Λίγο μετά τις 2 και συγκεκριμένα στις 02:08:36 το πρωί της Κυριακής 28/10/2018, και ενώ μεταδίδονταν οι “ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΙ’, έπεσε “μαύρο” στις οθόνες των τηλεθεατών, αφού η DIGEA διέκοψε την εκπομπή του σήματος του MEGA.
Είχε προηγηθεί η στοχοποίηση του σταθμού, των δημοσιογράφων και των μετόχων του από την κυβέρνηση της αριστεράς, καθώς και η πλήρης εγκατάλειψή του από τους τελικούς του μετόχους.
Το Mega Channel (ή απλώς MEGA) ήταν ο πρώτος, ελληνικός ιδιωτικός τηλεοπτικός σταθμός πανελλαδικής εμβέλειας, με έδρα την Αθήνα και επιπλέον, ο μεγαλύτερος και εγκυρότερος σταθμός στην χώρα.
Ο σταθμός άρχισε να εκπέμπει στις 20 Νοεμβρίου 1989 στις 15:00. Το Mega Channel ήταν το πρώτο ιδιωτικό κανάλι που εξέλαβε άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα και το πρώτο ιδιωτικό κανάλι της Ελλάδας που εξέπεμψε τηλεοπτικό πρόγραμμα. Η προσωρινή άδεια “δοκιμής τοπικού ραδιοτηλεοπτικού σταθμού” για τη λειτουργία του δόθηκε επί συγκυβέρνησης Τζαννή Τζαννετάκη.
Στον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες πανελλαδικής εμβέλειας που έγινε το 2016, με πραγματικό στόχο και το κλείσιμο των ενοχλητικών (για την κυβέρνηση) σταθμών, η Τηλέτυπος, η εταιρεία που κατέχει το κανάλι, κατέθεσε αίτηση για άδεια, η οποία απορρίφθηκε από το αρχικό στάδιο για τυπικούς λόγους. Ωστόσο, συνέχισε τελικώς να εκπέμπει, αφού ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες κρίθηκε αντισυνταγματικός από το ΣτΕ, στις 26 Οκτωβρίου 2016. Στο νέο διαγωνισμό, του οποίου η προκήρυξη για την υποβολή αιτήσεων ξεκίνησε στις 24 Νοεμβρίου 2017 και ολοκληρώθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2018 με έξι καταθέσεις, το κανάλι δεν έκανε αίτηση για να πάρει μία από τις επτά άδειες λόγω οικονομικών προβλημάτων. Οι εργαζόμενοι αντέδρασαν εκπέμποντας δελτίο ειδήσεων, ώστε να ενημερώσουν τους τηλεθεατές.
Ορισμένοι από τους ανθρώπους του MEGA, οι οποίοι το καταξίωσαν στην κορυφή, λίγες μέρες πριν κλείσει μίλησαν στο ThePresident για το μαύρο:
Ο σπουδαίος σκηνοθέτης Γιώργος Χαρώνης αποχαιρετά το MEGA
29 τηλεμαραθώνιοι για εκλογές, ευρωεκλογές και δημοτικές, παρών σε όλους τους πολέμους, σκηνοθεσία στις σημαντικότερες εκπομπές της ιδιωτικής τηλεόρασης, συνεργασία με τους σημαντικότερους δημοσιογράφους και παρουσιαστές της μικρής οθόνης κι αλλα πολλά, μέσα απο τη συχνότητα του Μεγκα που κλεινει.
Μαζι του τελειώνει και μια σημαντική σελίδα της επαγγελματικής μου διαδρομής. Δύναμη στους συναδέλφους μου που μένουν άνεργοι!
Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος αποχαιρετά το MEGA
Άκουγα δακρυσμένος τους ιερούς στίχους του θείου Μάνου (Ελευθερίου) και βούρκωσε η ψυχή μου. Μα βουρκώνουν οι ψυχές; Καμιά φορά ναι…
μες τα στενά του κάτω κόσμου να σε βρει
και δεκατρείς αιώνες άνεργος γυρεύει
την κιβωτό σου και το αίμα να σου πιει…
Έτσι νιώθουν πολλοί από τους εργαζόμενους του Mega, που έγινε Τιτανικός και βυθίστηκε, παρασύροντας στο μαύρο σκοτάδι πλήθος κόσμου.
Μια διάταξη διέταξε το τέλος. Αλλά δεν τελειώνουν ποτέ οι αναμνήσεις που γέμισαν τις αποθήκες της ψυχής, ούτε τα υπέροχα σύμβολα ούτε ο μοναδικός ζάλος της καρδιάς ως τον ουρανό, αυτό το μοναδικό ταξίδι που χάραξε το είναι μας.
Για μένα, όπως και για εκατοντάδες άλλους ανθρώπους με τους οποίους συμπορευτήκαμε, ήταν το σπίτι μου για 27 χρόνια, η ζωή και η ψυχή μου, όλα αυτά που φυλάω για πάντα σαν θησαυρό σε σεντούκι.
Αυτές ήταν οι πρώτες βουρκωμένες σκέψεις μου όταν άκουσα την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, κι ας ξέραμε ότι όλα έχουν τελειώσει εδώ και καιρό.
Προσπαθώ ακόμα να βάλω το μυαλό μου σε μια τάξη, τα συναισθήματά μου σε μια σειρά. Με δυσκολεύει η ταξινόμηση, με το νου να ταξιδεύει λίγο πριν το τέλος.
Κι εγώ που ζω για πάντα εδώ
κι όλο φεύγω το τέλος πριν να δω
κάθε νύχτα που περνάει γυρίζω ξανά
σκοτάδι γίνομαι και παραδίνομαι
στο ρυθμό σου που καίει ακόμα
αυτό το σώμα που μένει χρόνια χωρίς σκιά
κάθε νύχτα που περνάει σαν ταινία
κι ό,τι ζήσαμε προβάλλεται με φόντο την πλατεία…
Όχι Bill, δεν μου ταιριάζει, δεν μας ταιριάζει ο στίχος της Λίνας.
Κι όλο φεύγω πριν μείνουμε μόνοι το τέλος μη δω…
Να το δω το τέλος, να το δω, όπως όλους αυτούς τους εφιάλτες που περάσαμε όχι με σκέτο φόβο, με τρόμο…
Βλέπαμε, νιώθαμε τα νερά να μπαίνουν ορμητικά –όπως τότε, στον Τιτανικό- αλλά θεωρούσαμε, όπως κι εκείνοι τότε, 15 Απριλίου 2012, ότι το σκάφος είναι αβύθιστο και με κάποιο τρόπο θα σωθεί, θα καταφέρει να μείνει στην επιφάνεια και να μην παρασύρει στο βυθό τόσο κόσμο.
Κι όπως τότε, στο αβύθιστο πλοίο, έπαιζε η ορχήστρα μέχρι που την κατάπιε κι αυτή το μαύρο νερό, το ίδιο κάναμε κι εμείς μέχρι την τελευταία ώρα, όταν όλα έδειχναν μη αναστρέψιμα…
Θυμάμαι σαν τώρα εκείνες τις αγωνιώδεις απορίες στην κουζίνα του έκτου ορόφου, όπου μαζευόμαστε για καφέ και τσιγάρο αλλά κυρίως μήπως μάθουμε κάτι, τότε που είχε ήδη συμβεί η πρόσκρουση στα βράχια.
«Πάτε καλά ρε; Θα κλείσει το Mega; Είναι σαν να λέτε ότι θα ξυπνήσουμε μια μέρα και δεν θα υπάρχει ήλιος και τράπεζες!», έλεγαν αρκετοί, αυτοί που προσπαθούσαν να παρηγορήσουν τους αγωνιούντες.
Τους απλήρωτους επί μήνες αγωνιούντες, πολλοί από τους οποίους ζούσαν κάτω από τα όρια της φτώχειας, για την ακρίβεια επιβίωναν με δανεικά, φιλανθρωπίες συγγενών και κοντινών τους ανθρώπων, αδυνατώντας να πληρώσουν οτιδήποτε!
Και μαθαίναμε για εμφράγματα και θανάτους, για εξώσεις λόγω αδυναμίας πληρωμών, για διαμαρτυρία των δανείων αρκετών εργαζόμενων για έντονες οχλήσεις των τραπεζών, για διακοπή σπουδών των παιδιών κάποιων συναδέλφων.
Ακούγαμε φίλους μας, αδέρφια μας, να μην έχουν να βάλουν βενζίνη στο αυτοκίνητό τους, να μη μπορούν καν να βγάλουν εισιτήριο για να έρθουν με τη συγκοινωνία στο γραφείο, να πεινάνε κυριολεκτικά αφού δεν υπήρχε πια εισόδημα.
Και για τους όποιους εκπλήσσονται, είναι η ΑΠΟΛΥΤΗ πραγματικότητα, δίχως ίχνος υπερβολής. Ας σκεφτεί ο καθένας πώς είναι η ζωή του με μηδέν ευρώ το μήνα…
Πονούσαμε πολλαπλά, βλέποντας κομμάτι της κοινωνίας να… πανηγυρίζει επειδή θα κλείσει το Mega! Και κοιταζόμασταν με απορία εκεί στις «γιάφκες» των ορόφων, τις μικρές κουζίνες, κάτι σαν καφενείο της μικρής μας βουλής.
Μας καρτερούσαν μαστιγωτές και συμπληγάδες, αυτοί που δεν ήξεραν, δεν ήθελαν να ξέρουν, δεν νοιάζονταν γι’ αυτό.
Γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των όσων είχαν την τιμή να εργάζονται εκεί, είχαν ματώσει για την κάθε δεκάρα που πήραν και δεν είχαν καμιά σχέση με τα όποια «κονκλάβια» ή οτιδήποτε άλλο υπήρχε.
«Φάγαμε» λάσπη που δεν αξίζαμε και μιλάω για το πλήθος των εργαζομένων, που έκαναν τίμια τη δουλειά τους, δίνοντας και την ψυχή τους, τον ιδρώτα, το αίμα τους.
Ένας «φορέας» γίνεται μεγάλος από τους ανθρώπους του, όχι από τα κτήρια ή άλλα μεγαλεία.
Κι αυτό το πλήθος των ανθρώπων –η συντριπτική πλειοψηφία-, όλοι αυτοί που βρέθηκαν στο μαύρο σκοτάδι, ήταν, είναι περήφανοι για τη δουλειά τους. Κι ήταν όλοι πρωτοπόροι, εκτινάσσοντας στο φεγγάρι έναν τηλεοπτικό σταθμό που δεν ήταν ένα κανάλι αλλά το ίδιο μας το σπίτι.
Γιατί οι περισσότεροι πήγαμε εκεί παιδιά, ξεκινώντας ένας δύσκολο ταξίδι στο άγνωστο που εξελίχτηκε σε πορεία στα άστρα!
Πολλοί, πάρα πολλοί, ανδρώθηκαν εκεί, παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά, τα είδαν να ανθίζουν σαν τα λουλούδια, όσο οι γονείς τους ξημεροβραδιάζονταν στο κανάλι για να το κρατήσουν ΜΕΓΑΛΟ.
Κανείς δεν κοιτούσε το ρολόι για να φύγει. Η δουλειά διέταζε, όχι η ώρα. Μόνο έτσι γινόταν.
Παιδιά πήγαμε σ’ αυτό το γιγάντιο υπερωκεάνιο, που από τις 20 Νοεμβρίου 1989, στις τρεις το μεσημέρι, άλλαξε τις συνήθειες μιας ολόκληρης χώρας.
Γιατί τις άλλαξε! Τα δελτία του, οι εκπομπές του, οι αναλύσεις του, τα αθλητικά του, οι παραγωγές του, τα σίριαλ, το ψυχαγωγικό πρόγραμμα, οι ταινίες, κουβεντιάζονταν σε όλη τη χώρα.
Και, για να ξέρουμε τι λέμε, επί σειράν (πολλών) ετών ίσχυε απολύτως αυτό που έγινε σλόγκαν:
«Το είπε το Mega»…
Παιδιά πήγαμε γαμώτο! Και δακρύζαμε από χαρά ακούγοντας εκείνο τη χαρακτηριστική μουσική που συνόδευε το σήμα του σταθμού, εκείνη την πολύχρωμη βεντάλια που έδινε χρώμα στην ψυχή μας.
Κι ήταν η… συνομωσία της επιτυχίας, αφού όλοι –θα το λέω πάντα- έδιναν την ψυχή τους ΕΠΕΙΔΗ ΗΤΑΝ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥΣ.
Αυτοί που έμειναν ως το τέλος. Αυτοί που πέρασαν κι έβαλαν το λιθαράκι τους, μικρό ή μεγάλο, όλοι αυτοί που έκαναν κατάθεση ψυχής.
Εκεί, στην Παιανία, ήταν μια κοσμογονία για να βγει ένα συγκλονιστικό αποτέλεσμα που χάραξε για πάντα την ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης.
Τρέχαμε στην εξωτερική σιδερένια σκάλα του αθλητικού –αυτήν που πλήγωσε η ρουκέτα του Κουφοντίνα- για να προλάβουμε να δώσουμε την κασέτα για να παίξει το θέμα στο δελτίο ή την εκπομπή.
Και παρά το τρελό άγχος και την πίεση, νιώθαμε σαν σχολιαρόπαιδα στην πενταήμερη, μια ατέλειωτη εκδρομή για σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Μόνο η Δημητρούλα (Γαλάνη) κατάλαβε τα εσώψυχά μας.
Θέλω μια εκδρομή των μυστικών
των φανερών και των χαμένων εαυτών…
Γύριζαν οι ρεπόρτερ διαλυμένοι από τα δακρυγόνα, άυπνοι επί μέρες στις φωτιές και τις πλημμύρες και τους σεισμούς και τα ναυάγια, αλλά χαμογελούσαν γιατί είχαν δώσει την ψυχή τους.
Χαμογελούσαμε –μέσα μας πρώτα και μετά στο κυλικείο- όταν μας κατσάδιαζε ο Λεβεντογιάννης που πετούσε από τηλέφωνα μέχρι τηλεφωνικούς καταλόγους, ο Χατζηνικολάου που μας ζητούσε να… γίνουμε αόρατοι για να περάσουμε από τις συμπλοκές των ΜΑΤ με διαδηλωτές και να φτάσουμε έγκαιρα στη σύσκεψη, ο αγλαός Χρήστος Παναγιωτόπουλος που αγαπούσε την τάξη και το τσέλο, ο Στραβελάκης με τους τερατώδεις βιορυθμούς, ένα σωρό άνθρωποι που κι αυτοί έδιναν την ψυχή τους.
Κυκλώναμε αυτό το μεγάλο αντράκι όταν γύριζε από τους πολέμους, τη Μαρία Καρχιλάκη, για να μάθουμε καμιά λεπτομέρεια παραπάνω. Τον Πάνο Σόμπολο που είχε συναντήσει τον τελευταίο φονιά. Όλους αυτούς τους γίγαντες –και ήταν πολλοί- που βρίσκονταν εκεί που γραφόταν η ιστορία…
Γιατί μας έστειλαν δίπλα στην ιστορία, με χιλιάδες αποστολές που άφησαν εποχή.
Όλοι μια αγκαλιά, και στη μέση οι τεχνικοί, συγκλονιστικοί εργαζόμενοι που έφτυναν αίμα για να βγει ένα άρτιο αποτέλεσμα. Τα μοντάζ, τα εξωτερικά συνεργεία, οι κάμερες, τα λινκ, το μάστερ, κι από κοντά το αρχείο, η ταινιοθήκη, ένας ατέλειωτος κόσμος.
Ήταν η πιο καλαίσθητη τηλεοπτική εποχή αυτή του Mega και ήταν σε όλους τους τομείς, με την απόλυτη πρωτοπορία και τους αντιγραφείς να μην μπορούν να τα καταφέρουν να βρουν το μυστικό.
Τίποτα δεν βυθίζεται όταν η μνήμη ξεχύνεται σαν χείμαρρος.
Κι αν στο τηλεκοντρόλ πήρε αρχικά τη θέση νούμερο 4, ύστερα από τα κρατικά κανάλια, μπήκε από εκατομμύρια ανθρώπους τη θέση νούμερο 1. Για δεκαετίες έτσι;
Για την καλαισθησία και το κύρος του. Για την ενημέρωση και τις ειδήσεις του. Για τις εκπομπές του, από Λιάνα Κανέλλη και Μαλβίνα Κάραλη και τόσα και τόσα άλλα. Για τα μοναδικά και ανεπανάληπτα αθλητικά του, από Λεπτό προς Λεπτό μέχρι Τσάμπιονς Λιγκ, Εθνική και τόσα άλλα. Για τους Αυθαίρετους, τους Απαράδεκτους, τις Τρεις Χάριτες, τους Δέκα Μικρούς Μήτσους, τους Δύο Ξένους, το Ντόλτσε Βίτα και τους Ευτυχισμένους Μαζί, το 50-50, το Λόγω Τιμής και το Κλείσε τα Μάτια, την Αναστασία και το Παρά Πέντε, την Αίθουσα του Θρόνου και το Είσαι το Ταίρι μου, το Νησί…
Τα μοναδικά τηλεπαιχνίδια, τα ντοκιμαντέρ, τη Μπουκιά και Συχώριο!
Εδώ είναι όλα αυτά, στις μνήμες και τις ψυχές, ως ανεπανάληπτα.
Και παρότι βρεθήκαμε εκεί που «άνθρωποι τρίζουν κι ακονίζουν τα σαγόνια, πηδούν και τρέχουν και σε φτάνουν στα μισά», θυμόμαστε με αγάπη όλη αυτή την πολύχρωμη πανδαισία…
Κάθε νύχτα που περνάει πάντα εδώ…
Κι όλοι εμείς; Ταπεινοί προσκυνητές που θέλουμε να κρατάμε τα χαμόγελα, αυτά που κάποτε γέμισαν τις ζωές μας…
Δημήτρης Τάκης: Θα μου λείψει από το MEGA να δουλεύω για τη φανέλα
Πριν δυο μέρες ο Διευθυντής του The President Ανδρέας Παπαδημητρίου, καλός φίλος από την εποχή που δουλεύαμε μαζί στο πολιτικό τμήμα του Mega, μου ζήτησε ένα κείμενο για το τέλος του Μεγάλου Καναλιού. Του είπα ναι, γιατί μας συνδέουν πολλά από τα χρόνια που καθόμασταν στο ίδιο γραφείο και που πολλές φορές του έπαιρνα την θέση τις Παρασκευές, που μετά το τέλος της Βουλής ανέβαινα στο κανάλι και φώναζε.
Όταν κάθισα να γράψω μου ήρθε στο μυαλό ένα κείμενο που είχα γράψει πριν από δυο χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 2016 στην προσωπική μου σελίδα στο Facebook. Έγραφα τότε ότι θα μείνω στο Mega μέχρι το τέλος. Δυο χρόνια μετά και αφού περάσαμε εκατό φορές από το κρύο στη ζέστη και ξανά πίσω, το οριστικό τέλος έρχεται στις επόμενες μέρες και το σήμα του Mega θα πάψει να υπάρχει στους τηλεοπτικούς δέκτες και στα προγράμματα τηλεόρασης, εφημερίδων και περιοδικών μετά από 29 χρόνια αδιάλειπτη λειτουργίας.
Σκεφτόμενος εκείνο το κείμενο χάρηκα γιατί παρά τις δυσκολίες, τις προκλήσεις και τις προσκλήσεις, κράτησα την υπόσχεση που είχα δώσει κυρίως στον εαυτό μου.
Γιατί για μένα, όπως για πολλούς άλλους συναδέλφους και φίλους, το Mega δεν ήταν μια απλή εργασία για βιοπορισμό, ούτε μόνον μια εργασία για επιτυχία και ανάδειξη . Ήταν η ζωή μου τα 20 τελευταία χρόνια.
Θυμάμαι σαν και τώρα την πρωτόγνωρη χαρά μου όταν η Λιάνα Κανέλλη, στην οποία χρωστάω ό,τι έμαθα για την τηλεόραση και για τη δημοσιογραφία, ανακοίνωσε ότι έκλεισε συμφωνία με το Mega να παρουσιάζει την πρωινή εκπομπή του καναλιού, το «Μη μου τη μέρα τάραττε» και μου είπε ότι θα είμαι μέλος της δημοσιογραφικής της ομάδας. Το μεγάλο μου όνειρο να δουλέψω στο Mega γινόταν πραγματικότητα. Έτσι ξεκίνησε το μεγάλο μου ταξίδι στο Μεγάλο Κανάλι.
Ενάμιση χρόνο μετά και αφού είχα περάσει δεκάδες βράδια που αντί για το σπίτι μου κοιμόμουν σε έναν μικρό καναπέ στα γραφεία της εκπομπής, προκειμένου όλα να είναι έτοιμα στις 7 το πρωί, στο ασανσέρ της «ηρωικής Σταδίου», όπως λέγαμε τότε τα γραφεία του καναλιού στην οδό Σταδίου, ο Γιάννης Πολίτης μου είπε: «Είσαι καλός και θέλω να σε πάρω στο πολιτικό. Πες μου αν σε ενδιαφέρει να το προτείνω στον Ρουσόπουλο που τότε ήταν προϊστάμενος του πολιτικού τμήματος.
Πάγωσα. Από τη μια με κυρίευσε φόβος για το μεγάλο βήμα που θα έκανα και από την άλλη δεν ήθελα να αφήσω ή να προδώσω, όπως το έβλεπα τότε, τη Λιάνα Κανέλλη στην οποία και χρωστούσα την παρουσία μου στο Mega. Ήμουν σχεδόν έτοιμος να πω όχι. Και τότε βρέθηκε μπροστά μου ένας άνθρωπος στο οποίο χρωστάω το Ναι που είπα τελικά. Η Μένια Παπαδόπουλου, ένας σημαντικός και βαθειά καλλιεργημένος άνθρωπος της δημοσιογραφίας και διευθύντρια της πρωινής εκπομπής . «Πάνω από το πτώμα μου θα πεις όχι στη πρόταση που σου έκανε ο Πολίτης» μου είπε με σχεδόν άγριο τόνο φωνής και συμπλήρωσε « ήρθε η ώρα να ανοίξεις τα δικά σου φτερά και να κανείς τη δική σου πορεία». Την άκουσα και έτσι λίγες εβδομάδες μετά ήμουν στο πολιτικό τμήμα του Μέγκα. Ο πιο μικρός απ´ όλους , με τις λιγότερες εμπειρίες απ´ όλους και με τον φόβο του πρωτάρη να με κυριεύει. Το πρώτο μου σημαντικό ρεπορτάζ ήταν η νυχτερινή βάρδια, 11 το βράδυ με 8 το πρωί κάθε μέρα για 15 και πλέον μέρες στο νοσοκομείο Υγεία όπου βρισκόταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μέχρι την ημέρα του θανάτου του στις 23 Απριλίου του 1998.
Και το πρώτο μου «ζωντανό» στις ειδήσεις, στο μεσημεριανό δελτίο ήταν την επόμενη μέρα από το ίδρυμα Κωνσταντίνος Καραμανλής, όπου και ετάφη ο αείμνηστος πρόεδρος.
Αρχικά δεν ήταν να το κάνω εγώ γιατί ήμουν ακόμα μικρός και ο τότε υπεύθυνος του μεσημεριανού δελτίου Ανδρέας Ανδρεούλης δεν ήξερε αν θα τα καταφέρω. Αναγκάστηκε όμως γιατί ένας από τους συναδέλφους του πολιτικού που ήταν να έρθει εκεί για το ζωντανό είχε πάει άλλου. Έτσι με έβγαλε αναγκαστικά. Θυμάμαι ότι το liveκράτησε συνολικά 10 λεπτά σχεδόν συνεχούς ομιλίας μου. Η καρδιά χτυπούσε δυνατά και είχα γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα. Όμως δικαίωσα και τον Ανδρεούλη και τον εαυτό μου και εκείνο το μεσημέρι κατάλαβα τι είναι και πως είναι να δουλεύεις για τη φανέλα που λέγεται mega. Και πόσο βαριά είναι αυτή η φανέλα.
Έκτοτε πέρασαν πολλά χρόνια, έκαναν πολλά πράγματα στο κανάλι, μα πάντα δούλευα όπως και δεκάδες άλλοι συνάδελφοι για τη «φανέλα»
Γι΄αυτό δεν λογαριάσαμε ποτέ τα αμέτρητα ξενύχτια, τα αμέτρητα δεκαπεντάωρα δουλειάς, τις χαμένες άδειες, τα ρεπό που συνειδητά «χαρίζαμε» στο κανάλι, τις αργίες και τις γιορτές, τα καλοκαίρια που έφυγαν και δεν θα ξαναγυρίσουν και που και αυτά τα «προσφέραμε» στο Mega.
Γιατί δουλεύαμε πρώτα για την Φανέλα του Mega και μετά για τα λεφτά, για τον μισθό, για να διατηρήσουμε τη δουλειά μας. Γιατί πρώτα και πάνω απ´ όλα έπρεπε να βγάζουμε πάντα ασπροπρόσωπο το mega.
Γι΄αυτό και στεναχωριέμαι τόσο πολύ που κλείνει το Mega. Γιατί σπάνια βρίσκεις μια δουλειά για να δουλεύεις με αγάπη, με πάθος, με πίστη, με ένταση πρώτα για τη φανέλα και μετά για τα λεφτά.
Δεν εγκατέλειψα αυτή τη λογική ούτε μια στιγμή τα 20 χρόνια που δούλεψα στο κανάλι. Ακόμα και όταν είχα άλλες προτάσεις, πιο προσοδοφόρες οικονομικά την εποχή της ευμάρειας. Και δεν μου πέρασε ούτε για μια στιγμή ότι θα μπορούσα να αφήσω το Mega, που ήταν η τηλεοπτική κορυφή και το μέτρο σύγκρισης για ό,τι συνέβαινε στη τηλεόραση ακόμα και όταν δεν ήταν πρώτο σε τηλεθέαση.
Και αυτό που θα μου λείψει από το τέλος του mega είναι το να δουλεύω για τη φανέλα. Γιατί αυτό είναι που κάνει την εργασία χαρά και δημιουργία. Αυτό είναι που σε κάνει να αντέχεις τα πάντα και να δίνεις τα πάντα. Αυτό είναι που σε κάνει περήφανο για τη δουλειά σου. Και αυτό ούτε αγοράζεται, ούτε πωλείται, ούτε κοστολογείται.
Ήμουν, είμαι και θα είμαι πάντα περήφανος που δούλεψα στο mega. Που δούλεψα για το mega. Που φόρεσα τη φανέλα του mega και ίδρωσα για να την τιμήσω. Ήταν μεγάλη τύχη και μεγάλη τιμή.
Ανδρέας Παπαδημητρίου: Το MEGA δεν θα το ξαναπεί…
Η Ειρήνη Ανδρουλάκη αποχαιρετά το MEGA
Κοιτάζω την οθόνη του υπολογιστή με ανάμικτα συναισθήματα να με κατακλύζουν. Η θλίψη διαδέχεται την οργή και τούμπαλιν.
Οι εικόνες περνούν μπροστά από τα μάτια μου ανάκατες. Το Mega του τέλους, το Mega της ακμής, το Mega της αρχής.
Θυμάμαι σαν τώρα στο πατρικό μου σπίτι να παρακολουθώ στη μικρή τηλεόραση, σε μέγεθος μπαούλου, αυτό το νέο που ερχόταν. Έβλεπα την πολύχρωμη βεντάλια με την χαρακτηριστική μουσική – ιστορικό σήμα του καναλιού- να σχηματίζεται κομμάτι κομμάτι και πάνω σε αυτή να αναγράφεται το δυνατότερο μέχρι σήμερα brand της τηλεοπτικής αγοράς και ανυπομονούσα να δω στον αέρα όλο το πρόγραμμα.
Όταν τα χρόνια πέρασαν και αποφάσισα να γίνω δημοσιογράφος είχα ένα στόχο. Ο στόχος έφερε αυτά τα 4 λατινικά γράμματα που έβλεπα να ξεπροβάλλουν στον τηλεοπτικό μου δέκτη όταν ήμουν έφηβη, Mega.
Η πόρτα του καναλιού δεν άνοιγε εύκολα στους νέους δημοσιογράφους. Είχα όμως επιμονή και πείσμα. Πήγαινα και ξαναπήγαινα στα γραφεία της Σταδίου. Τελικά το εισιτήριο στο όνειρο μου το έδωσε ο Γιάννης Πολίτης όταν με πρότεινε για την συντακτική ομάδα της «Πρώτης έκδοσης» και το επικύρωσαν οι Νίκος Χατζηνικολάου και ο Θοδωρής Ρουσόπουλος, διευθυντής ειδήσεων και διευθυντής ενημερωτικών εκπομπών αντίστοιχα, εκείνη την εποχή.
Έτσι ξεκίνησε η 20ετη πορεία μου στη Megaλη οικογένεια δίπλα σε σπουδαίους δημοσιογράφους. Η κάθε τους συμβουλή ήταν πολύτιμο εφόδιο. Όλοι οι συνάδελφοι στην δημοσιογραφική πιάτσα έλεγαν ότι το Mega ήταν σκληρό μαγαζί και είχαν δίκιο. Καθημερινά έπρεπε να ξεπεράσεις τον εαυτό σου και τις αντοχές σου, να γίνεις καλύτερος γιατί μόνο έτσι μπορούσες να σταθείς.
Ήταν λίγες ημέρες μετά την διαπίστευση μου στο Υπουργείο Υγείας , όταν γεμάτη αγανάκτηση είχα ρωτήσει τον τότε διευθυντή ειδήσεων Χρήστο Παναγιωτόπουλο γιατί αφήνει εκτός κεντρικού δελτίου τα ρεπορτάζ μου. «Τα κοινής λήψεως θέματα δεν μ ενδιαφέρουν, μόνο τα αποκλειστικά» ήταν η απάντηση του.
Όταν τον Μάρτιο του 2016 άρχισαν τα όργανα, κανείς μας δεν ήθελε να πιστέψει ότι το οικοδόμημα κατέρρεε, και μάλιστα στα κεφάλια μας.
Ήταν η αρχή του τέλους ενός μεγάλου καναλιού με εκπληκτικές παραγωγές και με δυνατό ενημερωτικό τομέα.
Το δελτίο του Mega στο οποίο είχα την τιμή να ανήκω είχε φανατικούς τηλεθεατές. Ακόμη και αυτοί που ήταν εκ διαμέτρου αντίθετοι με το δελτίο των 8, λάτρευαν να το μισούν.
Το Mega αν και ψυχορραγούσε εδώ και 2 χρόνια, κατάφερε να παραμείνει ζωντανό. Όπως ένας ασθενής στην εντατική. Η μόνη λύση ήταν να τραβήξει κάποιος την πρίζα, οι «ζωτικές» λειτουργίες να μηδενίσουν και να μαυρίσουν όλα.
Αυτό το μαύρο όμως στην οθόνη συνοδεύεται και με το μαύρο στις ζωές των εργαζομένων του Megaλου καναλιού, οι οποίοι χάνουν αποζημιώσεις δεκαετιών και μισθούς 2 ετών.
Ο Γιώργος Σαραντάκος αποχαιρετά το MEGA