Μια αφαιρετική και συμβολική προσέγγιση της «Σταχτοπούτας», γεμάτη χάρη και δυναμισμό, η οποία ανατρέπει το κλασικό παραμύθι και επικεντρώνεται στα συναισθήματα που κινούν αυτή τη διαχρονική ιστορία, παρουσιάζουν τα φημισμένα Μπαλέτα του Μόντε Κάρλο, από τις 21 έως τις 29 Δεκεμβρίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Ο Ζαν-Κριστόφ Μαγιό, καλλιτεχνικός διευθυντής της περίφημης χορευτικής ομάδας του Πριγκιπάτου του Μονακό κι ένας από τους σημαντικότερους χορογράφους της γενιάς του, υπογράφει τη γοητευτική και άκρως μουσική αυτή παράσταση – εμπειρία, που έχει καθηλώσει το κοινό και έχει συγκεντρώσει ενθουσιώδεις κριτικές, όπου και αν παρουσιάστηκε. Η αριστουργηματική μουσική του Σεργκέι Προκόφιεφ, τα αφαιρετικά σκηνικά του Ερνέστ Πινιόν-Ερνέστ και τα υπέροχα κουστούμια του Ζερόμ Καπλάν, συνθέτουν μία ονειρική εκδοχή του παραμυθιού των παιδικών μας χρόνων.
«Αυτό είναι το δεύτερο μεγάλης διάρκειας μπαλέτο που δημιούργησα για τα Μπαλέτα του Μόντε Κάρλο μετά τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα και ο κυρίαρχος λόγος ήταν η μουσική του Προκόφιεφ. Ο δεύτερος λόγος ήταν το πόσο πολύ αντιπαθώ την εκδοχή του Ντίσνεϊ και ο τρίτος το ότι πιστεύω στα παραμύθια» ανέφερε ο πολυβραβευμένος χορογράφος Ζαν-Κριστόφ Μαγιό στη συνέντευξη Τύπου για την παρουσίαση της παράστασης.
Η «Σταχτοπούτα» σε χορογραφία του Μαγιό αποτελεί μια πρωτοποριακή παράσταση που επιχειρεί να απομυθοποιήσει την αγαπημένη ιστορία της χωριατοπούλας που παντρεύεται τον πρίγκιπα. Στην επιτυχημένη αυτή παραγωγή, η Σταχτοπούτα δεν είναι ένας ακόμη χαρακτήρας βγαλμένος από τα παραμύθια, αλλά ένας καθημερινός άνθρωπος, ένα κορίτσι από σάρκα και οστά, που αισθάνεται, ζει και ερωτεύεται όπως όλα τα άλλα.
«Αναρωτιόμουν πως θα μπορούσα να δημιουργήσω μία παράσταση που θα συνδέει το παραμύθι με την πραγματικότητα.
Συνοδοιπόρος μου σε αυτό το ταξίδι ήταν ο Ερνέστ Πινιόν- Ερνέστ, ο οποίος είναι ένας καταξιωμένος καλλιτέχνης και ένας πολύ ταπεινός άνθρωπος. Αυτός με βοήθησε να δημιουργήσω έναν σκηνικό χώρο πολύ λιτό, σχεδόν αγνό, γιατί πιστεύει, όπως και εγώ, ότι το σημαντικότερο σε μία παράσταση μπαλέτου είναι οι χορευτές» εξήγησε ο Μαγιό.
Ο Μαγιό αναβιώνει τον διάσημο μύθο μέσα από μια διαφορετική, πιο σύγχρονη, οπτική. Την οπτική του κοριτσιού που γίνεται γυναίκα, που επιβιώνει και μεταμορφώνεται σε σύμβολο δύναμης και χειραφέτησης. Ωστόσο κατορθώνει να διατηρήσει τη μαγεία, τη ζωντάνια και τα στοιχεία παραμυθιού της Σταχτοπούτας, χωρίς να θυσιάζει την αισθητική, το ρομαντισμό και τη συναισθηματικότητα του μπαλέτου. «Η πρώτη πράξη είναι πιο αυστηρή από τη δεύτερη και την τρίτη και επιχειρεί να δείξει την θλίψη του κόσμου στον οποίο ζει η Σταχτοπούτα, ενώ όσο προχωράμε το στοιχείο της φαντασίας μεγαλώνει όλο και περισσότερο και κατακλύζει το έργο» σημειώνει ο Μαγιό.
Όπως εξηγεί, ήθελε να αφαιρέσει κάθε ανεκδοτολογικό στοιχείο από την παράσταση. «Δεν υπάρχει καμία κολοκύθα, καμία καμινάδα, τίποτα από αυτά που ίσως περιμένετε να δείτε. Αυτό όμως που θα δείτε είναι μία παράσταση με πολλά επίπεδα ανάγνωσης, με όμορφες χορογραφίες, μουσική και κοστούμια, η οποία ανασυνθέτει την έννοια της οικογένειας. Είναι ιδανική επιλογή επίσης, αν θέλετε να δείτε το πόσο πολύ μπορεί κάποιος να αγαπηθεί επί σκηνής. Η πρόκληση για μένα ήταν να δημιουργήσω μία παράσταση που θα είναι πολύ χαρούμενη, και ταυτόχρονα θα ενέχει και την έννοια του δράματος. Αν επιτρέψετε στον εαυτό σας να αφεθεί, μπορείτε και να κλάψετε αλλά και να γελάσετε».
Στην παράσταση, όπως και στο παραμύθι του Σαρλ Περό αλλά και στους αδερφούς Γκριμ, τον πρίγκιπα τον ενδιαφέρει περισσότερο να είναι με τους φίλους του, παρά να παντρευτεί. «Μπορεί να ερωτευτεί μόνο την απλότητα. Γι’ αυτό επέλεξα στη συγκεκριμένη παράσταση η Σταχτοπούτα να είναι ξυπόλητη. Είναι η μόνη χορεύτρια που δεν φοράει παπούτσια χορού. Για μένα η κύρια προβληματική ήταν το πως θα μεταφέρουμε επί σκηνής την ιστορία με το γυάλινο γοβάκι. Είναι πολύ δύσκολο να χορέψει κανείς μπαλέτο με ψηλά τακούνια. Τα πόδια ενός χορευτή είναι το πιο σημαντικό εργαλείο του. Είναι αυτό που τον γειώνει, αυτό στο οποίο βασίζεται. Οπότε θεώρησα ότι το να είναι ξυπόλητη η Σταχτοπούτα, θα ήταν ένας συμβολισμός και για τον ίδιο τον χορευτή αλλά και για την απλότητα της ηρωίδας».
Τα Μπαλέτα του Μόντε Κάρλο δημιουργήθηκαν το 1909 από τον Σεργκέι Ντιαγκίλεφ και αμέσως συνεργάστηκαν με τους σημαντικότερους σολίστ της εποχής, όπως ο Νιζίνσκι και η ‘Αννα Πάβλοβα. Στη συνέχεια, και χάρη στην υψηλή προστασία της πριγκίπισσας Γκρέις του Μονακό, η ομάδα καταξιώθηκε παγκοσμίως, ενώ σήμερα, υπό την προεδρία της πριγκίπισσας Καρολίνα του Αννόβερου και την καλλιτεχνική διεύθυνση του Ζαν-Κριστόφ Μαγιό, θεωρείται μια από τις κορυφαίες χορευτικές ομάδες στον κόσμο.
«Πιστεύω ότι ο χορογράφος δεν είναι τίποτα χωρίς τους χορευτές του. Καμιά φορά εύχομαι να ήμουν ζωγράφος ή συγγραφέας, έτσι ώστε να μπορώ να μεταφέρω απευθείας τις ιδέες μου, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να υπάρχουν και μεσάζοντες. Όμως γι’ αυτό είναι και το πιο όμορφο επάγγελμα στον κόσμο» τονίζει ο Μαγιό.
Η ομάδα αποτελείται από περίπου 50 χορευτές, 22 διαφορετικών εθνικοτήτων. «Ένα στοιχείο που αγαπάω πάρα πολύ στην ομάδα μας, είναι ότι ενώνει τους χορευτές μία ειλικρινής φιλία. Προσωπικά μου αρέσει να δουλεύω με χαρά, με ευχαρίστηση και προσπαθώ μέσα από αυτόν τον ευχάριστο τρόπο να βγάλω από τους χορευτές μου τα συναισθήματα που κρύβουν βαθιά μέσα τους» ομολογεί.
Σύμφωνα με τον Μαγιό, σε τόσο μεγάλα χορευτικά σχήματα πάντα υπάρχει μία διαβάθμιση ανάμεσα στο corps de ballet και τους σολίστ. «Στα Μπαλέτα του Μόντε Κάρλο έχω περιορίσει αυτή τη διαβάθμιση και φροντίζω να έχω ένα πάρα πολύ υψηλό επίπεδο χορευτών και στο corps de ballet. Τους θεωρώ όλους με έναν τρόπο σολίστ. Στις 12 παραστάσεις που θα δώσουμε στην Αθήνα θα έχουμε τρία διαφορετικά καστ. Είναι πολύ δύσκολο να σας πω ποια διανομή προτιμώ. Γιατί για μένα, η κάθε διανομή είναι σαν να μαγειρεύεις ένα πολύ όμορφο γεύμα. Πρέπει να φροντίσεις να δημιουργήσεις τις σωστές αλχημείες και τους σωστούς συνδυασμούς ανάμεσα στους ανθρώπους που έχεις. Και έτσι θα δεις πως ένας χορευτής μπορεί πραγματικά να αναδειχθεί».