Παρακολουθώντας κανείς την σε εξέλιξη κρίση στη Βενεζουέλα, η οποία είναι προϊόν των καταστροφικών δικτατορικών καθεστώτων , Τσάβες και Μαδούρο, μπορεί να δει κανείς τη ζημιά που μπορεί να υποστεί μια χώρα από δήθεν αριστερούς και προοδευτικούς ηγέτες, οι οποίοι μπροστά στο στόχο διατήρησης της εξουσίας προκαλούν καταστροφική ζημιά σε έθνη και τους λαούς τους. Ας κοιτάξουμε λοιπόν την κρίση στη Βενεζουέλα, ως Έλληνες, και ας τη χρησιμοποιήσουμε ως επιμόρφωση, και όλοι αντιλαμβάνονται τι ακριβώς σημαίνει αυτό.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Οι οικονομικές πολιτικές Τσάβες – Μαδούρο, κατέστρεψαν αυτό που αποτελούσε την κινητήριο δύναμη του Βόρειου μισού της Νότιας Αμερικής, μια από τις πλέον προηγμένες εταιρίες ενέργειας του αναπτυσσόμενου κόσμου την PDVSA. Ειδικά κατά τη διάρκεια της δικτατορίας Μαδούρο, η καταστροφή προχώρησε ταχύτατα. Οι ξένες αεροπορικές εταιρίες δεν εξυπηρετούν πλέον την αγορά της χώρας και οι περισσότεροι κατασκευαστές σε όλους τους τομείς έχουν αποχωρήσει λόγω μη πληρωμής τους, με αποτέλεσμα σε μια χώρα παραγωγής πετρελαίου να επικρατεί μεγάλης έκτασης πείνα.
Ο δικτάτορας του Καράκας Μαδούρο, έχει καταστρατηγήσει το Σύνταγμα, διεξάγει εκλογές παρωδία, και έχει θέσει την αντιπολίτευση εκτός κάθε ρόλου στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Κάτω από το ζυγό του δήθεν σοσιαλισμού του λαού μια από τις πιο πετυχημένες και ανερχόμενες χώρες της Λατινικής Αμερικής, εξελίχθηκε σε μια από τις πιο κατεστραμμένες. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς που η χώρα έσκασε και τα χειρότερα έπονται.
Το εάν ο δικτάτορας Μαδούρο θα πέσει στο τέλος ή η κρίση θα οδηγήσει σε ακόμη μια σφαγή του κόσμου από το καθεστώς μένει να το δούμε, αλλά ακόμη και στην περίπτωση που μια νέα κυβέρνηση που θα απηχεί τη βούληση του λαού και δεν θα κάνει λάθη αναλάβει, το μεσοπρόθεσμο μέλλον της Βενεζουέλας δείχνει χάος και δύσκολες ημέρες. Η ζημιά της χούντας Τσάβες – Μαδούρο είναι τόσο βαθιά και καταστροφική που δυστυχώς δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Υπάρχουν ορισμένα σοβαρά προβλήματα για το μέλλον. Η Βενεζουέλα ήταν σοβαρός εξαγωγέας στον τομέα των τροφίμων, αλλά η κλεψιά, η διαφθορά, η κατάρρευση της γραμμής παραγωγής, και η εκμετάλλευση από το καθεστώς των ιδιωτικών κεφαλαίων οδήγησε, τη χώρα στο να εισάγει τα τρία τέταρτα των τροφίμων. Οι αναλύσει λένε ότι στην καλύτερη περίπτωση, με μία τέλεια διαχείριση, πολιτική ενότητα, και τεράστια εξωτερική βοήθεια, το να επανέλθει η Βενεζουέλα σε νορμάλ επίπεδα, θα χρειαστούν τρία χρόνια.
Το δεύτερο θέμα έχει να κάνει με το πετρέλαιο, που μπορεί να είναι ταυτόχρονα πρόβλημα αλλά και λύση στον οικονομικό τομέα. Το χρήμα που μπορεί να φέρει το πετρέλαιο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αναζωπύρωση του γεωργικού τομέα. Αλλά δεν πρόκειται για κάτι που είναι εύκολο και γρήγορο.
Το αργό πετρέλαιο της Βενεζουέλας είναι ανάμεσα στα πιο ακριβά όσο αφορά την παραγωγή στον κόσμο, και η τιμή του είναι ανάμεσα στις πιο χαμηλές. Είναι πλούσιο σε θείο και πολύ παχύ. Μόνο πολύ ειδικοί τεχνίτες μπορεί να το εξορύξουν , αι χρειάζονται ειδικά μηχανήματα για να το μεταφέρουν. Επίσης πολύ λίγες είναι οι χώρες που μπορούν να το χρησιμοποιήσουν. Εάν προσθέσει κανείς σε αυτό το οικονομικό χάος και την πολιτική κατάρρευση στη χώρα, αντιλαμβάνεται ότι ελάχιστες θα είναι οι εταιρίες που θα επενδύσουν στο άμεσο μέλλον στη χώρα. Θα χρειαστούν περίπου πέντε χρόνια για να προστεθούν ένα εκατομμύριο βαρέλια στην παραγωγή, ενώ σήμερα η Βενεζουέλα παράγει σε ημερήσια βάση, 1,6 βαρέλια, σοβαρή μείωση από την εποχή πριν αναλάβει ο Τσάβες, που η παραγωγή ήταν 3,4 βαρέλια την ημέρα. Και για να ολοκληρωθεί η τραγωδία, τεχνικά και οικονομικά η Βενεζουέλα είναι δεσμευμένη να παρέχει οποιαδήποτε νέα παραγωγή στην Κινεζικές και Ρωσικές οντότητες που παρείχαν στις κυβερνήσεις Τσάβες και Μαδούρο, δισεκατομμύρια δολάρια σε δάνεια, που πρέπει να πληρωθούν με πετρέλαιο.
Ένα ακόμη θέμα είναι ότι παραδοσιακά η Βενεζουέλα, είναι ακόμα και στα καλύτερά της μια δύσκολη πολιτικά χώρα. Η οικονομική κουλτούρα της χώρας, χαρακτηρίζεται από τεράστια οικονομική ανισότητα, που δημιουργεί έγκλημα και βία. Το πετρέλαιο χρησιμοποιήθηκε για να ηρεμήσουν μεγάλα τμήματα της χώρας μέσω τεράστιων επιδοτήσεων σε προϊόντα ενέργειας και τρόφιμα, κάτι που η χώρα δεν αντέχει πλέον. Οπότε μια κοινωνική αναταραχή πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Και μακάρι αυτό να ήταν το χειρότερο. Η άνοδος του Τσάβες στην εξουσία έγινε πρώτα με προσπάθεια πραξικοπήματος. Όταν έγινε Πρόεδρος με πιο ομαλά μέσα, επιβίωσε από ένα πραξικόπημα. Αυτό το είχε κάνει νευρικό, με αποτέλεσμα να αγοράσει και να δημιουργήσει ένα προσωπικό παραστρατιωτικό στρατό, τον οποίο εξόπλισε με ρωσικά Καλάζνικοφ. Όλοι αυτοί τώρα είναι απλήρωτοι και οπλισμένοι, και έτοιμοι να αρπάξουν ότι επιθυμούν.
Όλη αυτή η ένταση, όλη αυτή η διάλυση που επέφεραν οι δικτάτορες, Τσάβες και Μαδούρο, δεν έχει δρόμο και τρόπο εκτόνωσης. Μόλις πέσει ο δικτάτορας Μαδούρο, δεν υπάρχει κανείς άλλος, παρά ο ταλαίπωρος επόμενος για να μαζέψει τα συντρίμμια και να οδηγήσει τη χώρα σε ένα καλύτερο μέλλον. Δεν υπάρχει γειτονική χώρα για να μεταναστεύσουν οι άνθρωποι από τη Βενεζουέλα, που να εξάγει τρόφιμα. Η μόνη χώρα που είναι προσβάσιμη από ξηράς και συνορεύει με τη Βενεζουέλα είναι η Κολομβία και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις έχει ήδη δεχθεί 2 εκατομμύρια πρόσφυγες από τη διαλυμένη χώρα.
Ας μελετήσουμε λοιπόν όλα τα παραπάνω και παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα της Δύσης μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει δημοκρατία, ας αναλογιστούμε κάποια πράγματα πολύ σοβαρά. Με μια ΕΕ που σπαράσσεται εσωτερικά και έχει τεράστια προβλήματα, μια οικονομία της οποίας, παρά τις φανφάρες τα θεμέλια της είναι σαθρά, με ασύστολες υποσχέσεις και παροχές που θα τις πληρώσουμε παρακάτω, με θεσμούς που έχουν δεχτεί σοβαρό πλήγμα τα τελευταία χρόνια, με τα εθνικά συμφέροντα να απειλούνται, σε μια γειτονιά που βράζει, και με θαυμαστές – υποστηρικτές του Τσάβες – Μαδούρο, ποιο άραγε είναι το άμεσο μέλλον για την πατρίδα μας. Λίγο σκέψη χρειάζεται δεν είναι πυρηνική φυσική.
*Ο Δημήτρης Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University, μέλος του The International Institute of Strategic Studies, και διετέλεσε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ, και το Πεντάγωνο, στην Ουάσιγκτον.