«Η κυβέρνηση δεν έχει να προσφέρει κάτι ουσιαστικά θετικό στη χώρα» εκτιμά, στη συνέντευξή του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο τομεάρχης Οικονομικών της ΝΔ, Χρήστος Σταϊκούρας συμπληρώνοντας ότι «όσο πιο γρήγορα κλείσει η προεκλογική περίοδος, παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις για εξάντληση της τετραετίας, τόσο το καλύτερο για τη χώρα».
Αναφερόμενος στη ΝΔ, ο κ. Σταϊκούρας σημειώνει ότι «αποτελεί το πλέον σταθερό και στιβαρό ιδεολογικοπολιτικά κόμμα της χώρας» και υπογραμμίζει πως «στο ιστορικό δίπολο, κεντροδεξιά ή αριστερά, η πρώτη υπερτερεί της δεύτερης στη διαχρονική προσφορά της στην πρόοδο του τόπου».
Ο τομεάρχης Οικονομικών της ΝΔ, στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ασκεί κριτική στην κυβέρνηση και για την αύξηση του κατώτατου μισθού και για την έξοδο στις αγορές λέγοντας ότι «η μεν αύξηση του κατώτατου μισθού έπρεπε να έχει ήδη εφαρμοστεί από το 2017 η δε έξοδος στις αγορές έγινε έναν ολόκληρο χρόνο μετά την τελευταία έξοδο με κόστος πολύ υψηλότερο έναντι άλλων χωρών που ολοκλήρωσαν προγράμματα στήριξης».
Τέλος για το πρόβλημα των κόκκινων δανείων ο κ. Σταϊκούρας δηλώνει στο Πρακτορείο ότι «η κυβέρνηση οφείλει να καταλάβει έστω και με καθυστέρηση ότι δεν μπορεί να είναι απλά σχολιαστής μιας προβληματικής κατάστασης -ανακινώντας άστοχα ζητήματα μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης- αλλά να αναλάβει πρωτοβουλίες αντιμετώπισης του προβλήματος».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του τομεάρχη Οικονομικών της ΝΔ, Χρήστου Σταϊκούρα, στην Ευτυχία Αδηλίνη για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
Ερ.: Κύριε Σταϊκούρα, η Κυβέρνηση αμέσως μετά την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών προχώρησε σε δύο κινήσεις. Την αύξηση του κατώτατου μισθού και την έξοδο στις αγορές. Καταρχήν, θεωρείτε επιτυχείς και στη σωστή κατεύθυνση τις δύο παραπάνω κινήσεις και, δευτερευόντως, οι κινήσεις αυτές δεν δημιουργούν ένα θετικό κλίμα καθώς η οικονομία είναι πρωτίστως ψυχολογία;
Απ.: Και οι δύο αυτές κινήσεις καθυστέρησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η μεν αύξηση του κατώτατου μισθού έπρεπε να είχε ήδη εφαρμοστεί από το 2017, όπως προέβλεπε σχετικός νόμος που είχε θεσπίσει, από το 2013, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, τον οποίον και είχε καταψηφίσει ο δήθεν «φιλεργατικός» ΣΥΡΙΖΑ. Η δε έξοδος στις αγορές έγινε έναν ολόκληρο χρόνο μετά την τελευταία έκδοση, με κόστος δανεισμού πολύ υψηλότερο έναντι αυτού άλλων χωρών που ολοκλήρωσαν προγράμματα στήριξης, όπως είναι η Πορτογαλία και η Κύπρος. Αυτές οι κινήσεις δεν είναι ικανές να αλλάξουν το υφιστάμενο κλίμα ασφυξίας και μιζέριας στη οικονομία, αφού η παραλυτική στασιμότητα, με ευθύνη της Κυβέρνησης, εξακολουθεί να υφίσταται.
Ερ.: Η Νέα Δημοκρατία προτίθεται να στηρίξει όποια, περαιτέρω, θετικά μέτρα φέρει η Κυβέρνηση;
Απ.: Η Νέα Δημοκρατία, όπως έκανε και κατά το παρελθόν, θα αξιολογήσει τα όποια μέτρα με γνώμονα το βραχυπρόθεσμο και μεσο-μακροπρόθεσμο συμφέρον της χώρας, της οικονομίας και της κοινωνίας, και στη συνέχεια θα τοποθετηθεί. Πάντως η Νέα Δημοκρατία δεν είναι ΣΥΡΙΖΑ.
Ερ.: Ωστόσο, τα όποια θετικά μέτρα έχουν ληφθεί ή ληφθούν επιπλέον θα επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα καθώς τα θέματα της οικονομίας και της καθημερινότητας είναι αυτά που απασχολούν πρωτογενώς τους πολίτες;
Απ.: Οι πολίτες παρακολουθούν με απογοήτευση και καχυποψία, μία υβριδική, αλαζονική και τυχοδιωκτική κυβέρνηση, να κάνει τα πάντα για να κρατηθεί, για λίγο ακόμη, στην εξουσία. Είναι οργισμένοι με τις πρωτόγνωρες υποχωρήσεις της «πρόθυμης» κυβέρνησης, ακόμη και σε κρίσιμα εθνικά θέματα, και νιώθουν προσβεβλημένοι όταν ο πρωθυπουργός της χώρας λοιδορεί τις γνήσιες πατριωτικές ευαισθησίες τους. Αγανακτούν με το γενικευμένο καθεστώς ανομίας, τις ιδεοληψίες, την υπονόμευση του κράτους δικαίου και τον κυβερνητικό αυταρχισμό. Παρακολουθούν, σαστισμένοι, τη συρρίκνωση της ποιότητας της δημοκρατίας και τη λειτουργική υποβάθμιση του Κοινοβουλίου. Και βλέπουν, εξουθενωμένοι και απαισιόδοξοι, το διαθέσιμο εισόδημά τους να έχει συρρικνωθεί, τα χρέη τους προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία να διογκώνονται και την καθημερινότητά τους να μην βελτιώνεται. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι πολίτες, όλο και περισσότεροι, όλο και πιο επιτακτικά, επιζητούν πολιτική αλλαγή. Εξάλλου η συντριπτική πλειοψηφία τους, αν όχι όλοι, έχουν πάθει και πλέον έχουν μάθει.
Ερ.: Αναφορικά με την έξοδο στις αγορές, η πρόσφατη έξοδος δεν ήταν ένα crash-test ώστε να ακολουθήσει και άλλη σε σύντομο χρονικό διάστημα;
Απ.: Το ζητούμενο είναι η χώρα να βγαίνει στις αγορές με συστηματικό και ασφαλή τρόπο και με χαμηλό κόστος δανεισμού. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν έχει διασφαλισθεί, αφού, με αποκλειστική ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης, δεν υφίστανται ακόμη οι αναγκαίες προϋποθέσεις. Εάν υπήρχε κυβερνητική αξιοπιστία, εάν είχε ήδη υλοποιηθεί ένα συνεκτικό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων, εάν είχαν αναληφθεί εγκαίρως πιο γενναίες αποφάσεις για τη ρύθμιση του χρέους, εάν είχαν αρθεί πλήρως οι κεφαλαιακοί περιορισμοί, εάν τα ομόλογα του Δημοσίου είχαν αποκτήσει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας και εάν η χώρα είχε ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το οποίο έχει πλέον ολοκληρωθεί, τότε το κόστος δανεισμού και τα spreads θα ήταν σήμερα χαμηλότερα και λιγότερο ευμετάβλητα. Συνεπώς, πρωτίστως οφείλουμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για τη βιώσιμη, ομαλή και σταθερή χρηματοδότηση της χώρας από τις διεθνείς αγορές. Η σημερινή κυβέρνηση έχει αποδείξει, επί τετραετίας, ότι δεν μπορεί.
Ερ.: Προ ημερών, ως Τομεάρχης Οικονομικών, ασκήσατε δριμεία κριτική στην κυβέρνηση λέγοντας ότι επί 4 χρόνια δεν έχει λύσει το πρόβλημα των «κόκκινων δανείων». Θεωρείτε ότι όσο δεν λύνεται το θέμα τόσο πιο κοντά στην ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης οδηγούνται οι τράπεζες;
Απ.: Υπενθυμίζω ότι η κυβέρνηση υποστήριζε, το καλοκαίρι του 2015, ότι η 3η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η αντιμετώπιση του ζητήματος των «κόκκινων δανείων» θα είχαν ολοκληρωθεί ως «πακέτο» μέχρι το τέλος εκείνης της χρονιάς. Και τελικά η Κυβέρνηση, όχι μόνο προχώρησε σε μία αχρείαστη ανακεφαλαιοποίηση, η οποία προσέθεσε κόστος στο Δημόσιο, απαξίωσε προηγούμενες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, άλλαξε την ιδιοκτησιακή δομή των πιστωτικών ιδρυμάτων και τροποποίησε -επί το δυσμενέστερο – τα σχέδια αναδιάρθρωσής τους, αλλά αδυνατεί να λύσει το ζήτημα των «κόκκινων δανείων». Άλλωστε, εάν αυτό είχε γίνει, δεν θα συζητούσαμε σήμερα, με τέσσερα χρόνια καθυστέρηση, για νέα θεσμικά σχήματα δραστικής μείωσης αυτών. Οι δε επικλήσεις στελεχών της κυβέρνησης για «σοβαρότητα» επί του θέματος, με δεδομένα τα πεπραγμένα της στο τραπεζικό σύστημα από το 2015 και έπειτα, μόνο θυμηδία προκαλούν. Οφείλει συνεπώς η κυβέρνηση να καταλάβει, έστω και με καθυστέρηση, ότι δεν μπορεί να είναι απλά σχολιαστής μιας προβληματικής κατάστασης ανακινώντας -άστοχα- ζητήματα μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης, αλλά να αναλάβει πρωτοβουλίες αντιμετώπισης του προβλήματος. Υπό το πρίσμα αυτό, και με δεδομένη τη σοβαρότητα, την ένταση και την έκταση του προβλήματος, εισηγήσεις από αρμόδιους φορείς θα πρέπει να εξετάζονται στη βάση κόστους-οφέλους για όλους τους εμπλεκόμενους, δηλαδή τους φορολογούμενους, τους καταθέτες, τους δανειολήπτες και τους μετόχους των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Ερ.: Κύριε Σταϊκούρα, μετά την κίνηση των έξι Βουλευτών να δηλώσουν στήριξη στην κυβέρνηση ώστε να συμπληρώνεται ο αριθμός των 151 Βουλευτών, θεωρείτε ότι η κυβέρνηση θα εξαντλήσει την 4ετία;
Απ.: Το τελευταίο χρονικό διάστημα βιώνουμε τον απόλυτο πολιτικό ευτελισμό. Βουλευτές να ψηφίζουν διαφορετικά στην πρόταση δυσπιστίας, στην πρόταση εμπιστοσύνης και στη κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, δημιουργώντας, πρόθυμα, ευκαιριακές πλειοψηφίες. Βουλευτές να δεσμεύονται ότι θα παραιτηθούν και να παραμένουν, αφού τους «παρακάλεσαν», στη θέση τους. Βουλευτές να εκχωρούν, εν λευκώ, τη συνείδησή τους, με επιστολές copy/paste, δηλώνοντας ότι θα ψηφίζουν, εκ προοιμίου, ότι η κυβέρνηση εισηγείται στη Βουλή. Βουλευτές να ανήκουν, ταυτόχρονα, και στην κυβερνητική πλειοψηφία και στην αντιπολίτευση. Για αυτούς τους λόγους, αλλά κυρίως γιατί η κυβέρνηση δεν έχει να προσφέρει κάτι ουσιαστικά θετικό στη χώρα σε όλα τα πεδία της δημόσιας σφαίρας, όσο πιο γρήγορα κλείσει η προεκλογική περίοδος, παρά τις κυβερνητικές διαβεβαιώσεις για εξάντληση της τετραετίας, τόσο το καλύτερο για την πατρίδα μας.
Ερ.: Τέλος, κ. Σταϊκούρα, θα ήθελα να σας ρωτήσω: στη Νέα Δημοκρατία σήμερα ποια τάση είναι η επικρατέστερη, η κεντροδεξιά ή η δεξιά;
Απ.: Στη Νέα Δημοκρατία όλοι μας εργαζόμαστε, ενιαία και συντεταγμένα, εντός του ιστορικά δικαιωμένου ιδεολογικού πλαισίου, για να δώσουμε ωφέλιμη πολιτική λύση για τη χώρα και όλους τους πολίτες της. Γι’ αυτό εξάλλου η Νέα Δημοκρατία αποτελεί το πλέον σταθερό και στιβαρό, ιδεολογικοπολιτικά, κόμμα της χώρας.
Ερ.: Και κάτι ακόμα: Στις προσεχείς εκλογές θα επανέλθει το δίπολο Αριστερά-Δεξιά ή το κόμμα που θα καταλάβει τον πάλαι ποτέ μεσαίο χώρο θα γίνει κυβέρνηση;
Απ.: Μετά τα ψέματα, τη λάσπη, το λαϊκισμό και την παρακμή των τελευταίων ετών, τα διλήμματα είναι ξεκάθαρα: Πρόοδος ή οπισθοδρόμηση; Δημοκρατία ή παρακρατικού τύπου μεθοδεύσεις; Ομαλότητα ή αυταρχισμός; Αποτελεσματικότητα ή αναποτελεσματικότητα; Αξιοπιστία ή κυνισμός; Ευθύνη ή τυχοδιωκτισμός; Αυτά είναι τα ερωτήματα στα οποία θα κληθούν να απαντήσουν οι πολίτες στις εκλογές, δίνοντας στη χώρα τη νέα κατεύθυνση που έχει ανάγκη. Αλλά αν θέλετε να σας απαντήσω και στο ιστορικό δίπολο Κεντροδεξιά ή Αριστερά, και πάλι η πρώτη υπερτερεί της δεύτερης στη διαχρονική προσφορά της στην πρόοδο του τόπου.