Τελικά, ως λαός, δεν ξέρουμε τί θέλουμε. Κι αυτό έχει εξήγηση.
Η τελευταία φορά και χρονική περίοδος, που ο Έλληνας ήξερε τί ήθελε, ήταν όταν από το μηδέν έφτιαχνε αυτό που ήθελε. Τον Χρυσούν Αιώνα του Περικλέους. Όταν η γεωμορφία του τόπου και οι πρώτες ύλες της γης, του αέρα και της θάλασσας, αναζήτησαν την λάξευσή τους μέσα από έναν και μόνον αλγόριθμο: τον ελληνικό νού. Σε τίποτα από τα επιτεύγματα της εποχής εκείνης δεν ανευρίσκεται η ελάχιστη μιμητική πρόθεση, ή έστω μια κάποια απομιμητική διάθεση. Το μυαλό συνέθετε και δεν ανέλυε. Σχεδίαζε και εκτελούσε. Δεν αποδομούσε για να αντιληφθεί. Δεν ονόμασε τυχαία ο Le Corbusier τον ελληνικό πολιτισμό ένα «ορθογώνιο τρίγωνο, που για κορυφή του έχει τον Παρθενώνα». Ακόμη και η λέξη «Παρθενών», άσχετα από την κυριολεκτική της ερμηνεία και τους λόγους, που ονομάστηκε έτσι, ένεκα της θεάρας της Αθηνάς, η σηματοδότηση, λοιπόν, της λέξης «Παρθενών» αποκαλύπτει στο φως των αιώνων τη λάμψη ενός ερωτικού εναρκτήριου λακτίσματος στη ζωή. «Εν αρχή ην η παρθενία» για να κυοφορηθεί και να γεννηθεί και να θαλλεί ένας μεγάνωρ πολιτισμός. Αλλά, ο Χρυσούς Πολιτισμός, για να διαπρέψει και να διαιωνιστεί, έχει ανάγκη απτή από έλλογα πεπολιτισμένα και, ας μου επιτραπεί, ελεύθερα κατά το εφικτόν στηρίγματα. Για τον Ελληνικό λαό, για τον Ελληνικό πολιτισμό (κάποιοι άλλοι θα έλεγαν για τον Ελληνικό Ελληνισμό), αυτό δεν ήταν εις το διηνεκές εφικτό.
Έτσι, φθάσαμε ιστορικά στην εθνική μας αιματηρή φάπα, διάρκειας τεσσάρων αιώνων, όταν «όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Ε, με φάπα πολιτισμός δε μεγαλουργεί! Μόνο διασώζεται. Κι αυτό επειδή το ένστικτο του Έλληνα νησιώτη και του Έλληνα νομά και του Έλληνα ηπειρώτη (με τη γεωγραφική του όρου έννοια) λειτουργούσε με ασφάλεια και σθένος μέσα στα ξανοίγματα της Ιστορίας, που κάποια στιγμή κατέληξαν στην επαναστατική εθνεγερσία του 1821. Ο ΄Ελληνας γεννήθηκε ως κοσμοπολίτης Ευρωπαίος. Οι ρίζες του βρίσκονται καταχωνιασμένες σε αρχαία χώματα διαποτισμένα με την έγνοια της δημιουργίας και της ανακάλυψης κανόνων αναλλοίωτων. Κι αυτό καταδεικνύεται σθεναρά στις περιπτώσεις εκείνων των Ελληνοτραφέντων Ελλήνων, που δεν ήταν Ελλαδίτες, αλλά διέπρεπεψαν ως Αιγυπτιώτες και Μικρασιάτες και Βιεννέζοι και Λειψίοι. Διότι δεν κουβαλούσαν μέσα τους τα 400 χρόνια απολίτιστης φάπας. Αλλά, κουβαλώντας στα κύτταρά τους την ελληνική ταυτότητα και την ελληνική ελευθερία, το «εύψυχον» και χάρις σε αυτό το «εύδαιμον», άνθισαν φυόμενοι σε δομές και θεσμούς αυθεντικά Δυτικούς.
Ο κακομοίρης ο Έλληνας, που γονιδιακά είναι κοσμοπολίτης Ευρωπαίος, κατήντησε ραγιάς ενός «παράωρου»[1] ελλαδικού κρατιδίου, που του φόρεσαν με το στανιό σαν μπερέ βαυαρέζικο. Κι ύστερα το βαυαρικό μπερέ διαδέχτηκε αυτός των εμφυλίων διχασμών. Έφθασε ο Έλληνας να αυτολησμονηθεί και να επιδοθεί σε παθιασμένες αντιπαραθέσεις με τον ίδιο του τον εαυτό, για να καταφέρει ό,τι ακριβώς καταφέρνει το φίδι τρώγοντας την ουρά του.
Κι έφθασε μια μέρα που ο Έλληνας έγινε προς τι μεν αριστερός, προς τι δε δεξιός και καθ’ ολοκληρίαν αμνήμων. Πάγωσε τότε ο Έλληνας, ψιθυρίζοντας «μολών λαβέ». Δεσμεύτηκε σε μνημόνια, όταν ένα και μόνο μνημόνιο τού χρειάζεται για να σωθεί και να διαπρέψει: αυτό της Μνημοσύνης. Αυτό της Μνημοσύνης και της ελληνικής Αλήθειας, αυτής που σε απομακρύνει από την λήθη. Γιατί «την αλήθεια τη φτιάχνει κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα»[2]. Το πρόβλημα στην περίπτωση μας, την των Ελλήνων μοναδική περίπτωση, είναι ότι φτιάξαμε το ψέμα, νομίζοντας ότι χρειαζόμαστε μιαν άλλη αλήθεια από αυτήν που ήδη μας είχε χαριστεί από την Ιστορία ως κληροδότημα ανεκτίμητο.
Επιτρέψαμε να γίνουμε αμνήμονες και να αγαπήσουμε το ψέμα – ως λήθη – και να καταντήσουμε «χρήσιμοι ηλίθιοι» για εκείνους που μας έπεισαν ότι χρειαζόμαστε δάνειες δυνάμεις. Μια χαρά δυνάμεις ίδιες έχουμε. Η απειροελάχιστη, ταυτόχρονα και μεγίστη, απόδειξη, είναι αυτή του brain drain. Είναι η 35χρονη και ο 36χρονος ιατροί σε κέντρο της Ελβετίας που με δύο ρομποτικά σφαιρίδια, σήμερα, κατορθώνουν να σκοτώσουν τον καρκίνο.
Δεν έχει, λοιπόν, μεγάλη ισχύ ο ακατάσχετος γέλωτας που, πράγματι, προκαλεί η ταύτιση του Έλληνα Πρωθυπουργού με την Πρωταπριλιά. Δεν είναι αρκετά ισχυρή η διακωμώδηση της κυβερνώσας αριστεροσύνης, που, αργυρώνητη, ξεπουλήθηκε στην λαγνεία της εξουσίας. Αυτά είναι πταίσματα και κακέκτυπα από αλλού φερμένα και απόνερα μιας οικειοθελούς αυτοπαράδοσης στο τίποτα.
Τελικά, δεν ξέρουμε τί θέλουμε. Ναι! Κι αυτό είναι υπέροχο! Αν το μετασχηματίσουμε σε εφαλτήριο για να καταδυθούμε στον ίδιο μας τον Εαυτό. Οι απαντήσεις για το «άχθος αρούρης» ελληνικής, για το βάρος της ελληνικής γης, που μέσα μας όλοι κουβαλάμε, είναι εκεί και μας περιμένουν. Γιατί ο δικός μας Εαυτός είναι από τη γέννα του φτιαγμένος να συνθέτει. Όχι να αναλύει. Και να δημιουργεί. Όχι να αυτοκαταστρέφεται. Ε, και λίγη απελπισία, αλλά πασπαλισμένη με συνέπεια[3], δε βλάπτει!
[1] «Παράωρος»: κρητικός ιδιωματισμός, ο πριν την ώρα του, άρα, αυτός που είναι εκτός τόπου και χρόνου, ταυτόχρονα ο κακοφτιαγμένος
[2] «Σηματολόγιον», Οδ. Ελύτης, Εκδ. «ύψιλον»
[3] Η φράση «να απελπιστούμε με συνέπεια» ανήκει στον Χρήστο Γιανναρά