Πρώτη εβδομάδα της άνοιξης και μία εβδομάδα μετά τα Όσκαρ και οι εταιρίες διανομής απαντούν στην πτώση των εισιτηρίων, που παρατηρείται το τελευταίο διάστημα και ειδικά το τελευταίο επταήμερο, ανεξήγητα με δέκα ταινίες, που μπορεί να έχουν λίγο πολύ το ενδιαφέρον τους, αλλά σίγουρα δεν θα μαγνητίσουν την προσοχή των κινηματογραφόφιλων.
Βεβαίως υπάρχει η ταινία επιστημονικής φαντασίας με την πρώτη υπερηρωΐδα «Captain Marvel» που απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά στο πολυπληθές νεανικό εφηβικό κοινό. Από κει και πέρα ξεχωρίζουν το δράμα «Ένα Όμορφο Αγόρι» και η περιπέτεια εποχής «Ο Τυχοδιώκτης του Παρισιού», με κεντρικό πρόσωπο ένα λαϊκό – σούπερ – ήρωα, μιας άλλης εποχής και μιας διαφορετικής κουλτούρας. Επίσης, αξίζουν σίγουρα ένα βλέμμα οι ταινίες «Αδέλφια εξ’ Αίματος» και «Παύση» της Κύπριας Τώνιας Μισιαλή, αλλά και τα ντοκιμαντέρ «Make the Economy Scream» του Άρη Χατζηστεφάνου και το «Iαν ΜακΚέλεν: Ρόλος Ζωής».
«Ένα Όμορφο Αγόρι»
(«Beautiful Boy») Δραματική ταινία, αμερικανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Φέλιξ Φον Γκρόνιγκεν, με τους Στιβ Καρέλ, Τίμοθι Σαλαμέ, Μόρα Τίρνεϊ, Έιμι Ράιαν κα.
Μια δυνατή, ξεχωριστή ταινία για τον εθισμό και τα ναρκωτικά που αφήνει μια πικρή γεύση, παρότι το τέλος προσφέρει μια χαραμάδα αισιοδοξίας. Σε αντίθεση με όλες τις ταινίες του είδους, «Το Όμορφο Αγόρι», που βασίζεται στην αληθινή ιστορία και το αυτοβιογραφικό βιβλίο που είχαν γράψει οι Ντέιβιντ και Νικ Σεφ «Beautiful Boy: A Father’s Journey Through His Son’s Addiction», δεν στηρίζεται στην υπερβολή, στο ακραίο δράμα ή μελόδραμα, στις γνωστές τραγικές εικόνες, ενώ αποφεύγει και την καταγγελτική ρητορεία και το μοίρασμα ευθυνών. Ταυτόχρονα, ο Φέλιξ Φον Γκρόνιγκεν προσεγγίζει το θέμα του με σεβασμό προς τα θύματα των ναρκωτικών, αναδεικνύει το πρόβλημα και το μέγεθός του, στις κατάλληλες διαστάσεις, χωρίς να μεγεθύνει ή να παραμορφώνει προς χάρη του εντυπωσιασμού. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο πρωταγωνιστής του, νεαρός χρήστης, είναι πράγματι ένα καλό παιδί, ευαίσθητο, συνεσταλμένο, «ένα όμορφο αγόρι» που προσπαθεί και δίνει τη μάχη του, παρότι ο εθισμός του είναι ακατανίκητος. Μία ιστορία πολύ κοντά σε αυτές που έχουμε δει και έχουμε ακούσει, που συμβαίνουν δίπλα μας και μάς κάνουν να απορούμε: πως ένα καλό παιδί, από καλό σπίτι, έχει πέσει στην παγίδα των ναρκωτικών;
Σίγουρα, μπορούν να υπάρξουν ενστάσεις τόσο προς την επανάληψη περιστατικών και στη δύσκολη προσπάθεια του παιδιού να ξεφύγει, αν και αυτά είναι τα σημεία που γίνεται κατανοητό το μέγεθος του προβλήματος, όσο και από την αποφυγή του σκηνοθέτη να πάρει θέση για το εμπόριο ναρκωτικών. Αλλά το θέμα της ταινίας δεν είναι τα καρτέλ, ούτε η διαφθορά σε επίπεδο πολιτικής, αστυνομίας κλπ.
Πάντως, ο σκηνοθέτης κρατά με μαεστρία την ισορροπία μεταξύ ενός οικογενειακού και κοινωνικού δράματος, δεν ξεπέφτει σε σκληρές σκηνές που θα σοκάρουν, δεν χάνει την επαφή του με τους χαρακτήρες, που τους έχει δουλέψει σε βάθος και σίγουρα αποτελούν και το δυνατό πλεονέκτημα της ταινίας, κάτι που οφείλεται εν πολλοίς και στους δύο πρωταγωνιστές.
Ο νεαρός Τίμοθι Σαλαμέ δικαίως θεωρείται ένα ανερχόμενο αστέρι, που δεν έχει πρόβλημα να τσαλακωθεί με ρόλους κόντρα στη ροή της εύκολης επιτυχίας και που καταφέρνει, με μία αξιοπρόσεκτη ωριμότητα, να κλέψει τις εντυπώσεις. Από κοντά και ο Στιβ Καρέλ, στο ρόλο του πατέρα, σε μια ερμηνεία, απ’ τις σημαντικότερες της καριέρας του, την οποία είχε αναλώσει σε κωμικούς και ίσως χοντροκομμένους χαρακτήρες.
Μια οικογένεια αντιμέτωπη με τον εθισμό, ένας πατέρας κι ένας γιος που θα ξαναβρούν ο ένας τον άλλον και οι δύο τον εαυτό τους μέσα από μια πάλη με τα ναρκωτικά.
«O Τυχοδιώκτης του Παρισιού»
(«L’ Empereur de Paris») Αστυνομική ταινία εποχής, γαλλικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Ζαν-Φρανσουά Ρισέ, με τους Βενσάν Κασέλ, Όλγα Κιριλένκο, Φρέγια Μάβορ, Ντενίς Μενοσέτ, Φαμπρίς Λουσινί, Ντενίς Λαβάντ κα.
Χορταστική περιπέτεια εποχής, μία γαλλική υπερπαραγωγή, που προσφέρει ένα λουκούλλειο κινηματογραφικό γεύμα, κοντά δυο ώρες καθαρής ψυχαγωγίας. Ένα από τα ατού της ταινίας, το βασικότερο, είναι ο Γάλλος πρωταγωνιστής Βενσάν Κασέλ, ο οποίος μεταμορφώνεται σε έναν λαϊκό ήρωα, που ενέπνευσε τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ, τον Βίκτορα Ουγκό και τον Έντγκαρ Άλαν Πόε. Ένας λατρευτός χαρακτήρας, που βγαίνει από τα βάθη της γαλλικής ιστορίας και φτάνει, όπως συνήθως, στα όρια της μυθολογίας.
Πρόκειται για τον Ευγένιο Φρανσουά Βιντόκ, μία από τις ιστορικές προσωπικότητες, στη Γαλλία του Ναπολέοντα, ένας λαϊκός ήρωας που από πρώην κατάδικος, έγινε σερίφης έχοντας στο ενεργητικό του δυο θρυλικές αποδράσεις από φυλακές υψίστης ασφαλείας.
Σίγουρα μια ταινία που δεν είναι τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο από αυτό που φωνάζει απ’ τη διαφημιστική της αφίσα, δηλαδή ένα ευχάριστο δίωρο, με πολλές περιπέτειες, θεαματικά σκηνικά και κοστούμια εποχής, έναν έξοχο Κασέλ και μπόνους την Όλγα Κιριλένκο..
Στο απόγειο της βασιλείας του Ναπολέοντα, ο Βιντόκ, ο μόνος άνθρωπος που απέδρασε με επιτυχία από δύο φυλακές υψηλής ασφαλείας, είναι ένας θρύλος. Αφού θεωρήθηκε νεκρός μετά από την τελευταία, εντυπωσιακή του απόδραση, ο πρώην κακοποιός κρατάει πια χαμηλό προφίλ, ως ένας απλός έμπορος ρούχων. Το παρελθόν του όμως δεν τον αφήνει ήσυχο, καθώς οι πρώην συγκρατούμενοί του τον κατηγορούν για μια δολοφονία που δεν διέπραξε. Για να αποδείξει την αθωότητα και τις καλές προθέσεις του, κλείνει μια συμφωνία με την αστυνομία: κυνηγά όλους τους κλέφτες και δολοφόνους του Παρισιού με αντάλλαγμα την ελευθερία του. Χωρίς καν να το προσπαθεί, ο Βιντόκ γίνεται, από πρώην κατάδικος, σερίφης.
«Αδέλφια εξ’ Αίματος»
(«Boys Cry») Δραματική αστυνομική περιπέτεια, ιταλικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Νταμιάνο ντ’ Ινοτσέντσο και Φάμπιο ντ’ Ινοζέντσο, με τους Αντρέα Καρπεντζάνο, Ματέο Ολιβέτι, Μιλένα Μαντσίνι, Λούκα Τσινγκαρέτι κα.
Μία ταινία για το έγκλημα, τη μαφία, την οικογένεια, το περιθώριο, την ανδρική φιλία, την προδοσία αλλά και το αδιέξοδο του αίματος. Ή καλύτερα όταν το «Γόμορρα» μεταφέρεται στα προάστια της Ρώμης από τα αδέλφια ντ’ Ινοτσέντσο, δυο νέους αυτοδίδακτους σκηνοθέτες, που κάνουν ένα ελπιδοφόρο ξεκίνημα και άφησαν πολύ καλές εντυπώσεις όταν η ταινία τους προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου.
Το σενάριο, των αδελφών ντ’ Ινοτσέντσο, είναι καλογραμμένο, λιτό, κάνει οικονομία στο συναίσθημα και διαθέτει μία δραματική ειρωνεία, αξιοποιώντας την ιστορία ανόδου και πτώσης των δυο αδελφών και ηρώων της ταινίας, που μέσα στην ελαφράδα της νεότητας και την ασχετοσύνη τους για τον κόσμο του εγκλήματος κι ενώ το μόνο που ζητούσαν ήταν σεξ, χρήματα και την ισχύ των όπλων, τελικά πέφτουν στη λούμπα απ’ την οποία ήθελαν να ξεφύγουν. Ουσιαστικά είναι μία ενηλικίωση μέσα στο έγκλημα, το οποίο μοιάζει για αυτά τα παιδιά ένα παιχνίδι, με την άγνοια κινδύνου. Αυτό όμως που κάνει την ταινία ακόμη πιο ενδιαφέρουσα είναι η ψυχολογία των δύο αδελφών, που περνούν από το χαβαλέ της παρανομίας στο χώρο της βαριάς εγκληματικής δράσης.
Συμπαθητικό το πρωταγωνιστικό δίδυμο, με τους νεαρούς και μέχρι σήμερα άγνωστους, Αντρέα Καρπεντζάνο και Ματέο Ολιβέτι, ενώ εμφανίζεται και ο Λούκα Τσινγκαρέτι, ο διάσημος Μονταλμπάνο της μικρής οθόνης.
Ο Μίρκο και ο Μανόλο, είναι κολλητοί φίλοι από παιδιά. Ζουν και οι δύο σε μονογονεϊκές οικογένειες που δύσκολα τα βγάζουν πέρα, κάπου στα προάστια της Ρώμης. Περνούν τις μέρες τους στη σχολή και τις νύχτες τους κάνοντας βόλτες με το αμάξι, κάνοντας όνειρα για τις γυναίκες, τον έρωτα, τις δουλειές που θα βρουν, τα χρήματα που θα κερδίσουν και μια καλύτερη ζωή που έρχεται. Ένα βράδυ, παρασύρουν άθελά τους, με το αμάξι, έναν άγνωστο πεζό και στη συνέχεια τον εγκαταλείπουν αβοήθητο στην άσφαλτο. Αυτό που δεν γνωρίζουν, είναι ότι στην πραγματικότητα έχουν σκοτώσει έναν πληροφοριοδότη της αστυνομίας και ότι με αυτό τον τρόπο έχουν μόλις εξαργυρώσει μια θέση στην τοπική συμμορία μαφιόζων. Οι ανέσεις που τους εξασφαλίζει το εύκολο χρήμα και οι αυταπάτες μιας ακμάζουσας καριέρας στην πυραμίδα της μαφίας, «μεθούν» τους δύο νέους που πολύ σύντομα θα συνειδητοποιήσουν ότι ο κόσμος του οργανωμένου εγκλήματος δεν είναι η γη της επαγγελίας που αναζητούσαν.
«Captain Marvel»
(«Captain Marvel») Ταινία επιστημονικής φαντασίας, αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Άννα Μπόντεν και Ράιαν Φλεκ, με τους Μπρι Λάρσον, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, Μπεν Μέντελσον, Ντζίμον Χόνσου κα.
Χορταστική ταινία επιστημονικής φαντασίας, με τη Marvel να αποκαλύπτει την πρώτη της υπερηρωίδα, στο πρόσωπο της Καλιφορνέζας Μπρι Λάρσον, προσπαθώντας να ανανεώσει το κάδρο με τους υπερήρωές της. Ένα ακόμη κόμικς στη μεγάλη οθόνη, όπου κυριαρχούν οι χάρτινοι ήρωες, οι εντυπωσιακές μάχες, η τεχνολογία, τα μηνύματα για τον ηρωισμό των Αμερικανών και άλλα σχετικά, που καλό είναι να μπουν στον κόφτη του μυαλού, γιατί αν αρχίσεις να τα παίρνεις στα σοβαρά μπορεί και να σου βγουν από τη μύτη τα ποπ-κορν και το απαραίτητο αναψυκτικό.
Όπως σχεδόν όλα τα φιλμ αυτού του είδους, η ταινία απευθύνεται στο πολυάριθμο νεανικό, εφηβικό κοινό, το οποίο σε μεγάλο βαθμό μπορεί να θέλει να διασκεδάσει κάνοντας πλάκα με το «Captain Marvel», αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι και δεν θα το αποβάλει μαζί με το φούσκωμα των αλμυρών και με τη βοήθεια του ανθρακούχου αναψυκτικού..
Η Κάρολ Ντάνβερς μεταμορφώνεται σε μία από τις πιο ισχυρές ηρωίδες του κόσμου. Όταν ένας μαινόμενος διαγαλαξιακός πόλεμος ανάμεσα σε δύο εξωγήινες φυλές καταλήγει στη Γη, η Ντάνβερς και οι σύμμαχοι της βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα.
«Ο Κορσικανός»
(«A Violent Life») Δραματική περιπέτεια, γαλλικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Τιέρι ντε Περετί, με τους Ζαν Μικελαντζελί, Ανρί-Νοέλ Ταμπαρί, Σεντρίκ Απιετό κα.
Η ταινία αυτή του Περετί αποτελεί ακόμη μια χαμένη ευκαιρία για να κοιτάξουμε πίσω και να φωτίσουμε την ιστορία και τα τεράστια προβλήματα, που προέκυψαν από το στήσιμο των κρατών, το μοίρασμα εδαφών, το που θα πάει ο πλούτος και ποιοι τόποι θα ξεζουμιστούν, σύμφωνα με τα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα στους προηγούμενους αιώνες και που είχαν ως αποτέλεσμα την καταπίεση λαών και εθνοτήτων. Να μιλήσει για τη βαριά και ένοχη κληρονομιά της Ευρώπης, που ακόμη και μετά από δυο τρεις αιώνες προκαλεί προβλήματα, εντάσεις, ακόμη και σφαγές.
Και είναι μια χαμένη ευκαιρία για έναν ακόμη λόγο, διότι ο Περετί (Les Apaches»), ο οποίος θέλει να καταδείξει τις ολέθριες επιπτώσεις που είχαν τα εθνικιστικά κινήματα στη γενέτειρά του, μπορεί να γνωρίζει το πρόβλημα, αλλά μάλλον θεωρεί ότι το γνωρίζει ακόμη καλύτερα ο θεατής, ο οποίος μπερδεύεται και από τις πολλές λεπτομέρειες που συγχέονται με τις πληροφορίες για τον ήρωά του και τον περίγυρό του και αδυνατεί να κατανοήσει στο τέλος το μέγεθος του ζητήματος που θέλει να θίξει η ταινία. Παράλληλα, ο ήρωάς του, ο Στεφάν, που ξεκινά ως ένας συντηρητικός βιβλιοφάγος για να μεταμορφωθεί σε έναν ιδεολόγο ριζοσπάστη, μαχητή για την ανεξαρτησία του τόπου του, δεν είναι πειστικός, δημιουργώντας ένα χαρακτήρα στα όρια της καρικατούρας.
Κορσική, δεκαετία ’90, ένα πεδίο πολύ βίαιων εθνικιστικών συγκρούσεων, που στόχο είχαν την αυτονόμηση του νησιού από τον έλεγχο της Γαλλίας. Δεκάδες νεκροί και ένα νησί παραδομένο στη βία. Ο θάνατος ενός παλιού συντρόφου, ξυπνά μνήμες στον Στεφάν και συνειδητοποιεί όλα όσα τον μεταμόρφωσαν από έναν νέο άνθρωπο της μεσαίας τάξης, γεμάτο όνειρα και σχέδια για το μέλλον σε έναν ριζοσπαστικό, ακτιβιστή επαναστάτη, που περνάει τη ζωή του μόνιμα καταδιωκόμενος. Η απόφαση στο δίλημμα να παραστεί ή όχι στην κηδεία του συντρόφου του στο νησί όπου είναι καταζητούμενος, είναι αυτή που θα καθορίσει το υπόλοιπο της ζωής του.
«Το Μυστικό της Ασημένιας Λίμνης»
(«Under the Silver Lake») Ταινία μυστηρίου, αμερικανικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Ρόμπερτ Μίτσελ, με τους Άντριου Γκάρφιλντ, Ράιλι Κέο, Τόφερ Γκρέις, Τζίτζι Σίμπσον κα.
Μέτρια δεν τη λες, ούτε καλή. Ούτε αδιάφορη. Μάλλον παράξενη. Nαι, είναι μια παράξενη ταινία μυστηρίου και περιπλάνησης, ένα νέο-νουάρ που παίζει με το σουρεαλισμό έχοντας ως φόντο το Λος Άντζελες του αλλόκοτου κι ενός πλήθους που ζει παράπλευρα τον θολό μύθο του Χόλυγουντ.
Είναι ένα φιλμ για το οποίο πιστεύεις ότι ο σκηνοθέτης θέλει να πει κάτι πέρα από τα συνηθισμένα, κάτι σπουδαίο, αλλά τελικώς χάνεται κι αυτός στην περιπλάνηση και βυθίζεται στον πυθμένα μιας χαοτικής πισίνας, ακολουθώντας τον ήρωά του στο δρόμο της καθυστερημένης ενηλικίωσής του.
Ένας ήρωας, γύρω στα 30 και κάτι, που ζει από το χαρτζιλίκι που του στέλνει η μαμά του. Είναι μούχλας, ράθυμος, νωχελικός, μοιάζει με κομμένη κρεμ καραμελέ, που χαλβαδιάζει τις γειτόνισσες και τελικά κολλάει με μια νεαρά καλλονή, που κάνει τις βουτιές της στην κοινόχρηστη πισίνα του συγκροτήματος κατοικιών που ζει. Η κοπέλα θα εξαφανιστεί και η αναζήτησή της θα του γίνει εμμονή. Προσπαθώντας να την εντοπίσει, θα ακολουθήσει περίεργους δρόμους, θα έρθει αντιμέτωπος με γρίφους, που πρέπει να λύσει και υποψίες συνωμοσίας, αλλά θα διαπεράσει και όλη την ποπ κουλτούρα και τους μύθους του Λος Άντζελες, μπαινοβγαίνοντας σαν αόρατος γκεστ σε ατελείωτα πάρτι στα οποία συχνάζει η παρέα της κοπέλας που ψάχνει. Μια περιπλάνηση, που έχει μια πλάκα, διαθέτει μια γοητεία, αλλά τελικά δημιουργεί κι ένα περίπου ευχάριστο βέρτιγκο, που σε κάποιους θα εξελιχθεί σε μια άσκοπη ζαλάδα.
Ο πρωταγωνιστής Άντριου Γκάρφιλντ, μπαίνει στο ρόλο με κέφι, δείχνει να το διασκεδάζει, αν και μερικές φορές νομίζεις ότι προτιμά να πάει για μπύρες με τον σκηνοθέτη, παρά να ξαναγυρίσει μια όχι και τόσο πετυχημένη λήψη…
Ο Σαμ είναι ένας απογοητευμένος 33χρονος που βρίσκει μια μυστηριώδη γυναίκα, την Σάρα να «πλατσουρίζει» στη κοινόχρηστη πισίνα του συγκροτήματος που κατοικεί. Όταν αυτή εξαφανίζεται, ο Σαμ ξεκινάει μία αναζήτηση στο Λος Άντζελες για να ανακαλύψει το μυστικό που κρύβεται πίσω από την εξαφάνιση της. Ξαφνικά βρίσκεται χαμένος στα πιο ζοφερά και μυστηριώδη βάθη της παρανομίας του Λος Άντζελες.
«Make the Economy Scream»
Ντοκιμαντέρ, ελληνικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Άρη Χατζηστεφάνου.
Ενδιαφέρον χειροποίητο ντοκιμαντέρ του Άρη Χατζηστεφάνου, που με αφορμή την Βενεζουέλα, μιλά για τις μορφές προπαγάνδας και ανατροπής καθεστώτων, από τη Λατινική Αμερική μέχρι και την καρδιά της Ευρώπης. Όπως υποστηρίζει και ο δημιουργός του φιλμ «είναι και μια κλεφτή ματιά σε εκείνα τα τμήματα της ευρωπαϊκής αριστεράς, που συνήθισαν να ονομάζουν σοσιαλισμό τον κεϊνσιανισμό και ύστερα να προδίδουν ακόμη και αυτόν για χάρη του νεοφιλελευθερισμού. Είναι όμως και ένα ψυχογράφημα όσων τρέμουν κάθε οικονομικό μοντέλο που αμφισβητεί την οικονομική ορθοδοξία τους».
Η Βενεζουέλα, μια χώρα πλούσια σε πετρέλαιο, βρίσκεται στα πρόθυρα οικονομικής κατάρρευσης και αυτό η Ουάσινγκτον το θεωρεί μέγιστη απειλή για την εθνική της ασφάλεια, ενώ διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία και τηλεοπτικά δίκτυα διοχετεύουν μισές αλήθειες και ψεύδη για μια ακόμη φορά. Όπως πχ για τα πυρηνικά του Σαντάμ, που αποδείχθηκε ένα ψέμα που βόλευε το καθεστώς των ΗΠΑ, προκειμένου να κάνει έναν αιματηρό πόλεμο. Έτσι απλά.
Ένας Έλληνας δημοσιογράφος ταξιδεύει στη Βενεζουέλα προσπαθώντας να καταλάβει γιατί οι πολιτικοί της χώρας του ασχολούνται με το αν υπάρχει χαρτί υγείας στο Καράκας. Με συνεχείς διαδρομές από τις παραγκουπόλεις της πρωτεύουσας μέχρι τα σύνορα της Κολομβίας και πίσω στην Ευρώπη, ανακαλύπτει μια διαφορετική πραγματικότητα από αυτήν που περιγράφουν τα ελληνικά και τα διεθνή ΜΜΕ.
«Κάθε Χίλια Χρόνια»
(«Vision») Δραματική ταινία, ιαπωνικής και γαλλικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Ναόμι Καουάσε, με τους Μασατόσι Ναγκάσε, Ζιλιέτ Μπινός κα.
Ευγενικές προθέσεις, σημαντικά φιλοσοφικά ερωτήματα και υπαρξιακή αγωνία για έναν κόσμο που πάει κατά διαόλου, με τη συγκατάθεσή μας, όπως υποστηρίζει και η Ναόμι Καουάσε. Όμως αυτή η άκρως ενδιαφέρουσα άποψη, πολλές φορές χάνεται σε μια ηθελημένη χαλαρότητα και μία εμμονή στα υπέροχα φυσικά τοπία, που συνοδεύονται από εφηβικούς υπότιτλους του τύπου «έτσι που φυσάει ο άνεμος, έτσι που λυγίζουν τα δέντρα» ή «η αρμονία ανάμεσα στη βροχή και το φως» και που μπερδεύονται υπερβολικά με τα περιβαλλοντικά μηνύματα και την κουλτούρα της αφθονίας.
Όλα αυτά μάλλον θα ενοχλήσουν τον θεατή, ειδικά αυτόν που δεν γοητεύεται από τη μυστικιστική εμπειρία και το ονειρώδες.
Επιπλέον, η απουσία ενός στιβαρού ή έστω προσεγμένου σεναρίου και η σύγχυση της σκηνοθέτιδας δημιουργούν την αίσθηση ότι έχεις να κάνεις με ένα ξεκουρδισμένο πιάνο, που μπορεί να έχει απάνω του απλωμένες τις καλύτερες μελωδίες, αλλά φυσικά είναι αδύνατο να βρει ρυθμό, να δώσει τον τόνο, να βγάλει αισθήματα, να επιταχύνει τους παλμούς της καρδιάς.
Όπως είναι λογικό, η ταινία στηρίζεται στην Ζιλιέτ Μπινός, η οποία, όμως, ότι και να κάνει δεν μπορεί να γυρίσει το παιχνίδι και να κερδίσει το στοίχημα με τον θεατή.
Η Ζαν ταξιδεύει στην Ιαπωνία αναζητώντας ένα σπάνιο ιαματικό φυτό που, σύμφωνα με το θρύλο, εμφανίζεται μια φορά κάθε 997 χρόνια υπό σπάνιες συνθήκες. Στο ταξίδι της συναντά τον Τόμο, έναν δασοφύλακα, που τη συνοδεύει στην αναζήτησή της και τη βοηθάει να ανατρέξει στο παρελθόν της. Είκοσι χρόνια πριν, στο ίδιο δάσος, στο οποίο ελπίζει να βρει το θεραπευτικό φυτό, η Ζαν ερωτεύτηκε για πρώτη φορά.
«Παύση»
Δραματική ταινία, παραγωγής Κύπρου και Ελλάδας του 2018, σε σκηνοθεσία Τώνιας Μισιαλή, με τους Στέλα Φυρογένη, Ανδρέας Βασιλείου, Πόπη Αβραάμ, Andrey Pilipenko, Μάριος Ιωάννου, Προκόπης Αγαθοκλέους, Μαρίνα Μανδρή, Τζωρτζίνα Τάτση.
Ακόμη μία γυναικεία ταινία, μετά τη δημιουργία του Νίκου Λαμπότ, «Η Δουλειά της», που είδαμε την προηγούμενη εβδομάδα, αυτή τη φορά σκηνοθετημένη από την πρωτοεμφανιζόμενη Τώνια Μισιαλή.
Η «Παύση», που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, μιλά για τα αδιέξοδα και τις υπαρξιακές αγωνίες μίας καταπιεσμένης γυναίκας στην κρίσιμη μέση ηλικία, που θέλει να κάνει μια επανεκκίνηση στη ζωή της, να αλλάξει δρόμο και να ικανοποιήσει τις άσβεστες επιθυμίες της.
Η ηρωίδα της, ένας οικείος χαρακτήρας, που μεγάλωσε σε μία πατριαρχική κοινωνία, όπου οι γυναίκες ζούσαν στο περιθώριο έχοντας ως βασικό σκοπό στη ζωή τους να υπηρετούν σύζυγο και παιδιά, δηλαδή, μία από τις χιλιάδες γυναίκες σε όλο τον κόσμο, προσπαθεί να ξεφύγει με τη φαντασία της, εκεί όπου βρίσκει τον έρωτα, το πάθος, αλλά και το θάρρος και τη δύναμη, που δεν βρίσκει στην πραγματικότητα. Στο τέλος, ούτε η ίδια θα καταλάβει ποια είναι η αλήθεια και ποια η φαντασία, ξαναγυρνώντας στο αδιέξοδο απ’ όπου ξεκίνησε. Παρά τις αφηγηματικές αδυναμίες της ταινίας και την απουσία ενός καμβά που θα βάλει το θέμα της, τον βασικό της προβληματισμό, η Μισιαλή, κάνει ένα ελπιδοφόρο ντεμπούτο και είναι στο χέρι της να κάνει το επόμενο βήμα της.
Η Στέλα Φυρογένη, καταφέρνει να μπει στο ρόλο και να δώσει μια αξιόλογη ερμηνεία, παρότι είναι εμφανής η επιρροή της από το θέατρο, στο οποίο έχει μακρά πορεία.
Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να δραπετεύσει από τη δυστυχία ενός καταπιεστικού γάμου χωρίς αγάπη, η Ελπίδα βρίσκει καταφύγιο σε έναν φανταστικό κόσμο εκδικητικής βίας. Σύντομα, φαντασία και πραγματικότητα συγχέονται.
«Iαν ΜακΚέλεν: Ρόλος Ζωής»
(«McKellen: Playing The Part») Ντοκιμαντέρ, βρετανικής παραγωγής του 2017, σε σκηνοθεσία Τζο Στίβενσον.
Ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του ιδιαιτέρως καλού καρατερίστα και άξιο εκπρόσωπο της βρετανικής σχολής Ίαν ΜακΚέλεν, που διέπρεψε στο θέατρο ως σαιξπηρικός ηθοποιός, αλλά έγινε παγκοσμίως γνωστός από τη συμμετοχή του στην τριλογία «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών».
Έχει τιμηθεί πολλές φορές με τα βραβεία «Λόρενς Ολίβιε» και «Έμμυ» και Τόνι», ενώ από το 1991 έχει χριστεί «σερ» για την προσφορά του στις τέχνες και το θέαμα.
Το καλοδουλεμένο ντοκιμαντέρ, που έχει βασιστεί σε μια 14ωρη συνέντευξη του 80χρονου σήμερα ΜακΚέλεν, είναι ένα ταξίδι στις σημαντικές στιγμές της ζωής του, από την πρώιμη παιδική του ηλικία και τη λατρεία του στο θέατρο ως την απαιτητική καριέρα του, που τον έθεσε υπό το φως της δημοσιότητας για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Μέσω πληθώρας φωτογραφιών από το προσωπικό αρχείο του ΜακΚέλεν και κινηματογραφικά ανακατασκευασμένων σκηνών, γινόμαστε μάρτυρες της λάμψης αυτού του ακατέργαστου ταλέντου μέσα από την ένταση, τη διαφορετικότητα και την αφοσίωση.