Η καθυστέρηση που παρατηρείται στο δορυφορικό σήμα, όπως έρχεται από τον δορυφόρο στον δέκτη στους σταθμούς GNSS που είναι τοποθετημένοι σε όλη την ελληνική επικράτεια για σκοπούς πλοήγησης και εντοπισμού θέσης δείχνει πόσο νερό υπάρχει σε ένα σύννεφο και βοηθά τους μετεωρολόγους να κάνουν καλύτερες προγνώσεις για τις βροχοπτώσεις και τα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Οι πληροφορίες των συστημάτων GNSS αξιοποιούνται από τη μετεωρολογία εδώ και μία δεκαετία στην Κεντρική Ευρώπη και με το διακρατικό ερευνητικό πρόγραμμα «Balkan – Mediterranean Real Time Severe Weather Service – BeRTISS» άρχισαν να χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό στην Ελλάδα και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Μεσογείου τα τελευταία δύο χρόνια.
Το πρόγραμμα, στο οποίο συμπράττουν Έλληνες, Κύπριοι και Βούλγαροι επιστήμονες από διαφορετικά πεδία, τη Γεωδαισία, τη Μετεωρολογία και την Κλιματολογία αφορά τη δημιουργία τριών κέντρων ανάλυσης των δεδομένων, ένα σε κάθε χώρα και τη δημιουργία πλατφόρμας στο διαδίκτυο που θα παρέχει άμεση πληροφόρηση σε πραγματικό χρόνο.
Οι στόχοι και η σημασία του προγράμματος BeRTISS» βρέθηκαν στο επίκεντρο ενημερωτικής εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη στο Κέντρο Διάδοσης Ερευνητικών Αποτελεσμάτων (ΚΕ.ΔΕ.Α) στο πλαίσιο διήμερης συνάντησης εργασίας των εταίρων του που είναι το Τμήμα Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών το Ερευνητικό Κέντρο Frederick (ως επικεφαλής) ,η Μετεωρολογική Υπηρεσία της Κύπρου, καθώς και η Υπηρεσία Χαλαζόπτωσης και το Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου της Σόφιας Βουλγαρίας.
Το ενδιαφέρον του πρότζεκτ είναι ότι “παντρεύει” δύο διαφορετικές ομάδες επιστημόνων, τόνισε ο διευθυντής ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, μετεωρολόγος, Κώστας Λαγουβάρδος διευκρινίζοντας ότι από μία διαδικασία που δεν έχει άμεση σχέση με τη μετεωρολογία, παρέχεται μία πληροφορία που είναι πάρα πολύ χρήσιμη στo συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο.
“Έχουμε διαπιστώσει ότι υπάρχει μία καθυστέρηση στο σήμα που φτάνει στους σταθμούς GNSS, η οποία σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο πόσο νερό έχει μέσα το σύννεφο. Εμμέσως μας δίνεται μία πολύ σημαντική πληροφορία που αξιοποιούμε για να εντοπίσουμε αυτή τη στιγμή πού έχουμε περισσότερο νερό, το οποίο εν δυνάμει θα μπορούσε να πέσει σαν βροχή (χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλες πληροφορίες πιο κλασικές, όπως είναι οι δορυφορικές φωτογραφίες, οι εικόνες από δίκτυα καταγραφής κεραυνών, οι μετρήσεις βροχής από τους σταθμούς στο έδαφος)” είπε ο διευθυντής ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Πλέον έχουμε μία επιπλέον πληροφορία, την προσθέτουμε στη διαδικασία μας, ώστε να έχουμε καλύτερη εικόνα του τι θα συμβεί, ανέφερε και πρόσθεσε: “Έρευνες έχουν δείξει ότι οι μεταβολές αυτής της παραμέτρου, του βροχοποιήσιμου νερού, της ποσότητας του νερού μέσα στα σύννεφα είναι πολύ πιο έντονες σε φαινόμενα που δείχνουν μεγάλα ύψη βροχής”.
Τονίζοντας ότι “το πιο δύσκολο κομμάτι για τους μετεωρολόγους είναι η πρόγνωση της βροχής ,δεν γνωρίζουν καλά δηλαδή πόσο νερό υπάρχει μέσα στα σύννεφα, είπε, πως με αυτή τη διαδικασία και χάρη στο πυκνό δίκτυο σταθμών GNSS μπορούν να βελτιώσουν τη γνώση τους.
Οι τρεις χώρες και οι πολίτες τους επωφελούνται από την υλοποίηση του προγράμματος, τόνισε ο Χάρης Χαραλάμπους από το Ερευνητικό Κέντρο Frederick στην Κύπρο. Οι μετεωρολογικές υπηρεσίες των τριών χωρών και το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών αξιοποιούν αυτή την πληροφορία για να παρέχουν στους πολίτες τους μία καλύτερη ενημέρωση και έγκαιρη προειδοποίηση για τα ακραία καιρικά φαινόμενα, είπε.
Στο πλαίσιο του έργου γίνεται μία μεγάλη έρευνα για το πως αυτή η παράμετρος θα αξιοποιηθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό ούτως ώστε σε κάποια φάση σε επιχειρησιακό επίπεδο να παρέχονται οι πληροφορίες σε υπηρεσίες των τριών χωρών, όπως φορείς πολτικής προστασίας, ερευνητικά ιδρύματα κ.ά.
Στη Θεσσαλονίκη, στο Τμήμα Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών του ΑΠΘ λειτουργεί ήδη κέντρο ανάλυσης των δεδομένων των Παγκόσμιων Δορυφορικών Συστημάτων Πλοήγησης (GNSS/Global Navigation Satellite Systems) και ενεργοποιούνται τα άλλα δύο κέντρα στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας και στο Ερευνητικό Κέντρο Frederick, τόνισε ο καθηγητής του Τμήματος Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών του ΑΠΘ, Χρήστος Πικριδάς.
“Στο κέντρο ανάλυσης συλλέγονται τα δεδομένα απ΄όλους τους σταθμούς μέσω του διαδικτύου σε πραγματικό χρόνο, γίνεται η κατάλληλη επεργασία τους με σκοπό την εκτίμηση του βροχοποιήσιμου νερού, η οποία προκύπτει από την υστέρηση που υπάρχει στο δορυφορικό σήμα, όπως έρχεται από τον δορυφόρο στον δέκτη. Περνάει μέσα από την ατμόσφαιρα, δέχεται μία υστέρηση λόγω των συστατικών της ατμόσφαιρας, των μετεωρολογικών παραμέτρων, της θερμοκρασίας και της υγρασίας, σε σχέση με το αν ταξίδευε στο κενό και από αυτή την αντίστροφη διαδικασία μπορούμε και κάνουμε εκτίμηση και την αναλύουμε σε βροχοποιήσιμο νερό” εξήγησε ο κ. Πικριδάς.
Ήδη, πρόσθεσε, το Αστεροσκοπείο Αθηνών έχει ξεκινήσει και λαμβάνει τις πληροφορίες από το κέντρο ανάλυσης της Θεσσαλονίκης και προχωρά τη σχετική έρευνα με σκοπό να βελτιώσει τις προγνώσεις που κάνει.
“Η Βουλγαρία είναι μία χώρα που πλήττεται συχνά από χαλαζοπτώσεις και είναι πολύ σημαντικό για μας να βελτιώσουμε τις προγνώσεις” τόνισε η Τσεβετελίνα Ντιμιτρόβα από την Υπηρεσία Χαλαζόπτωσης της Βουλγαρίας.
“Βλέπουμε ένα σύννεφο. Είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε ποιο θα δώσει βροχή και ποιο χαλάζι. Είναι πολύ σημαντικό να μην χρησιμοποιούμε ρουκέτες για κάθε σύννεφο (σ.σ. ρουκέτες ιωδιούχου αργύρου), καθώς είναι δαπανηρό και απαιτείται χρόνος για την άδεια από την υπηρεσία αεροπορίας” είπε η Γκεργκάνα Γκουέρεβα από το Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου της Σόφιας. “Θέλουμε όλοι να έχουν πρόσβαση σε αυτά στοιχεία που αφορούν ακραία καιρικά φαινόμενα και να μπορούν να τα χρησιμοποιούν” πρόσθεσε.
Το διακρατικό πρόγραμμα ευρωπαϊκής εδαφικής συνεργασίας “BeRTISS” το οποίο ενισχύει τη μεταφορά γνώσεων και εμπειρογνωμοσύνης για τις τεχνικές παρακολούθησης, χαρτογράφησης και πρόβλεψης ακραίων φαινομένων χρηματοδοτείται από Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και από εθνικούς πόρους των χωρών που συμμετέχουν.