Με μια προκλητική ομιλία, η οποία κινείται σε εντελώς αντίθετη λογική από το πνέυμα της συμφωνίας των Πρεσπών, ο Πρόεδρος της χώρας Ιβανώφ εμφανίστηκε ως “Ιστορικός” επικαλούμενος την υπερχιλιετή “Μακεδονική Ιστορία” της χώρας του. Δεν δίστασε να να καπηλευτεί ακόμα και την Βουλγαρική Ιστορία προκειμένου να “τεκμηριώσει” τις καινοφανείς του απόψεις.
Το ζητούμενο είναι αν θα υπάρξει απάντηση από την Ελληνική πλευρά ή αν ακόμη για μιά φορά το ελληνικό ΥπΕξ θα καταπιεί χωρίς αντίλογο της ιστροικές ακροβασίες των γειτόνων.
Στο πλαίσιο της «1ης Εθνικής Διάσκεψης Βυζαντινολογίας και Μεσαιωνικής Ιστορίας» της πΓΔΜ, με θέμα «Το κράτος του Σαμουήλ – 1.000 χρόνια μετά (1018-2018)», που πραγματοποιείται στην Αχρίδα ο Πρόεδρος της πΓΔΜ, Γκιόργκε Ιβάνοφ άνοιξε τη διάσκεψη με εκτενή ομιλία του, ο οποίος, σύμφωνα με την ιστοσελίδα της προεδρίας, ανέφερε μεταξύ άλλων:
Αν και μας χωρίζουν 1.000 χρόνια από την πτώση του κράτους του Σαμουήλ, οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι στην “Δημοκρατία της Μακεδονίας” δεν έχουμε αντλήσει διδάγματα, με αποτέλεσμα κάποια πράγματα να επαναλαμβάνονται…
Ως πανεπιστημιακός καθηγητής που διδάσκει σχεδόν επί δύο δεκαετίες πολιτικές θεωρίες και πολιτική φιλοσοφία, είχα ενδιαφέρον για τις πολιτικές θεωρίες του Ανατολικού Ρωμαϊκού Βασιλείου. Και θα αναφερθώ σε αυτό στην ομιλία μου.
Όταν το 867 ο αρμενικής καταγωγής Βασίλειος έγινε με πραξικόπημα αυτοκράτορας του Βυζαντίου, είχε ανάγκη κάθε δυνατό επιχείρημα προκειμένου να νομιμοποιήσει την εξουσία του. Ένα από τα επιχειρήματα αυτά ήταν ότι είχε γεννηθεί στο βυζαντινό θέμα της Μακεδονίας, το οποίο κάλυπτε ένα μικρό μέρος από την ευρύτερη γεωγραφική και ιστορική περιοχή της Μακεδονίας. Αυτή ήταν η αφορμή για να ονομαστεί η δυναστεία του μακεδονική. Στηριζόμενος σε αυτό το αφήγημα, ο Κωνσταντίνος VΙΙ ο Πορφυρογέννητος δημιούργησε την θεωρία περί γενεαλογικού δεσμού του παππού του, Βασίλειου Ι, με την αρχαία μακεδονική δυναστεία, προκειμένου να ενισχύσει την νομιμοποίηση. Κάποιοι σήμερα το ονομάζουν αυτό εξαρχαϊσμό.
Προς όφελος της μακεδονικής δυναστείας του Βυζαντίου λειτούργησε και το γεγονός ότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχε άλλο κρατικό υποκείμενο που να επικαλούταν την ένδοξη μακεδονική παράδοση. Όμως γρήγορα τα πράγματα άλλαξαν.
Οι Σλάβοι Άγιοι και διαφωτιστές Κύριλλος και Μεθόδιος και οι μαθητές τους Άγιοι Κλήμης και Ναούμ της Αχρίδας δημιούργησαν συνθήκες για την πολιτιστική, μορφωτική, πνευματική και, κατ’ επέκταση, κοινωνικοοικονομική ανόρθωση των σλαβικών λαών και συγκεκριμένα του λαού της Μακεδονίας. Ο σπόρος που έσπειραν μεγάλωσε και έβγαλε ρίζα από την οποία βγήκε ένα δέντρο. Το 969, εκμεταλλευόμενοι την απορρόφηση του Βυζαντίου με τα γεγονότα στην Ανατολή, οι Δαυίδ, Ααρών, Μωυσής και Σαμουήλ Κομητόπουλοι εξεγέρθηκαν εναντίον της ασταθούς βουλγαρικής εξουσίας. Το 976, δηλαδή πέντε χρόνια μετά την διάλυση του Πρώτου Βουλγαρικού Βασιλείου από το Βυζάντιο, το κράτος του Σαμουήλ αναδύθηκε ως μία νέα γεωπολιτική πραγματικότητα στα Βαλκάνια.
Ο Οστρογκόρσκι λέει ότι από άποψη σύνθεσης και χαρακτήρα, ο Σαμουήλ δημιούργησε έναν νέο βασίλειο. Ο πολιτικός, πνευματικός και πολιτιστικός πυρήνας αυτού του κράτους βρισκόταν στο νοτιοδυτικό μέρος της “Μακεδονίας”. Εκεί βρισκόταν η πρώτη και η δεύτερη πρωτεύουσα – η Πρέσπα και η Αχρίδα.
Ως “πολεμιστής που ποτέ δεν ησυχάζει”, ο Σαμουήλ εκμεταλλεύτηκε τον εμφύλιο πόλεμο στο Βυζάντιο και σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα δημιούργησε το μεγαλύτερο σλαβικό κράτος στα Βαλκάνια, που εξαπλωνόταν σε τρεις θάλασσες και προς βορρά έφτανε μέχρι τον Δούναβη και τον Σάβο ποταμό. Ως μεγάλος στρατηγός, ο Σαμουήλ επένδυσε στην άμυνα του πυρήνα του κράτους μέσα από μία σειρά οχυρώσεων. Τα κατακτηθέντα βουλγαρικά εδάφη χρησιμοποιούνταν κυρίως για την προστασία του εδάφους της Μακεδονίας.
Αυτό το νέο κράτος είχε τα δικά του κρατικά συμφέροντα – τον έλεγχο του στρατηγικού διαδρόμου της Εγνατίας Οδού από τη Θεσσαλονίκη μέχρι το Δυρράχιο. Ο Σαμουήλ δημιούργησε νέο εκκλησιαστικό κέντρο στην Πρέσπα. Έχοντας ως σκοπό να ενισχύσει την νομιμοποίηση της λαϊκής εκκλησίας στην Μακεδονία, ο Σαμουήλ μετέφερε τα λείψανα ενός από τους μετέχοντες στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο – του Άγιου Αχιλλείου Λαρίσης. Αργότερα μετέφερε το πνευματικό κέντρο στην Αχρίδα, όπου παρέμενε ζωντανή η γλαγολιτική παράδοση που δεν βρήκε ρίζες στην Βουλγαρία.
Το κράτος του Σαμουήλ διαφοροποιούταν επί της ουσίας από το Βυζαντινό και το Βουλγαρικό Βασίλειο και σε ό,τι αφορά την ανοχή προς την αίρεση των Βογομίλων. Σε αυτό μπορούμε κατά κάποιο τρόπο να δούμε τις απαρχές αυτού που σήμερα ονομάζουμε “μακεδονικό” μοντέλο συμβίωσης και σεβασμού της διαφορετικότητας.
Τα στοιχεία αυτά είναι αδιαμφισβήτητα. Υπάρχουν πολλά ανοιχτά θέματα που βρίσκονται ακόμα υπό συζήτηση. Ο Σαμουήλ στέφτηκε τσάρος ή κράλης; Ποια ήταν η εθνική καταγωγή του Σαμουήλ – Αρμένιος, Μακεδόνας ή Βούλγαρος; Πέρα από αυτά τα ερωτήματα, όμως, ένα είναι σίγουρο: ότι η νομιμοφροσύνη του πληθυσμού προς τον κυβερνήτη του δεν εξαρτάται τόσο από την εθνική του ταυτότητα, αλλά από την ικανότητά του να καλύπτει τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού. Ο λαός της Μακεδονίας αποδέχθηκε τον Σαμουήλ ως κυβερνήτη του. Όχι μόνο δεν υπάρχουν ενδείξεις λαϊκής δυσαρέσκειας επί βασιλείας Σαμουήλ, αλλά τόσο ο ίδιος όσο και οι διάδοχοί του ήταν σε θέση να κινητοποιούν μεγάλο στρατό.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το κράτος του Σαμουήλ διαφοροποιούταν ουσιαστικά από το Βουλγαρικό Βασίλειο. Και σήμερα, 1.000 μετά, η επιστήμη εξακολουθεί να συζητά για τον βουλγαρικό χαρακτήρα του κράτους του Σαμουήλ. Πως συνέβη αυτό;
Πρώτον, οι Βυζαντινοί συγγραφείς χρησιμοποιούσαν τον όρο Μακεδονία μόνο για τα τμήματα της Μακεδονίας που βρίσκονταν υπό βυζαντινή κυριαρχία. Έκαναν προσεκτική οριοθέτηση ανάμεσα στο κράτος του Σαμουήλ και το θέμα της Μακεδονίας για να μονοπωλήσουν το όνομα Μακεδονία μόνο για τις ανάγκες τους. Παράδειγμα τέτοιας μονοπώλησης έχουμε και σήμερα. Το σύγχρονο ελληνικό κράτος επιμένει το όνομα Μακεδονία να χρησιμοποιείται μόνο για την διοικητική περιφέρεια που βρίσκεται εντός των συνόρων του. Οι γραφειοκράτες ορισμένων διεθνών οργανισμών διαγράφουν το όνομα της “Δημοκρατίας της Μακεδονίας” και το επίθετο “μακεδονικός” με τον ίδιο ζήλο που το έκαναν οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι πριν 1.000 χρόνια.
Δεύτερον, η επίσημη βυζαντινή ιστοριογραφία αρνούνταν να αναγνωρίσει και να δώσει νομιμοποίηση στο κράτος του Σαμουήλ. Σε αντίθεση με το Πρώτο Βουλγαρικό Βασίλειο που είχε αναγνωριστεί από την Κωνσταντινούπολη και ο Βούλγαρος βασιλιάς θεωρούταν πνευματικός γιός του Βυζαντινού αυτοκράτορα, ο Σαμουήλ και το κράτος του δεν ήταν αναγνωρισμένοι. Ο Ιωάννης Σκυλίτζης ονομάζει την εξέγερση των Κομητοπούλων προσβολή και τον Σαμουήλ τύραννο. Σε αυτές της συνθήκες μη αναγνώρισης και απομόνωσης, ο Σαμουήλ στράφηκε στην Ρώμη. Το αν δέχθηκε στέμμα από τον Πάπα ή όχι είναι ένα θέμα συζήτησης, όμως το γεγονός είναι πως η μεγάλη βυζαντινή επίθεση του 1001 έλαβε χώρα μετά την στέψη του Σαμουήλ. Παρόμοιες προκλήσεις αντιμετωπίζουμε και εμείς. Οι πρώτες προσπάθειες της ανεξάρτητης “Δημοκρατίας της Μακεδονίας” να λάβει διεθνή αναγνώριση είχαν ως αποτέλεσμα μία επιθετική ελληνική διπλωματική απάντηση που έφτασε στην κορύφωσή της με το παράνομο οικονομικό εμπάργκο και την πολυετή παρεμπόδιση της (ευρωατλαντικής) ολοκλήρωσής μας.
Τρίτον, ο Johnathan Shepard σημειώνει την διαφορά μεταξύ των διακηρυγμένων και των πραγματικών σκοπών του Βασίλειου. Αν και η κατάκτηση του κράτους του Σαμουήλ ήταν ο δημόσια διακηρυγμένος στόχος του, ο πραγματικός του στόχος ήταν η διατήρηση της εσωτερικής συνοχής της Αυτοκρατορίας και ο έλεγχος του στρατού και των φιλόδοξων στρατηγών. Όσο ο Βασίλειος πολεμούσε επιτυχώς εναντίον του Σαμουήλ, η εξουσία του δεν θα τίθετο υπό αμφισβήτηση. Η προσάρτηση του κράτους του Σαμουήλ το 1018 στέρησε από τον Βασίλειο την δικαιολογία για τον περαιτέρω έλεγχο πάνω στον στρατό. Κάτι τέτοιο δεν βλέπουμε και σήμερα, που το θέμα του ονόματος της “Δημοκρατίας της Μακεδονίας” χρησιμοποιείται ως μέσο για την κινητοποίηση των ψηφοφόρων από τις ελληνικές πολιτικές ελίτ σε κάθε εκλογική αναμέτρηση;
Τέταρτον και τελευταίο, οι συγγραφείς μεταφέρουν τις αντιλήψεις της εποχής στην οποία γράφουν, στις εποχές που μελετούν και για τις οποίες γράφουν. Σύμφωνα με τον Stevenson, ο Βασίλειος ΙΙ απέκτησε το προσωνύμιο “Βουλγαροκτόνος” 150 χρόνια μετά τον θάνατό του, προκειμένου να δικαιολογηθούν οι βυζαντινές εκστρατείες εναντίον του Δεύτερου Βουλγαρικού Βασιλείου. Το προσωνύμιο του Βασίλειου ΙΙ έγινε ένα από τα κρίσιμα επιχειρήματα περί του βουλγαρικού χαρακτήρα του κράτους του Σαμουήλ και του λαού του.
Δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Δεν προσπαθώ να εξισώσω το κράτος του Σαμουήλ με την “Δημοκρατία της Μακεδονίας”, ούτε το Βυζαντινό Βασίλειο με το σύγχρονο ελληνικό κράτος. Έκανα αυτούς τους παραλληλισμούς μόνο επειδή επιβεβαιώνουν την Εγελιανή διαπίστωση, ότι αν κάτι μας διδάσκει η ιστορία είναι ότι δεν διδασκόμαστε τίποτα από την ιστορία. Θα μπορούσαμε να πάρουμε πολύ πιο σοφές αποφάσεις αν μελετούσαμε προσεκτικά την ιστορία, κυρίως αυτήν για τον Σαμουήλ.
Τι σημαίνει σήμερα αυτό για εμάς;
Επειδή βρισκόμαστε στην Αχρίδα, θα χρησιμοποιήσω ως μεταφορά μία πρακτική που συνδέεται με τον προστάτη της πόλης. Ο Άγιος Κλήμης είναι γνωστός επειδή, μεταξύ άλλων, δίδαξε τον λαό πως να μπολιάζει τα δέντρα. Γι’ αυτό σήμερα τα κεράσια της Αχρίδας είναι γνωστά ως κλημεντίνες. Όμως, εκτός από μπόλιασμα δέντρων, υπάρχει και μπόλιασμα θεωριών, ιστοριών και κοσμοθεωριών.
Στο δέντρο του κράτους του Σαμουήλ μοσχεύτηκε ένα ξένο κλαδί. Αυτό το ξένο κλαδί είναι οι επίσημες βυζαντινές αντιλήψεις για τον χαρακτήρα του κράτους του Σαμουήλ. Από τότε το δέντρο αντί για τους δικούς του δίνει ξένους καρπούς. Γι’ αυτό πολλοί χρονικογράφοι και ιστορικοί επί δεκαετίες και επί αιώνες τρέφονταν από τους καρπούς του μοσχεύματος, νομίζοντας ότι είναι οι καρποί του αρχικού δέντρου.
Τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται περαιτέρω με την Γαλλική Επανάσταση, όταν στα Βαλκάνια έφτασαν οι ιδέες για το εθνικό κράτος. Όταν η Δύση άρχισε να αναπτύσσει το μοντέλο της Βεστφαλίας για διαχωρισμό του κράτους από την εκκλησία, στην Ανατολή παρέμενε το προ-βεστφαλικό μοντέλο. Μετά την πτώση του Βυζαντίου και την κατάκτησή του από τους Οθωμανούς, η μίτρα του πατριάρχη έγινε υποκατάστατο του βασιλικού στέμματος. Ο πατριάρχης έγινε ηγέτης του μιλλέτ, συγκεκριμένα μιλλέτ-μπασής, υπεύθυνος ενώπιον του σουλτάνου για την ειρήνη και την τάξη μεταξύ των πιστών.
Με την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τα μη εδαφικά μιλλέτ έγιναν εδαφικά δοβλέτια, οι επισκοπές των τοπικών βαλκανικών εκκλησιών έγιναν τα σύνορα των νέων βαλκανικών κρατών. Οι θρησκευτικές ταυτότητες έγιναν εθνικές ταυτότητες. Στα τέλος του προ-μοντερνικού συστήματος των μιλλέτ άρχισαν να αναπτύσσονται τα σύγχρονα εθνικά κράτη.
Έχοντας μολυνθεί από τον ιό του ιμπεριαλισμού, οι βαλκανικές ελίτ ανέπτυξαν τα σχέδια για μεγάλα κράτη στα Βαλκάνια. Όμως για να εποικίσουν τον χώρο θα πρέπει πρώτα να εποικίσουν τον χρόνο. Οι σύνθετες προ-μοντερνικές διαδικασίες άρχισαν να απλοποιούνται και να ερμηνεύονται με σύγχρονες έννοιες. Τα γεγονότα του απώτερου παρελθόντος άρχισαν να ερμηνεύονται μέσα από το πρίσμα του σύγχρονου εθνικισμού… Γι’ αυτό ο Στόγιαν Πριμπίτσεβιτς ορθώς υποστηρίζει ότι “οι εθνικιστικές και πολιτιστικές προκαταλήψεις οδηγούν στο σημείο που μεγάλος αριθμός σλαβικών και μη σλαβικών κειμένων για την ‘Μακεδονία’ περιλαμβάνουν ψευδή στοιχεία, αμφίβολες θεωρίες και λάθος υποθέσεις”.
Είναι αλήθεια ότι την ιστορία την γράφουν οι νικητές. Όμως είναι επίσης αλήθεια ότι οι ηττημένοι δημιουργούν τους θρύλους, οι οποίοι αν και δεν στηρίζονται πάντα στα δεδομένα, ωστόσο μεταφέρουν το νόημα των γεγονότων. Σε αντίθεση με τον σύγχρονο άνθρωπο που έχει εκπαιδευτεί στο πνεύμα του ορθολογισμού και του καρτεσιανού σκεπτικισμού, ο προ-μοντερνικός άνθρωπος δεν εστιάζει τόσο στα γεγονότα όσο στο νόημα. Γι’ αυτό λένε ότι οι γνώσεις είναι περαστικές αλλά η σοφία αιώνια. Και αυτή η σοφία στηρίζεται στην εμπειρία πολυάριθμων γενιών.
Ο Σαμουήλ ηττήθηκε, το κράτος του προσαρτήθηκε, οι εξεγέρσεις που ακολούθησαν συνετρίβησαν. Αλλά στη συλλογική συνείδηση του λαού έμεινε η μνήμη αυτής της σύντομης αναλαμπής στην μακρά “μακεδονική” νύχτα. Όταν στην τελευταία δεκαετία του 11ου αιώνα ο Αρχιεπίσκοπος Θεοφύλακτος έφτασε στην Αχρίδα, οι κάτοικοι της πόλης τον περίμεναν με τραγούδια που υμνούσαν το διαλυμένο κράτος του Σαμουήλ.
Ίσως γι’ αυτό το 1944, ανοίγοντας την πρώτη συνεδρίαση της ASNOM (σ.σ. “Αντιφασιστική Συνέλευση για την Εθνική Απελευθέρωση της Μακεδονίας”), ο Πάνκο Μπρασνάροφ, που συμμετείχε στην εξέγερση του Ίλιντεν το 1903, είπε ότι με την κίνηση αυτή ο “μακεδονικός” λαός ξεπλένει την ντροπή της σκλαβιάς δέκα αιώνων, από την πτώση του κράτους του Σαμουήλ, για να γεννηθεί ένα νέο, φωτεινό και ελεύθερο “μακεδονικό” κράτος.
Αυτή η “Μακεδονία” της ASNOM είναι το δέντρο που βγαίνει από την ρίζα από την οποία βγήκε και το κράτος του Σαμουήλ. Και ως δέντρο έδωσε τον αληθινό καρπό, εκείνον που για πολύ καιρό ήταν ξεχασμένος και καταπιεσμένος από τα μοσχευμένα κλαδιά ιδεολογιών και προπαγάνδων. Αυτός ο καρπός είναι, μεταξύ άλλων, η ανεξάρτητη και κυρίαρχη “Δημοκρατία της Μακεδονίας”, στην οποία εσείς οι ιστορικοί έχετε πλήρη ακαδημαϊκή ελευθερία να κάνετε έρευνες και να γράφετε. Αυτή η ελευθερία σας επιτρέπει δίχως ίχνος φόβου και με κριτική ματιά να επανεξετάσετε τα δόγματα που λαξεύτηκαν στην πέτρα και που για δεκαετίες θεωρούνταν ως κοινά αποδεκτά γεγονότα από ορισμένους συναδέλφους σας σε γειτονικές χώρες.
Σήμερα όμως, δυστυχώς, γίνονται προσπάθειες και σε αυτό το δέντρο να μοσχευτεί ξένο κλαδί. Και αυτό το ξένο κλαδί είναι η Συμφωνία των Πρεσπών. Το άρθρο 8 παράγραφος 5 προβλέπει την συγκρότηση μεικτής διεπιστημονικής επιτροπής για θέματα ιστορίας, αρχαιολογίας και εκπαίδευσης. Αυτή η επιτροπή θα έπρεπε να εξετάζει την αντικειμενική επιστημονική ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, ωστόσο συμπτωματικά θα το κάνει υπό την επίβλεψη των Υπουργείων Εξωτερικών των δύο χωρών.
Οι συντάκτες του κειμένου της Συμφωνίας των Πρεσπών, όποιοι και αν είναι αυτοί, έδειξαν ότι είτε δεν έχουν στοιχειώδη γνώση της βαλκανικής ιστορίας, είτε ανησυχητική αδιαφορία για τις σύνθετες διαδικασίες οικοδόμησης των βαλκανικών ταυτοτήτων. Ειλικρινά, δεν ξέρω τι από τα δύο είναι χειρότερο. Αλλά πάνε και ένα βήμα παρακάτω, αρνούμενοι πολλές οικουμενικές αξίες. Αρνούνται το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, που σημαίνει ότι μόνο το έθνος έχει δικαίωμα να αποφασίζει για την μοίρα του, ότι κανένας δεν είναι εξουσιοδοτημένος να επεμβαίνει δια της βίας στην ζωή του, να καταργεί τις σχολές του και τους άλλους θεσμούς, να ασκεί βία στα ήθη και στα έθιμά του, να περιορίσει την γλώσσα του ή να απαγορεύει τα δικαιώματά του. Αρνούνται το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και της έκφρασης που είναι εγγυημένα από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών, την δική σας ακαδημαϊκή και εκπαιδευτική δράση θα την επιτηρούν πολιτικοί, διπλωμάτες και γραφειοκράτες που θα λογοκρίνουν με ζήλο τα βιβλία που γράφετε ή πάνω στα οποία διδάσκετε.
Ένας από τους λόγους για την κατάρρευση του κράτους του Σαμουήλ ήταν η ευκολία με την οποία η ελίτ του άλλαζε στρατόπεδο για τίτλους, υποτροφίες και εξουσία. Κάτι τέτοιο βλέπουμε και σήμερα.
Σε τέτοιες συνθήκες, δυστυχώς, πάντα θα βρεθεί κάποιος που θα δεχθεί να συγγράψει πολιτικώς ορθή ιστορία, στην οποία θα επιβάλλονται οι παραστάσεις που ταιριάζουν στις διαθέσεις του νότιου γείτονά μας. Και αυτούς τους καρπούς αυτού του νέου μοσχεύματος θα τους δώσουν στα παιδιά μας στα σχολεία και στους φοιτητές μας στα πανεπιστήμια.
Ο μεγάλος αναλυτής της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, Νίκος Δήμου, λέει ότι οι Έλληνες έχουν ανάγκη να μυθοποιούν τον εαυτό τους και να δαιμονοποιούν τους άλλους. Η Συμφωνία των Πρεσπών έχει σκοπό να μας μετατρέψει σε υποσημείωση σε κάποια ξένη εκδοχή της ιστορίας και με αυτόν τον τρόπο να κλείσει το ζήτημα της αυτοδιάθεσης του “μακεδονικού” λαού και της κυρίαρχης και ανεξάρτητης “Δημοκρατίας της Μακεδονίας” του.
Η εμπειρία δείχνει ότι σχεδόν όλα τα προβλήματα στα Βαλκάνια ξεκινούν όταν οι πολιτικοί ασχολούνται με την ιστορία και οι ιστορικοί με την πολιτική. Κάποιος θα μου πει “Πρόεδρε, και η δική σου ομιλία είναι αφιερωμένη στην ιστορία”. Όμως εγώ δεν μιλώ για την ιστορία. Μιλώ για τις αρχές και τις αξίες που τίθενται υπό αμφισβήτηση λόγω της πολιτικοποίησης της ιστορίας και μιλώ γι’ αυτό με αδιαφιλονίκητα ιστορικά στοιχεία. Ως Πρόεδρος της “Δημοκρατίας της Μακεδονίας” έχω την υποχρέωση να υπερασπιστώ τα κεκτημένα για τα οποία αγωνίστηκαν οι πρόγονοί μας. Και αυτά τα κεκτημένα περιλαμβάνουν αναγκαστικά και την αλήθεια για το παρελθόν μας, ως βάση για το παρόν και το μέλλον μας.
Μιλώ όχι μόνο ως Πρόεδρος αλλά και ως πανεπιστημιακός. Να μην επιτρέψουμε σε κανέναν να πολιτικοποιήσει την ιστορική επιστήμη. Να μην επιτρέψουμε σε κανέναν να δημιουργήσει πολιτικώς ορθή ιστορία. Να μην επιτρέψουμε σε κανέναν να περιορίσει την ακαδημαϊκή μας ελευθερία και να μας λογοκρίνει.
Η λογοκρισία είναι παιδί του φόβου και μητέρα της άγνοιας. Επειδή ο φόβος της αλήθειας γεννά άγνοια. Δεν είναι παρά φόβος από την αποδόμηση των σύγχρονων εθνικών μύθων που δημιουργήθηκαν εις βάρος μας.
Πριν μία χιλιετία το κράτος του Σαμουήλ αντιμετώπισε παρόμοιες προκλήσεις με το σύγχρονο “μακεδονικό” κράτος – την “Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Οι προκλήσεις αυτές είναι η άρνηση, η μη αναγνώριση, η προσπάθεια παρεμπόδισης, η απομόνωση. Από εμάς εξαρτάται αν θα διαφυλάξουμε την ακαδημαϊκή ελευθερία ή θα παραδώσουμε στις επόμενες γενιές ως κληρονομιά μία λογοκριμένη και παραχαραγμένη ιστορία..