Σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της μετακινούμενης κτηνοτροφίας στην Ελλάδα διαδραματίζουν τα τελευταία χρόνια οι μετανάστες, αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο σε θέσεις όπου παρατηρείται πρόβλημα ηλικιακής ανανέωσης από γηγενείς. ‘Οπως προκύπτει από έρευνα που έγινε σε 20 μετακινούμενες εκμεταλλεύσεις της Θεσσαλίας, η μισθωμένη εργασία που προσφέρεται από μετανάστες, έχει μέχρι στιγμής συμβάλει ουσιαστικά στην αντιμετώπιση του προβλήματος και οι μετανάστες σήμερα διαδραματίζουν σημαντικό οικονομικό, κοινωνικό και οικολογικό ρόλο.
“Στην Ελλάδα, η μη διαθεσιμότητα ξένης εργασίας –δηλαδή από άτομα εκτός της οικογένειας- μέχρι τη δεκαετία του 1990, προκάλεσε την επικράτηση μικρού και μεσαίου μεγέθους κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, ενώ, από τη δεκαετία του 1990, η αφθονία της εργασίας από μετανάστες, οδήγησε στην εμφάνιση μεγάλων εκμεταλλεύσεων, αν και η απασχόληση αυτή αναφέρεται και ως πηγή εκμετάλλευσης”, ξεκαθαρίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο δόκιμος ερευνητής του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Αθανάσιος Ράγκος, ο οποίος μαζί με τον Michele Nori (από το Migration Policy Centre, European University Institute, στη Φλωρεντία) πραγματοποίησαν έρευνα για τις ικανότητες και τις πρακτικές δεξιότητες στη βόσκηση των ζώων, των μεταναστών εργαζομένων σε μετακινούμενες εκμεταλλεύσεις της Θεσσαλίας.
Είναι ενδεικτικό ότι, από τους 20 κτηνοτρόφους που συμμετείχαν στην έρευνα, οι 15 δήλωσαν πως απασχολούν έναν μετανάστη εργαζόμενο, τέσσερεις απασχολούν δύο μετανάστες, ενώ σε μία εκμετάλλευση εργάζονται τρεις μετανάστες. Η πλειονότητά αυτών είναι αλβανικής καταγωγής και μόνο τρεις είναι Ρουμάνοι. Επίσης, οι περισσότεροι απασχολούνται στην εκμετάλλευση όλο το χρόνο, καθώς μόλις πέντε εκμεταλλεύσεις απασχολούν εργάτες περιστασιακά, είτε μόνο κατά τη χειμερινή περίοδο για την άμελξη, είτε κατά τη θερινή περίοδο για τη βόσκηση και την επίβλεψη των ζώων στο βουνό.
Στο σύνολο των εκμεταλλεύσεων οι εργαζόμενοι αυτοί απασχολούνται στη βόσκηση (μόνοι ή με συμμετοχή μέλους της οικογένειας) και στις περισσότερες εκμεταλλεύσεις συμμετέχουν στην άμελξη, το τάισμα και την καθαριότητα των εγκαταστάσεων και των ζώων.
“Πρόκειται για μετανάστες οι οποίοι εργάζονται συνήθως για να κερδίσουν τα προς το ζην, λόγω έλλειψης ευκαιριών. Παράλληλα, καλούνται να καλύψουν το κενό που υπάρχει σ΄αυτές τις εκμεταλλεύσεις όπου δεν υπάρχουν καθόλου ΄Ελληνες απασχολούμενοι, δηλαδή εργαζόμενοι σε εκτατικές μετακινούμενες εκμεταλλεύσεις. Αν υπάρχουν, θα είναι πιθανώς συγγενικά πρόσωπα των ιδιοκτητών” τόνισε ο κ.Ράγκος, διευκρινίζοντας ότι δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης στις αμοιβές μεταξύ Ελλήνων και αλλοδαπών καθώς “δεν υπάρχουν Έλληνες εργαζόμενοι στον τομέα αυτό” και εκτός από την αμοιβή, τούς παρέχεται στέγη και συνήθως φαγητό.
Όπως σκιαγραφείται το προφίλ τους στην έρευνα, οι περισσότεροι μετανάστες προέρχονται από πόλεις και δεν είχαν προηγούμενη εμπειρία στην κτηνοτροφία και είτε είναι πάνω από 40 ετών, μεγαλωμένοι στις χώρες προέλευσης είτε νεαροί, γεννημένοι στην Ελλάδα, ή εγκαταστάθηκαν εδώ πολύ νέοι και δεν έχουν καθόλου επαφές με τις χώρες καταγωγής.
“Προκύπτει πως οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους διαθέτουν ιδιαίτερες προηγούμενες γνώσεις που να αφορούν στη φύση, στη βλάστηση, στα καιρικά φαινόμενα, στην άγρια πανίδα και σε άλλους παράγοντες ή εκπαιδεύονται στην πράξη από τους αρχηγούς των εκμεταλλεύσεων. Το αποτέλεσμα της αξιολόγησης από τους ιδιοκτήτες των εκμεταλλεύσεων είναι θετικό, αν και εξαρτάται από τη διάθεση των εργαζόμενων να μάθουν και από την αγάπη τους για την εργασία τους”, τονίζει ο κ.Ράγκος.
“Η βόσκηση σε ορεινούς βοσκοτόπους”, εξηγεί, “διαφέρει από αυτή σε πεδινές περιοχές, γιατί απαιτείται ιδιαίτερη γνώση των εργαζομένων αλλά και προσαρμοστικότητα των κοπαδιών σε σχέση με το φυσικό ανάγλυφο, την απόσταση από κατοικημένες περιοχές κλπ”.
“Το άτομο που είναι υπεύθυνο για την επίβλεψη του κοπαδιού κατά τη βόσκηση καλείται να διαχειριστεί επιτυχώς αυτούς τους παράγοντες, ώστε να συμβάλει ουσιαστικά στη βελτίωση της οικονομικότητας της εκμετάλλευσης”, συμπληρώνει.
Οι περισσότεροι αρχηγοί των εκμεταλλεύσεων αναγνωρίζουν τη συμβολή των μεταναστών στη βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων τους και γενικά δηλώνουν ικανοποιημένοι από την απόδοσή τους. Οι πιο συχνοί θετικοί χαρακτηρισμοί αφορούν στη δύναμη και την ανθεκτικότητα των απασχολούμενων, στη δυνατότητα καλής συνεργασίας, καθώς και στην εργατικότητά τους. Συχνότερη αρνητική απάντηση είναι αυτή που αφορά στην αξιοπιστία τους (επτά σε σύνολο 20 ερωτηθέντων), αν και ο αντίστοιχος χαρακτηρισμός αναφέρθηκε ως θετικό στοιχείο από πέντε από τους 20 κτηνοτρόφους.
“Από την ποιοτική ανάλυση προέκυψε πως οι συνολικές επιδόσεις των εργαζόμενων μεταναστών αποτιμώνται θετικά από τους αρχηγούς των εκμεταλλεύσεων. Παράγοντες όπως η αγάπη για τη φύση, η εργατικότητα και η δυνατότητά τους να αντεπεξέρχονται σε δυσμενείς συνθήκες, αποτελούν σημαντικά πλεονεκτήματα για αυτούς. Βάσει αυτών των χαρακτηριστικών, φαίνεται πως ο ρόλος τους στη διατήρηση της μετακινούμενης κτηνοτροφίας είναι σημαντικός και πως μπορούν να διαδραματίσουν περαιτέρω κοινωνικοοικονομικούς ρόλους εντός του συστήματος, με δεδομένο μάλιστα πως η ανθρώπινη παρουσία είναι κρίσιμη για τη διατήρηση μιας ζωντανής, παραγωγικής και ασφαλούς υπαίθρου, ειδικά στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές της χώρας”, καταλήγει ο κ.Ράγκος.
Η εργασία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «TRAMed: Transhumances in the Mediterranean – Marie Curie ES706».