today-is-a-good-day
6.7 C
Athens

Η πιο ακριβής καδένα είναι της άγκυρας

Γράφει η Βασιλική Τζότζολα

Στο ραδιόφωνο, ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος[1] ξεκινά την εκπομπή του με Μπιθικώτση. Δηλαδή, Σεφέρη: «…πήραμε τη ζωή μας· λάθος!».. Πήραμε τη ζωή μας. Άνω τελεία. Και μετά, «λάθος»! Η στροφή του ποιήματος «Άρνηση» έχει ως εξής:

«Mε τί καρδιά, με τί πνοή,
τί πόθους και τί πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή
»[2].

Την ζωή μας, με τί είδους καρδιά την πήραμε; Με ποιάς ποιότητας πνοή; Τη δική μας τη ζωή, με πόσους πόθους την πήραμε; Και ποιάς εντάσεως πάθος; Παύση μετά το ερώτημα. Λίγο να ξαποστάσουμε. Αλλά, όχι να μείνουμε στην απλή διατύπωση του ερωτήματος. Να σταθούμε, αφού το κοιτάξουμε. Και να παραχωρήσουμε στον Εαυτό μας το ευεργέτημα μιας άνω τελείας. Την ελπίδα της συνέχειας, μετά από μια άνω τελεία. Που λειτουργεί ως εφαλτήριο, χωρίς κανένα στοιχείο τελεσίδικου και αμετάκλητου, όπως η αδελφή της, η σκέτη τελεία.

Πάθος. Ρίμα απόλυτη με τη λέξη «λάθος». Μην αναζητούμε τυχαιότητα, δεν υπάρχει. «Μήπως η μόνη αληθινή μορφή ζωής είναι το πάθος[3], διερωτάται ο Χρήστος Γιανναράς σε πολύ νεαρή ηλικία. Γι’ αυτόν, το πάθος ως οδύνη, τύψη ή ανελευθερία, είναι συνθηκολόγηση. Γιατί το αληθινό πάθος «είναι η μεγάλη και απεριόριστη δίψα της ψυχής, η τραγική πάλη του ανθρώπου για να ξεπεράσει το μέτριο και το συμβατικό». Να ξεπεράσει ο άνθρωπος το μέτριο. Όχι το μέτρο! Στην πολύ πρόσφατη συνέντευξή του στην «Καθημερινή»[4], ο καπετάν Τσάκος – χαρμολυπικά συγκινητικός  – λέει για τους συντοπίτες του:

«.. είμεθα Δωριείς. Μετρημένοι, αυστηροί, ολιγαρκείς. Άρχοντες του Μέτρου».

«Μέτρο» ο Γιανναράς, «μέτρο» ο καπετάν Τσάκος. Και «δίψα». Η μεγάλη και απεριόριστη δίψα του Γιανναρά, προϋπαντά εκείνη του Καπετάνιου: «Πες το ανάγκη, πες το δίψα.. το πεπρωμένο. (..) Την «Οδύσσεια» εμείς τη γράψαμε». Παραστάτης τους ο Σεφέρης, ο διπλωμάτης, ως ποιητής: «..διψάσαμε το μεσημέρι· μα το νερό γλυφό». Διψάσαμε. Άνω τελεία. Νέα παύση. Νέα περισυλλογή. Με έγνοια. Αλλά και ελπίδα. Μα το νερό γλυφό.

«Ό,τι γευόμαστε σε τούτη τη ζωή δεν είναι παρά το αρμυρό νερό που μεγαλώνει τη δίψα μας για ένταση και διάρκεια», γράφει ο Γιανναράς. Η δίψα του απόλυτου. Διψάμε το αδιάκοπα καινούργιο. Αρμυρό το νερό. Και γλυφό το νερό. Βατήρας δύσκολος το νερό. Αλλά, η δυσκολία δίνει την υψοποιόν ώθηση. Άρα, νόστιμο το νερό. Του νόστου δώρο, του γυρισμού. Είτε αυτός είναι «περιπλάνηση» κατά Τσάκο, είτε «επιστροφή». Είμαστε Οδυσσείς. Λέει ο Καπετάνιος: «όσο είσαι νέος θες να γυρίζεις, να ταξιδεύεις. Μα όσο μεγαλώνεις, τόσο θες να υπάρχει ο τόπος σου και να σε περιμένει». Γι’ αυτό «οφείλουμε να φτιάξουμε την Ελλάδα. Όλοι αυτοί που έφυγαν έξω, μια μέρα θα θελήσουν να γυρίσουν εδώ. Κι εμείς θα πρέπει να την έχουμε νοικοκυρέψει την Ελλάδα»…

«Πάθος» είναι και η αγάπη, κατά Γιανναρά. Η έξοδος από τον εαυτό σου για να προσεγγίσεις τον Άλλο. Να αγωνιάς να λυτρωθείς από το «εγώ» σου, να πεινάς να λησμονήσεις τον εαυτό σου, για να γευτείς τη στοργή προς τον Άλλο. Δε μιλώ για έρωτα. Μιλώ για αγάπη. Όπως ο καπετάν Τσάκος: «την αγαπούσα τη θάλασσα. Κι εκείνη με αντέμειψε για την αφοσίωση που της έδειξα». Αγάπη για τον Άλλο. «Είχα μια μάνα που, αντί να κλαίει όταν μπάρκαρα μικρός, ήταν ευτυχισμένη». Αγάπη. Διδαχή αγάπης. Παθιασμένης, συνάμα παραχωρητικής, διότι υποχωρητικής, αγάπης. Με πάθος. Ζών και δρών και πεινασμένο πάθος.

Και ύστερα – κατά Σεφέρη – άνω τελεία. Για να ακολουθήσει ολίγον αποκομμένο, αρκούντως έντονο (ένεκα θαυμαστικού) και σφόδρα κινητήριο, το «λάθος». Δηλαδή, το τράνταγμα. Για να κοιτάξουμε την πυξίδα, την ώρα που η καδένα της άγκυρας κινείται σαν εκκρεμές, από την καθ’ ημάς Ανατολή προς την μέλλουσα Δύση.

«Πήραμε τη ζωή μας· λάθος!»

Ας αλλάξουμε ζωή..!

 

[1] «Mea Culpa», Thema Radio, 104,6 FM

[2] Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, φιλ. επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα 1972, σελ. 13

[3] «Πείνα και Δίψα», Χρήστου Γιανναρά, Εκδ. Κ.Μ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1969, σελ. 11

[4] «Κ», Γεύμα με την «Κ», 22.10.2018, «Παναγιώτης Τσάκος: Να νοικοκυρέψουμε την Ελλάδα»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ