today-is-a-good-day
18.5 C
Athens

Λύπη

Δέθηκα σ’ έναν κόμπο λύπης, θα γράψει ο ποιητής μας Οδυσσέας Ελύτης, στο ποίημά του «Κλίμα της απουσίας» από τη συλλογή «Προσανατολισμοί». Γι’ αυτό κι εμείς, επειδή είναι πολλά τα πράγματα που μας στενοχωρούν, θα μιλήσουμε για τη λύπη και πολλά άλλα σχετικά με αυτήν.

Γράφει η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα

Ἡ λύπη, τῆς λύπης είναι ένας πόνος σωματικός, μια κακή κατάσταση της ψυχής, η δυστυχία και ο πόνος που αυτή προκαλεί.

Προκύπτει από το ρήμα λυπέω, λυπῶ (= στενοχωρώ) που με τη σειρά του μας δίνει τον λυπηρό, τον αλγεινό. Μάλιστα ο συγγενής στα αρχαία λυπρός ήταν, εκτός από άθλιος και στενόχωρος, εκείνος που δεν είχε γονιμότητα. Το άγονο έδαφος χαρακτηριζόταν λυπρόγεων.

Η ινδοευρωπαϊκή ρίζα *leup -από όπου προέρχεται ο λεκτικός τύπος- έχει να κάνει με το κομματιάζω και συνθλίβω. Άρα η λύπη μάς κάνει κομμάτια, μάς ρίχνει το ηθικό σε τέτοιο βαθμό που δεν μπορούμε να συνέλθουμε. Αρχικά η ρίζα σηματοδοτούσε τα εδάφη που ήταν ακατάλληλα για καλλιέργεια ή χρησιμοποιούνταν ως λέξη για τις ασθένειες. Σε κάθε περίπτωση αναφερόταν σε δυσάρεστα θέματα.

Στα νέα ελληνικά ας δούμε πόση λύπη έχουμε. H λύπη μας μπορεί να είναι μεγάλη, αβάσταχτη, ανείπωτη, απίστευτη, βαθιά ή βαθύτατη που φθάνει τα όρια της οδύνης ή της συντριβής.

Λύπη φέρνει ο έρωτας, τη λύπη την ερωτική, που γιατρεύεται μόνο με έρωτα.

Στη λύπη της απώλειας ευχόμαστε συλλυπητήρια, ενώ κάθε δυσάρεστο έρχεται προς μεγάλη μας λύπη ή το ανακοινώνουμε με λύπη.

Τη λύπη την νιώθουμε, την αισθανόμαστε, τη συμμεριζόμαστε, την εκφράζουμε, την πνίγουμε, την προκαλούμε και την μοιραζόμαστε. Αυτή άλλωστε η μοιρασμένη λύπη είναι μισή λύπη, αντέχεται ευκολότερα.

Στα πανηγύρια ή στις κινέζικες αγορές αγοράζουμε πράγματα που είναι της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη, δηλαδή η λάμψη τους κρατά όσο η χαρά και η ανεμελιά της Κυριακής. Μόλις ξημερώσει η Δευτέρα, φαίνεται η ψεύτική τους όψη.

Τα χρέη χαρακτηρίζονται ως η λυπητερή, γιατί τα υποδεχόμαστε περίλυποι με μεγάλη πικρία, με οδύνη ή με άλλα συνώνυμα της λύπης, με μαράζι,  καημό, βαρυθυμιά, κακοκάρδισμα, δυσαρέσκεια.

Η λύπη γίνεται ντέρτι, σαράκι, φαρμάκι, σπαραγμός, μελαγχολία, κατάθλιψη.

Άλλη λύπη είναι ο οίκτος, η συμπόνια, πονοψυχία, ευσπλαχνία.

Οι λύπες έχουν τα αλεξίλυπα αυτά που τις εμποδίζουν, όπως η ψυχική προετοιμασία γι’ αυτές.

Για τις μεγάλες λύπες ή λυπημούς, όπως τους λέει ο λαός μας, υπάρχουν τα παυσίλυπα, που σταματούν τις λύπες. Η φιλοσοφία της ζωής, η σκέψη της προσωρινότητας του ανθρώπου τον κάνει να εκλογικεύσει τη λύπη και να αντιμετωπίζει τα θλιβερά δίχως να είναι βαρύλυπος και καταλυπημένος και χωρίς να πολυλυπάται.

Μια άλλη λύπη, η περίεργη χαρμολύπη, συνδυάζει τη χαρά και τη λύπη μαζί.  Είναι μια γλυκιά λύπη, αλλά και λύτρωση από κάτι δυσάρεστο.

Οι αρχαίοι μας είχαν τον λυπησιλόγο που προκαλούσε λύπη με τα λόγια του, αλλά και το λυπρόβιο, που ζούσε τόσο άσχημα, ώστε γεννούσε τον πόνο των άλλων. Ο λυπαλγής ήταν τόσο θλιμμένος που, εξαιτίας της λύπης του, πονούσε κιόλας.

Αντώνυμα της λύπης η χαρά, ο ενθουσιασμός, οι πανηγυρισμοί.

*Η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα είναι φιλόλογος και διδάσκει στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ