Προσχηματική χαρακτήρισε την αιτίαση της αντιπολίτευσης να προσκομίσει η κυβέρνηση το Σύνταγμα της πΓΔΜ, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος σε συνέντευξή του σήμερα το πρωί στο Ρ/Σ 984. «Από την έναρξη της διαδικασίας στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή προσκομίσαμε τη ρηματική διακοίνωση, που είναι ο επίσημος τρόπος με τον οποίο επικοινωνούν τα κράτη, με την οποία μας είχαν θέσει υπόψη το σύνολο των συνταγματικών τροποποίησεων», ανέφερε ο κ. Κατρούγκαλος και σημείωσε πως η πΓΔΜ ακολουθεί το αμερικανικό σύστημα και δεν κωδικοποιεί τις συνταγματικές αλλαγές στο ιστορικό κείμενο του Συντάγματος. Πρόσθεσε ότι η πΓΜΔ έχει στο Σύνταγμά της αναλλοίωτο το πρώτο κείμενο και στο τέλος του Συντάγματος παραθέτουν κατά σειρά τις τροποποιήσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, επέκρινε την αντιπολίτευση για «κατ’ εξοχήν ισχυρισμό προφάσεων εν αμαρτίαις».
Ως προς το δεύτερο ζήτημα, αυτό της ανατροπής της σειράς της διαδικασίας όπως προβλεπόταν από τη Συμφωνία των Πρεσπών ο κ. Κατρούγκαλος επισήμανε ότι δεν υπάρχει παραβίαση της Συνθήκης με το γεγονός ότι η πΓΔΜ επιστρέψει στο Σύνταγμά της αν δεν κυρωθεί η Συνθήκη από την ελληνική Βουλή.
Ερωτηθείς αν συνιστά συμβιβασμό από ελληνικής πλευράς το θέμα της ιθαγένειας, της ταυτότητας και της γλώσσας, που ετέθη χθες και στην Ολομέλεια της Βουλής, ο κ. Κατρούγκαλος επανέλαβε ότι «η αλλαγή της ονομασίας θα είναι καθολική έναντι όλων, erga omnes, το ίδιο θα αφορά και τα επίθετα», δηλαδή, όπως είπε, «δεν θα υπάρχει πια μακεδονική κυβέρνηση αλλά βορειομακεδονική κυβέρνηση. Αυτό αποτυπώνεται στο Σύνταγμα, αποτυπώνεται στη Συμφωνία των Πρεσπών και είναι ιδιαίτερα εκτεταμένο». Αποσαφήνισε επίσης ότι η άλλη πλευρά υποχρεώνεται επίσης να αλλάξει τα ονόματα όλων των κρατικών θεσμών αλλά και των ιδιωτικών που χρηματοδοτούνται από το κράτος. «Τα κράτη αναγνωρίζουν κράτη όχι λαούς. Η συνθήκη των Πρεσπών δεν αναγνωρίζει λαό, έθνος, γιατί οι διεθνείς συνθήκες δεν έχουν ως αντικείμενο την αναγνώριση παρόμοιων οντοτήτων» υπογράμμισε επισημαίνοντας ότι «η παλιά θέση της ελληνικής διπλωματίας ήταν ως προς το όνομα του κράτους και μόνο κι εκεί ρυθμίστηκε το ζήτημα».
Σε αυτό το πλαίσιο ο κ. Κατρούγκαλος επέκρινε την αντίδραση της ΝΔ λέγοντας ότι «χαρακτηρίζεται από μια διάθεση να αμφισβητήσει τη συμφωνία και επειδή γνωρίζει ότι αυτή καλύπτει το 110%, ως προς την εθνική θέση τώρα και με την αλλαγή του Συντάγματος, προσπαθεί να θέσει ζητήματα τα οποία καταρρίπτονται ως επιχειρήματα το ένα μετά το άλλο για αυτό και έχουμε την διαδοχή τους»: Πρώτα, είπε, ήταν η εθνότητα, μετά ήρθε η αμφισβήτηση για την γλώσσα, και τελευταία η ιστορία για το λαό και για το Σύνταγμα. Κατά την εκτίμησή του, «το πραγματικό πρόβλημα της ΝΔ είναι ότι έχει στο εσωτερικό της δύο τάσεις οι οποίες είναι αλληλοαποκλειόμενες», η μια που συνδιαμόρφωσε την εθνική θέση (Καραμανλής, Μπακογιάννη κλπ) και η άλλη, με εκπρόσωπό της τον κ. Γεωργιάδη που χαρακτήριζε αυτή τη θέση Καραμανλή ως “κωλοτούμπα”. «Πώς μπορεί να αρθρωθεί λοιπόν συνεκτικός λογος από ένα τέτοιο κόμμα;», διερωτήθηκε επισημαίνοντας ότι αυτός είναι ο λόγος που «καταφεύγουν σε προφάσεις εν αμαρτίες, σε επιχειρήματα τα οποία δε στέκουν».
Ως προς την αποδοχή της συμφωνίας από τον ελληνικό λαό ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών είπε ότι είναι προφανές ότι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης αντιδρά συναισθηματικά καθώς «είναι προφανές ότι η οκταετία των μνημονίων τραυμάτισε την εθνική και την ατομική περηφάνια σχεδόν όλου του ελληνικού λαού. Πρόσθεσε ότι «αυτή η αρχική συναισθηματική αντίδραση της δεκαετίας του ’90, γύρω από το όνομα, είχε κατά κάποιο τρόπο γίνει αντικείμενο συνείδησης ότι δεν μπορούσε να επικρατήσει» όταν «σχεδόν πάνω από 130 χώρες είχαν αναγνωρίσει την χώρα αυτή με το συνταγματικό της όνομα». Και τόνισε ότι «αυτό που προβάλλει συνεχώς η Νέα Δημοκρατία ως μέγιστη επιτυχία, το Βουκουρέστι, είχε θεωρηθεί από το δικαστήριο της Χάγης ότι συνιστά παραβίαση της ενδιάμεσης συμφωνίας».
«Οι περισσότεροι Έλληνες», σημείωσε, «θεωρούν ότι τα μνημόνια συνεπάγονταν μια υποχώρηση της λαϊκής μας κυριαρχίας, ένα βίαιο περιορισμό, και αυτό τους πειράζει. Κι αυτό το συναισθηματικό υπόβαθρο υποδέχθηκε μια Συμφωνία που υπό ομαλές συνθήκες θα πανηγυρίζαμε που την έχουμε».
Παραδεχόμενος ότι η Συνθήκη των Πρεσπών «αναδιέταξε πράγματι το πολιτικό σκηνικό», αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι αυτό ήταν η πρόθεση και ο στόχος της κυβέρνησης. Επ’ αυτού εξήγησε ότι «δεν είναι θεμιτή κριτική», αυτό που λένε ορισμένα κόμματα και μερίδα του Τύπου, «το ότι εμείς προσπαθήσαμε ένα εργαλειοποιήσουμε το ζήτημα για να διεμβολίσουμε είτε τη ΝΔ, είτε τα κόμματα της κεντροαριστεράς». «Αυτό το επιχείρημα» αποσαφήνισε ότι «θα είχε βαση αν εμείς δημιουργούσαμε μια νέα θέση προσπαθώντας να εκμεταλλευτούμε αυτά τα εσωτερικά πολιτικά θέματα» τονίζοντας ότι αυτό που έπραξε η κυβέρνηση ήταν η προώθηση της εθνικής θέσης χωρίς να βάλει «κάποιο νέο στοιχείο στην εξίσωση». Τα εσωτερικά προβλήματα των κομμάτων, όπως σημείωσε, «τα δημιουργουν είτε δομικά εγγενή θέματα, όπως είναι το ότι στην ΝΔ συνυπάρχουν αυτή τη στιγμή τρεις “ψυχές”, νεοφιλελεύθεροι, ακροδεξιά, παραδοσιακοί. Στο ότι στο ΚΙΝΑΛ δεν υπάρχει ειλικρίνεια: έξι ήταν τα μέλη του πολιτικού συμβουλίου όταν συζητήθηκε το θέμα των Πρεσπών, οι πέντε εκτός της κ. Γεννηματά, είχαν αρχική θετική θέση υπέρ της Συμφωνίας. Η κατάληξη δεν ήταν να γίνει δεκτή η συμφωνία των Πρεσπών αλλά να καταργηθεί το όργανο».
Είπε επίσης ότι «η Ελλάδα έχει ως προμετωπίδα της εξωτερικής πολιτικής το σεβασμό του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου» εξηγώντας ότι «αυτήν την περίοδο στην Ευρώπη βρισκόμαστε μποροστά στην σύγκρουση δύο κόσμων, αυτών που θέλουν το κράτος δικαίου και την κοινωνική Ευρώπη και αυτών που θέλουν την επιστροφή σ’ ένα χρυσό εθνικιστικό παρελθόν που δεν υπήρχε ποτέ».
Παράλληλα αποσαφήνισε ότι «το δικαίωμα του ατομικού αυτοπροσδιορισμού είναι γενικά αποδεκτό από το ευρωπαϊκό δίκαιο. Από εκεί και μετά όμως το βασικό πλεονέκτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών, ειδικά με το άρθρο 4, παρ. 3, είναι ότι και η άλλη πλευρά πια αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα. Που ήταν ανέκαθεν το ζητούμενο κι αυτό που διήγειρε τα αντανακλαστικά ενός μεγάλου κομματιού των συμπολιτών μας».
Και κατέληξε: «Από δω και πέρα λοιπόν όταν εκλείπει το αντικειμενικό υπόβαθρο για να υπάρξει οποιαδήποτε παρόμοια αμφισβήτηση είναι προφανές ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος, είτε ανησυχίας, είτε για την εφαρμογή του σχετικού ευρωπαϊκού κεκτημένου για τα ατομικά πολιτισμικά δικαιώματα».
Τέλος, σχολιάζοντας τις εξελίξεις στη Βενεζουέλα, ο κ. Κατρούγκαλος είπε πως η κοινωνία στη Βενεζουέλα και το πολιτικό σύστημα είναι βαθιά διχασμένα και σημείωσε πως η Ελλάδα θέλει πάντοτε να εφαρμόζεται το διεθνές δίκαιο. «Παρακαλουθούμε από κοντά τις εξελίξεις και θα τοποθετηθούμε όταν έρθει η ώρα στο όργανα της ΕΕ» επισήμανε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών.