Η άρνηση του ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων να αποδεχθεί και να κατανοήσει το γεγονός ότι βρισκόμαστε ενώπιον μια σεισμικής αλλαγής της γεωπολιτικής σε παγκόσμια κλίμακα, κρατά στο σκοτάδι τις ευρωπαϊκές κοινωνίες για τις εξελίξεις που έρχονται. Εξελίξεις οι οποίες θα έχουν άμεση επιρροή στην καθημερινότητα τους και την επιβίωση των κρατών – εθνών τους. Οι εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι κομβικής σημασίας για αυτά που έρχονται.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη*
Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός στη γεωπολιτική ιστορία ότι από το 1950 έως το 2015 οι εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία, με δεδομένο ότι υπήρχε διακομματική υποστήριξη στο διεθνές σύστημα και θεωρούνταν αδιανόητο να υπάρχει εξωτερική υποστήριξη στη εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση. Ακόμα και σε εποχές σφοδρής πολιτικής αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ, δεν είχε σκεφτεί κανείς να ζητήσει συνδρομή από το εξωτερικό για να επικρατήσει έναντι του αντιπάλου του. Η στρατηγικής στο χώρο εθνικής ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής απολάμβανε οικουμενικής υποστήριξης και εκφράζονταν στην υποστήριξη του διεθνούς συστήματος που η ίδια η Ουάσιγκτον είχε δημιουργήσει και συντηρούσε.
Όλοι οι γεωστρατηγικοί αναλυτές είχαν την πολυτέλεια να ασχολούνται και να παρακολουθούν τις εξελίξεις όλων των χωρών, χωρίς να χρειάζεται να ασχοληθούν με τις πολιτικές εξελίξεις στην Αμερική. Το ίδιο ίσχυε και για τις πολιτικές ηγεσίες των υπολοίπων χωρών. Σήμερα όμως όλο αυτό το σκηνικό έχει αλλάξει. Το τι συμβαίνει στο εσωτερικό των ΗΠΑ και στο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ουάσιγκτον, έχει καθοριστική σημασία. Η οικουμενική υποστήριξη στη στρατηγική ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής με κέντρο το μεταπολεμικό διεθνές σύστημα, δεν υφίσταται πλέον για τον απλούστατο λόγο ότι η Ουάσιγκτον αποφάσισε να αποσύρει τη στήριξή της σε αυτό το σύστημα και να προχωρήσει στην εκ βάθρων αναπροσαρμογή του.
Σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όσο πιο επιτυχημένος είσαι, τόσο πιστεύεις ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να ανακατεύεται στις υποθέσεις σου. Όσο πιο συντηρητικός είσαι τόσο πιο πολύ πιστεύεις ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να ανακατεύεται στις οικονομικές υποθέσεις σου. Εάν είσαι με το σημερινό Δημοκρατικό Κόμμα, πιστεύεις ότι η κυβέρνηση είναι αυτή που πρέπει να διαχειρίζεται την οικονομία. Εάν είσαι στα πολύ χαμηλά εισοδήματα, πιστεύεις ότι η κυβέρνηση πρέπει όχι μόνο να σέβεται αλλά να παρεμβαίνει καθοριστικά σε όλα.
Υπάρχουν πολλές κοινωνικές – πολιτικές ομάδες στην Αμερική που είναι κοινωνικά συντηρητικοί, αλλά την ίδια στιγμή πιστεύουν ότι η κυβέρνηση πρέπει να έχει ρόλο στην εξισορρόπηση των οικονομικών ανισοτήτων. Σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες έχει στοχεύσει ο σημερινός Αμερικανός Πρόεδρος, Ντόναλντ Τράμπ, δημιουργώντας ένα νέο συνασπισμό δυνάμεων, στου οποίου το κέντρο βρίσκονται, αυτοί που έχει επικρατήσει (λάθος κατά την προσωπική μου άποψη) να αποκαλούνται λαϊκιστές, οι άνθρωποι με πολύ ισχυρές θρησκευτικές – Χριστιανικές πεποιθήσεις (Ευαγγελιστές), και αυτοί που είναι εναντίον των αμβλώσεων. Αυτές οι τρείς ομάδες είναι κοντά στον ιδεολογικό προσανατολισμό που κινεί τα συνδικάτα, τους Καθολικούς και τους Ισπανόφωνους. Το γεγονός αυτό οδήγησε και στο αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών του 2016, διότι έσπασε αυτό που μέχρι εκείνη τη στιγμή γνωρίζαμε, Δημοκρατικοί έναντι Ρεπουμπλικάνων.
Για παράδειγμα η πλειοψηφία των μελών των συνδικάτων, είναι συντηρητικοί σε κοινωνικά θέματα και η πλειοψηφία της βάσης του Προέδρου Τράμπ, είναι αυτό που έχουμε συνηθίσει να λέμε κεντροαριστεροί σε θέματα οικονομίας. Όλοι αυτοί είναι εξαιρετικά καχύποπτοι απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. Παρά την επικρατούσα άποψη οι Ισπανόφωνοι δεν είναι κλειδωμένοι στο Δημοκρατικό Κόμμα. Είναι κοινωνικά συντηρητικοί, εναντίον της μεγάλης εισροής μεταναστών, με εξαίρεση τις περιπτώσεις επανένωσης οικογενειών. Εάν μάλιστα ο Αμερικανός Πρόεδρος καταφέρει να διαχειριστεί το φυλετικό θέμα με δεξιότητα, μπορεί να κερδίσει μεγάλο μέρος της ψήφου των Ισπανόφωνων και των Αφροαμερικανών, και σαν αποτέλεσμα την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.
Πολύ ηχηρή είναι η απουσία, από τον συνασπισμό του Προέδρου Τράμπ, δυο ομάδων που παραδοσιακά βρίσκονταν στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, των δημοσιονομικά συντηρητικών και της επιχειρηματικής κοινότητας. Η βάση του Αμερικανού Προέδρου, αντιμετωπίζει αυτές τις δυο ομάδες ως αδιάφορες και κατά κάποιο τρόπο ως τον εχθρό. Σαν αποτέλεσμα η επιρροή τους πάνω στη σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ, είναι μηδαμινή. Οι δύο αυτές ομάδες λατρεύουν τους αριθμούς και υποστηρίζουν μια σκληρή φορολογική πολιτική η οποία περιορίζει στο ελάχιστο το ρόλο της κυβέρνησης. Ο συνασπισμός του Προέδρου Τράμπ γέρνει προς την άλλη κατεύθυνση στα οικονομικά, ειδικά στο θέμα των δημοσίων δαπανών, με αποτέλεσμα να βάζει απέναντι αυτές τις δυο ομάδες.
Το ερώτημα που γεννιέται είναι με ποιόν θα συμμαχήσουν οι δυο αυτές ομάδες. Με τους ενδιάμεσους, τους αποκαλούμενους Σοσιαλιστές, και τους νέους ψηφοφόρους δεν γίνεται διότι είναι ομάδες που είναι κατά της λογικής των αριθμών. Αυτό αφήνει μόνο τις ομάδες που βρίσκονται στη μεσαία κοινωνική τάξη, όπως αυτούς που είναι υπέρ των αμβλώσεων, τις ελεύθερες γυναίκες, και τους ομοφυλόφιλους. Αυτές οι ομάδες είναι υπέρ της προστασίας των περιουσιακών στοιχείων, και αυτό τις ενώνει με τις δύο ομάδες των Ρεπουμπλικάνων.
Με βάση λοιπόν αυτή τη χαρτογράφηση του νέου πολιτικού σκηνικού στις ΗΠΑ, ας σκεφτούμε λίγο εξωτερική πολιτική. Όσο βρίσκονταν σε ισχύ και δεν αμφισβητούνταν το μεταπολεμικό διεθνές σύστημα, η εξωτερική πολιτική έπρεπε να είναι οικουμενικής στήριξης. Δεν διαμορφώνονταν από το ένα ή το άλλο κόμμα και δεν είχε σημαντικές διαφορές από Πρόεδρο σε Πρόεδρο. Σήμερα όμως δεν υπάρχει μια μόνο απειλή, μια μόνο ανάγκη, ένα μόνο θέμα (όπως ήταν η Σοβιετική Ένωση). Σήμερα το κόμμα που κατέχει το Λευκό Οίκο μπορεί να διαμορφώνει τη εξωτερική πολιτική ανάλογα με τις ανάγκες της βάσης του. Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική μπορεί να αλλάζει όχι μόνο σε κάθε Προεδρία, αλλά και στη διάρκεια μιας Προεδρίας.
Αυτό θα δημιουργήσει μεγάλη αστάθεια. Βλέποντας τις εξελίξεις τα δυο τελευταία χρόνια γίνεται ξεκάθαρα αντιληπτό. Η Ουάσιγκτον έχει αποχωρήσει και απεμπολήσει πολλές συμμαχίες και πολλές γεωπολιτικές συμφωνίες. Τελευταίο παράδειγμα η αποχώρηση από τη Συμφωνία Ρέηγκαν – Γκορμπατσώφ του 1987 για τα πυρηνικά όπλα με τη Ρωσία. Σε αυτά μπορεί να προσθέσει κανείς, τη NAFTA, το ΝΑΤΟ, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, τη συμφωνία με την Κούβα, τη σχέση με την Τουρκία, και τις εξελίξεις στη Χερσόνησο της Κορέας. Όλα καταρρέουν, όλα αλλάζουν και ταυτόχρονα η αμερικανική οικονομία αναπτύσσεται ραγδαία. Και ενώ διεθνώς γίνεται το έλα να δεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ, σκοτώνονται για τον νέο Δικαστή στο Ανώτατο Δικαστήριο, και το τι έκανε όταν ήταν μαθητής στο γυμνάσιο και το λύκειο. Η εξωτερική πολιτική δεν είναι ανάμεσα στα θέματα πρώτης γραμμής. Ασχολούνται μόνο στην περίπτωση που ένα θέμα εξωτερικής πολιτικής επηρεάζει κάτι το οποίο τους καίει στο εσωτερικό.
Εκείνοι που απουσιάζουν και από τους δυο υπό διαμόρφωση πολιτικούς συνασπισμούς στο εσωτερικό των ΗΠΑ, είναι οι αποκαλούμενοι ψηφοφόροι εθνικής ασφάλειας. Αυτοί που αγωνιούν για θέματα εθνικής ασφάλειας. Δεν καίγονται για τα κοινωνικά θέματα, και τη σύγκρουση για το φορολογικό, για τα δημοσιονομικά και τη σύγκρουση της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τις Πολιτείες. Όσο οι Ένοπλες Δυνάμεις είναι ισχυρές και πολιτικά προστατευμένες, είναι ικανοποιημένοι. Η εν δυνάμει αποχώρηση των ΗΠΑ από τη διεθνή σκηνή θα τοποθετήσει την εξωτερική πολιτική πολύ χαμηλά στην ατζέντα της Αμερικής. Στο μέλλον τα κόμματα στις ΗΠΑ δεν θα έχουν μια σταθερότητα στη διαμόρφωση εξωτερικής πολιτικής. Οι ψηφοφόροι εθνικής ασφάλειας θα εξελιχθούν σε καθοριστικό γκρουπ όσο αφορά τα μελλοντικά εκλογικά αποτελέσματα. Δεν είναι τυχαίο που οι Ένοπλες Δυνάμεις βρίσκονται στην κορυφή της προτεραιότητας του Προέδρου Τράμπ.
Αυτοί που πιστεύουν ότι η σημερινή κατάσταση είναι προβληματική, δεν έχουν πάρει χαμπάρι το πως θα είναι το διεθνές σύστημα μέσα στην επόμενη δεκαετία. Πολύ απλά η πλέον ισχυρή δύναμη στον κόσμο, η οποία ήταν ο παράγοντας σταθερότητας πληρώνοντας αυτή το τίμημα, θα είναι ο παράγοντας αστάθειας που θα επιλέγει συμμάχους ανάλογα με το δικό της εθνικό συμφέρον, και αυτό έχει τη σημασία του.
Δυστυχώς στη Ευρώπη, και ακόμα χειρότερα στην Ελλάδα, ασχολούνται με τη διατήρηση του ήδη κατεστραμμένου συστήματος, αρνούμενοι να αντιληφθούν τη νέα πραγματικότητα και να διαμορφώσουν μια στρατηγική αντιμετώπισής της. Ειδικά στη χώρα μας μετά από μια καταστροφική τετραετία έχουμε περιέλθει σε μια ομφαλοσκόπηση η οποία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε εθνική καταστροφή. Η εθνικά επιζήμια Συμφωνία των Πρεσπών, μέσα από μια βρώμικη διαδικασία με ωμές παρεμβάσεις του ξοφλημένου συστήματος έχει πάρει το δρόμο της επικύρωσης χωρίς επιστροφή με καταστροφικές εθνικές συνέπειες για την Ελλάδα στο σκηνικό που έρχεται και περιέγραψα παραπάνω. Όταν και εάν ξυπνήσουν κάποιοι θα είναι πολύ αργά.
*Ο Δημήτρης Απόκης, είναι Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins Univ ersity, μέλος του The International Institute of Strategic Studies, και διετέλεσε επί σειρά ετών διαπιστευμένος ανταποκριτής στο Λευκό Οίκο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ, και το Πεντάγωνο, στην Ουάσιγκτον.