Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες,[1]
κι η Παναγιά μας κοιλοπονούσε.
Σαράντα μέρες νηστείας. Σαράντα μέρες νηστείας, πριν την του Χριστού Θεία Γέννηση. Είναι πολλοί οι πιστοί της εθιμοτυπίας των Κανόνων και της Ακολουθητικής τελετουργίας. Άλλοι με μια πουριτανική διάθεση καθαρότητας, που στρεβλώνει την υπεροχή της ορθοδόξου ουσίας, ότι «ο Χριστός αγάπη εστί». Άλλοι, ολίγον ακτιβιστές και περισσότερο vegan, δράττονται της ευκαιρίας να καθάρουν το σώμα τους, εντός μιας προ-ορισμένης χρονικώς διατροφικής πειθαρχίας. Κάποιοι, ελάχιστοι ίσως, συμπορεύονται εν νώ και σώματι, με μια αργόσυρτη και σιωπηλή περπατησιά, δίπλα στον Αδελφό. Δίπλα στον Άλλο. Για να παραφράσω τον Sartre: «Ο Παράδεισος είναι οι Άλλοι». Διότι δεν υπάρχεις Εσύ, αν δεν υπάρχει ο Άλλος. Και για να υπάρξεις Εσύ κι ο Άλλος, χρειάζεται συμπόρευση. Και συγχώρεση. Πορευόμαστε μαζί. Και χωρούμε μαζί – συγχωρούμε.
Για να φθάσεις στον Παράδεισο, έχεις ήδη διασχίσει την Κόλαση (κι αυτήν ακόμη του Sartre). Δε μεταβαίνεις, δε μπορείς να μεταβείς στον Παράδεισο με άλμα. Δεν τον φθάνεις πετώντας, αλλά έρποντας. Ο Άλλος, ο συμπορευτής και συγχωρέτης είναι, ίσως, η πρώτη σου Κόλαση. Ο Άλλος, όμως, μπορεί να γίνει ο όντως Παράδεισος. Δεν αρκεί μόνος Αυτός. Ούτε μόνος Εσύ. Στην Κόλαση μπορεί να υπάρξει Ένας. Για την ακρίβεια, την Κόλαση δεν τη μοιράζεσαι. Τη φλέγεσαι. Μόνος. Αλλά, ο Παράδεισος προϋποθέτει δύο. Παράδεισος του Ενός δεν υπάρχει. Διότι τότε παύει να είναι Παράδεισος.
«Απώλεσα το πρωτόκτιστον κάλλος και άρτι κείμαι γυμνός.. Κατέρραψε τους δερματίνους χιτώνας, η αμαρτία καμοί, γυμνώσασά με της πριν θεοϋφάντου στολής..», γράφει ο Άγιος Ανδρέας Κρήτης, στο Μέγα Κανόνα. Ήμαστε γυμνοί, χωρίς να είμαστε. Ήμαστε ντυμένοι με την «θεοῢφαντο στολή» και την βγάλαμε. Για να πετύχουμε και πάλι τη γύμνωση, δηλαδή, τον Παράδεισο, χρειάζεται να πετάξουμε από πάνω μας τους «δερματίνους χιτώνας». Και η απέκδυση από το κάθε φορτίο που ενδυθήκαμε ο καθένας μας, προαιτείται τον Άλλον.
Τρεις Αποστόλοι μαμμή γυρεύουν,
μαμμή γυρεύουν για μήλο τρέχουν.
Οι Αϊ ‘ποστόλοι για μήλο τρέχουν,
ώσπου να πάνε κι ώσπου να έρθουν,
Η Παναγιά μας ξελευτερώθει.
Κι από το μήλο της Εύας, στο μήλο της Παναγιάς. Από το κουτί της Πανδώρας, στο Όλον Δώρο. Κι από το πέρασμα της νηστείας, στην λελογισμένη τρυφή της γαστρονομίας! Επάνω σε γιορτινές πιατέλες μιας εθνικής κουζίνας, που μες στις χιλιετηρίδες διαμορφώθηκε και διαμόρφωσε γευστική των Ελλήνων ταυτότητα. Δεν ξέρω αν υπάρχει «συλλογικό ασυνείδητο», αλλά, οπωσδήποτε, ζει και βασιλεύει στο γονιδίωμά μας η «συλλογική γεύση». Στο κάθε κύτταρο, που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε πολιτισμικά σε αυτόν τον τόπο, εμφωλεύει το σύνολο ενός γενετικού υλικού, που ορέγεται συλλογικές προτιμήσεις και προσλαμβάνει γεύσεις με τον ίδιο, ταυτόσημο τρόπο. Ώσπου, όταν αντιλαμβάνεσαι το εύρος και το βάθος τούτης της αισθητηριακής ομοφωνίας, ενυδατώνεσαι από μια υπερβατική ευτυχία.
Να φτιάχνεις τη Μπάμπω στο βόρειο Έβρο. Να ψένεις σύγλινο και απάκι στην Κρήτη. Να χορεύεις τη γουρουνοχαρά στη Μακεδονία. Να λες «απόσταγμα» και τα πόδια σου να νιώθουν την υγρή ζεστασιά του Διονύσου, στο πατητήρι. Να λες «γέμιση των Χριστουγέννων» και οι καρποί της Δήμητρας να εκρήγνυνται στο στόμα σου: από το κάστανο ως την σταφίδα και το κουκουνάρι, περιχυμένα με μαυροδάφνη, πασπαλισμένα με δυόσμο και άνηθο. Να αρχίζεις από τη Γέννησή του να στρώνεις δάφνες. Γιατί ξέρεις, ότι προσμένεις Πάσχα. Και βαϊοφόρο θα Τον αρνηθείς. Κι εξ ακανθών στέφανον θα Του φορέσεις. Για να Τον σταυρώσεις. Για να Αναστηθεί. Και να κομίσει Φως, όπως προχθές, που γεννήθηκε.
Η Παναγιά μας ξελευτερώθει
μέσα στις δάφνες, μες στα λουλούδια.
Μέσα στις δάφνες μες στα λουλούδια,
κάνει τον ήλιο και το φεγγάρι.
Κάνει τον ήλιο και το φεγγάρι,
σαν ήλιος λάμπει σα νιό φεγγάρι.
Σαν ήλιος λάμπει σα νιό φεγγάρι,
σ’ αυτό το σπίτι του νοικοκύρη.
Σ’ αυτό το σπίτι του νοικοκύρη,
στη φαμελιά του και στα παιδιά του.
[1] Κάλαντα της Θράκης