today-is-a-good-day
13.2 C
Athens

Το «κοσμικό κράτος» takes three to tango..!

Να είσαι υπέρμαχος του διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας σημαίνει ότι έχεις ήδη συνείδηση πόσο οι διοικήσεις των δύο θεσμών επιβάλλεται να διαφοροποιηθούν, προκειμένου ο σκοπός τους αυτοτελώς να υπηρετείται και, ίσως, να επιτυγχάνεται. Να είσαι υπέρμαχος του διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας, σημαίνει ότι η ωριμότητά σου ως Έλληνα πολίτη σου καταδεικνύει πόσο σε νοιάζει η Πατρίδα σου.

Γράφει η Βασιλική Τζότζολα

Έχοντας αγαπητική σχέση με την Εκκλησία, είναι εδραιωμένη η πεποίθησή μου ότι υπάρχει «πεδίο δόξης λαμπρόν» αν, από Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, Αυτή μεταβληθεί σε «Πρόσωπον», τελεία. Ωστόσο, στην καθ’ ημάς εκκλησιαστική διοίκηση, το «πρόσωπον» δεν είναι ποτέ «είς», ένας και την κυριαρχική διοίκηση, όπως θα λέγαμε στο Διοικητικό Δίκαιο, ασκούν πλείονα του ενός πρόσωπα και, μάλιστα, συλλογικά.

Προ ημερών δημοσιοποιήθηκε η πρόθεση της κυβέρνησης, στο πλαίσιο της σχετικής αναθεώρησης, να τροποποιήσει την διάταξη του άρθρου 3 του Συντάγματος, περί Σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας. Πρωτεύων στόχος της κυβέρνησης, εφαρμόζοντας τα πρότυπα των Συνταγμάτων της Τουρκίας, της Γαλλίας και άλλων «secular states», δηλαδή «κοσμικών κρατών», είναι η προσθήκη στο πρώτο εδάφιο του άρ. 3 του Συντάγματος του εξής χωρίου: «Η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη».

Η ανωτέρω προσθήκη στη σχετική διάταξη δεν τροποποιεί προγενέστερη, αλλά δι’ αυτής διαπιστώνεται η «ανάγκη» της κυβέρνησης το ίδιο το κράτος να αυτοπροσδιοριστεί. Ουσιαστικά δηλώνει αδυναμία της Πολιτείας να προασπίσει τα δικά της όρια. Αλλά, αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

Ουσιώδης παράμετρος και απολύτως συνδεδεμένη με την νεοτεχθείσα «συμφωνία Τσίπρα – Ιερωνύμου» είναι η παρακάτω φράση του άρ. 3 του Συντάγματος: «…Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης…». Έτσι είναι διατυπωμένη η ισχύουσα διάταξη. Το δε προτεινόμενο από την κυβέρνηση αντίστοιχο εδάφιο έχει ως εξής:  «…η Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία βρίσκεται αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως…».

Από τη διατύπωση και την σύγκριση των ανωτέρω δύο χωρίων, αβιάστως τεκμαίρεται η αναγνώριση και διατήρηση της αναπόσπαστα ενωμένης δογματικά ύπαρξης του Φαναρίου, δηλαδή, του Πατριαρχείου, με την Εκκλησία της Ελλάδος. Όταν, μάλιστα, διαθέτει κάποιος στοιχειώδη «κανονική» – την των Κανόνων της Εκκλησίας – παράδοση και, ας μού επιτραπεί, ευγένεια, δε λησμονεί την αναγνώριση του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικού Πατριάρχου, ως του «πρώτου μεταξύ ίσων». (Και κάπως έτσι, αντιλαμβάνεται κανείς γιατί ο Αρχιεπίσκοπος είχε τόσο «βαρύ πρόγραμμα», ώστε να μη μπορέσει να συναντήσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη κατά την τελευταία επίσκεψή του στην Αθήνα).

Ο διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας, πτυχή του οποίου αποτελεί η μισθοδοσία, αλλά και η ασφαλιστική και συνταξιοδοτική προστασία των Ελλήνων κληρικών, συνιστά στις μέρες μας, πράγματι, μείζον θέμα. Ωστόσο, ο σχεδιασμός του, στρατηγικός, νομοθετικός, οικονομικός, ασφαλώς επιχειρησιακός, takes at least three to tango”! Ο Αρχιεπίσκοπος, η Ιερά Σύνοδος των εν ενεργεία Αρχιερέων και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, «έν εισί». Είναι ένα, τριαδικό, αλλά ομοούσιο και αδιαχώριστο σχήμα και διοικητικό όργανο, ιδίως, όταν μείζονα θέματα αφορούν στη ζωή και την ιστορία της Εκκλησίας. Η δε συνεννόηση – έστω – με τον προκαθήμενο της Ορθοδοξίας, Οικουμενικό Πατριάρχη, συνιστά τουλάχιστον επιταγή.

Θαυμαστή, προσδοκωμένη και αποτελεσματική η μυστική διπλωματία. Όταν πίσω από τις κλειστές της πόρτες, όμως, έχουν κληθεί να διαπραγματευτούν όλα τα ήδη συμβληθέντα μέρη.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ