην Εντροπή. Τα σπάργανα, είτε είναι μωρουδιακά, είτε ταφικά, την Ανάσταση δε θα την εμποδίσουν.
Μ. Παρασκευή
Πόσο θα σωπάσω! Το άκουσμα μόνο της εξαντλημένης καμπάνας, βαρύ, αργόσυρτο στον απόηχό του, πένθιμο. Πάθος πεθαμένο ενώπιον Πένθους. Μη φεύγεις! Έλα πάνω στην Άνοιξη. Η Άνοιξη είναι ερχομός, όχι χωρισμός! Η Άνοιξη είναι νόστος. Θα υποκύψω στο άρωμα μιας βιολέτας. Και πάλι το κεράκι μου θα στάξει στο δέρμα, λίγο να με πονέσει, πολύ να μου θυμίσει, περισσότερο να με νουθετήσει: «είναι Μεγάλη Παρασκευή»! Μέσα σου, μην ξεχνάς: κρύβεις και τον προδότη και τον προδομένο». Γι’ αυτό θα βρέξει και φέτος. Μήπως και ξεπλύνει την σκόνη της προδοσίας του Άλλου, να την κάνει έγνοια για τον Άλλον, να πεθάνουμε ξέγνοιαστοι. Πώς αλλιώς θα λάβουμε Φως;
Φεύγω τώρα. Φιλάω τον Σπασμό. Ας με φυλάει ως τον Ασπασμό. Όχι ακόμη τον Τελευταίο!