Δυσοίωνη η έκθεση του Economist Intelligence Unit, η οποία γνωστοποιείται μέσω του Bloomberg για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την ανάταξη της Ελληνικής κοινωνίας Ο EIU προβλέπει αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ με μέσο ετήσιο ρυθμό 1,3% για την περίοδο 2019-2050. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός θα είναι 1,8% για την περίοδο 2019-2030, για να επιβραδυνθεί στο 0,9% την περίοδο 2031-2050. Αυτή η προβολή αντικατοπτρίζει την γενικότερη αρνητική επίπτωση των δημογραφικών τάσεων μεταξύ των δύο περιόδων, ιδιαίτερα της συρρίκνωσης του ενεργού πληθυσμού, που με τα χρόνια καθίσταται σημαντικότερη. Μια εύλογη παραγωγικότητα και αύξηση παγίων θα υποστηρίξει την εξακολούθηση της οικονομικής επέκτασης την περίοδο 2019-2050, αντισταθμίζοντας την αρνητική συμβολή της εργασίας στο ΑΕΠ από το 2030 και έπειτα.
Αρκετοί είναι οι παράγοντες θα συγκρατήσουν την δυνητική μακροπρόθεσμη αύξηση του ΑΕΠ στην Ελλάδα. Οι οικονομία έχει σειρά σοβαρών διαρθρωτικών αδυναμιών που θα παρεμποδίζουν την ανάπτυξη κατά τις περιόδους 2019-2030 και 2031-2050. Ειδικότερα, η υποχώρηση κάτω από το 65% των πραγματικών παγίων την περίοδο 2008-2018 θα υπονομεύσει μακροπρόθεσμα την ικανότητα της οικονομίας να παράγει ανάπτυξη. Τα αγροτικά προϊόντα, η ανανεώσιμη ενέργεια, ο τουρισμός και η ναυτιλία θα παραμείνουν οι κύριοι εξαγωγικοί τομείς, ωστόσο η επιτυχία τους, καθώς και άλλων τομέων, θα εξαρτηθεί από την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας εντός της ευρωζώνης . Η αισθητή επιδείνωση του δημογραφικού προφίλ θα έχει ως αποτέλεσμα όλο και λιγότερες ευκαιρίες για την αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού. Ο ενεργός πληθυσμός θα μειώνεται σταθερά την περίοδο 2019-2050, παρά την αυξημένη μετανάστευση. Το προσδόκιμο ζωής είναι υψηλό χάρη στις καλές συνθήκες διαβίωσης και τις προδιαγραφές υγείας (μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον).
Ο ρυθμός των γεννήσεων αναμένεται να παραμείνει κάτω από τα επίπεδα φυσικής αντικατάστασης των γενεών. Από το 2012 και έπειτα, το ποσοστό των θανάτων υπερβαίνει σταθερά το ποσοστό των γεννήσεων. Η Ελλάδα είναι γεωγραφικά απομακρυσμένη από την αγορά της ΕΕ, αν και λιγότερο μετά την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας το 2007. Η Ελλάδα θα εξακολουθήσει μέσω έργων υποδομής (με χρηματοδοτική συμμετοχή της ΕΕ) να βελτιώνει την σύνδεσή της με τα κράτη της Νότιας Βαλκανικής, όπως η Αλβανία, η Β. Μακεδονία και η Βουλγαρία. Με την προϋπόθεση να βελτιωθεί η πολιτική και οικονομική σταθερότητα στην περιοχή, η βελτιωμένες μεταφορικές συνδέσεις με χώρες προς βορρά αναμένεται να προσελκύσει επενδύσεις από ξένες επιχειρήσεις που θα θελήσουν να εγκατασταθούν στη ΝΑ Ευρώπη.
Οι σχέσεις της Ελλάδας και της ΕΕ με την Τουρκία θα επηρεάσουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της χώρας. Οι σχέσεις με την Τουρκία έβαιναν βελτιούμενες από το 1999, άρχισαν όμως να επιδεινώνονται την περίοδο 2016-2018 εξαιτίας του Κυπριακού και της υπόθεσης των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών που κατέφυγαν στην Ελλάδα.
Οι σχέσεις θα παραμείνουν ασταθείς και δεν αναμένουμε πρόοδο στην επίλυση του Κυπριακού. Όσον αφορά την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας, πρόβλεψή μας είναι πως η χώρα δεν πρόκειται να ενταχθεί στην ΕΕ, όπως αυτή είναι διαμορφωμένη σήμερα. Πάντως αναμένουμε ότι οι εμπορικές σχέσεις και οι επενδύσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα παραμείνουν θετικές σε γενικές γραμμές. Η Ελλάδα έχει μια καλά εδραιωμένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Ωστόσο, η πολιτική σταθερότητα θα υπονομευτεί από αδύναμη διακυβέρνηση και την συνεχή διάβρωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στα παραδοσιακά κόμματα και στο ΣΥΡΙΖΑ, που απογοήτευσε πολλούς από αυτούς που τον ψήφισαν το 2015. Ένα νέο μεταναστευτικό κύμα προς την Ευρώπη μέσω της βαλκανικής οδού εξαιτίας πολέμων και κατάρρευσης κρατών στη Μέση Ανατολή είναι πιθανό να απειλήσει την κοινωνική σταθερότητα.
Η αποτελεσματικότητα των θεσμών θα βελτιωθεί ελαφρά την περίοδο 2019-2050, όμως η πρόοδος θα περιορίζεται από την διάχυτη διαφθορά και τις αντιστάσεις της γραφειοκρατίας στις αλλαγές. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας θα είναι αποσπασματικές και θα φέρουν μόνο μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.