Παρουσίαση των νέων ταινιών που προβάλλονται στις κινηματογραφικές αίθουσες, αφιέρωμα σε πρόσωπα που σημάδεψαν την 7η Τέχνη και προτάσεις για κλασικά φιλμ που έγραψαν ιστορία και αξίζει να ανακαλύψουν οι φίλοι του σινεμά.
ΤΑΙΝΙΕΣ ΠΡΩΤΗΣ ΠΡΟΒΟΛΗΣ
Οι ταινίες που προβάλλονται στις κινηματογραφικές αίθουσες από την Πέμπτη (11/10).
Εννιά ακόμη αφίξεις νέων ταινιών που θα προσπαθήσουν να βρουν το κοινό τους, αν και μέσα στον υπερπληθωρισμό από φιλμ, μάλλον θα δοκιμάσουν σε άλλες μορφές προσέγγισης των κινηματογραφόφιλων. Μπορεί να υπάρχουν ταινίες που ξεχωρίζουν κι έχουν ενδιαφέρον, όπως η γαλλική αστυνομική περιπέτεια «Αδελφικοί εχθροί», αλλά σίγουρα θόρυβο προκαλεί ήδη η τελευταία ταινία του γνωστού προβοκάτορα Λαρς φον Τρίερ «Το σπίτι που έφτιαξε ο Τζακ», που δείχνει ότι έχει πλέον ξεφύγει, με το αποτρόπαιο θέαμα που προσφέρει.
«Αδελφικοί εχθροί»
(Freres ennemis) Γαλλοβελγική αστυνομική περιπέτεια του 2018, σε σκηνοθεσία του Νταβίντ Ολοφέν, με τους Ματίας Σόναρτς, Ρέντα Καντέμπ, Αντέλ Μπενσερίφ κ.ά.
Ενδιαφέρουσα και ιδιαιτέρως καλογυρισμένη αστυνομική περιπέτεια, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η γαλλική εκδοχή της «Έντασης» του μάστορα Μάικλ Μαν, με αξιοσημείωτες, ωστόσο, διαφορές. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με «σταρ» και ιδιοφυίες του εγκλήματος και της δίωξής του, αλλά με συνηθισμένους γήινους ανθρώπους και μάλιστα μαροκινής καταγωγής, που μεγάλωσαν, ζουν και δρουν στα παρισινά προάστια. Δεν κάνουν θεαματικές ληστείες, αλλά ότι κάνει ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας που ζει στην παρανομία: Διακινεί ναρκωτικά. Απ΄ την άλλη, ο αστυνόμος διώκτης του εγκλήματος, δεν είναι κάποιος ήρωας του σώματος, αλλά ένας ταπεινός άνθρωπος που πήρε τη θέση λόγω της μαροκινής καταγωγής του και ζει με τις ενοχές και τις τύψεις του -πολύ περισσότερο απ΄ ό,τι παιδικοί του φίλοι που βρίσκονται απέναντι στο νόμο και στον ίδιο. Οι δυο τους θύματα μιας «προδοσίας», θα πρέπει να αφήσουν κατά μέρος τις διαφορές τους και να συνεργαστούν για να βρουν ποιος ευθύνεται για τη δολοφονία του κοινού τους παιδικού φίλου και επίσης εμπόρου ναρκωτικών, μέσα σε ένα δύσκολο περιβάλλον όπου έχει χαθεί η εμπιστοσύνη και οι στοιχειώδεις αξίες.
Ρεαλιστικές εικόνες των παρισινών προαστίων, εγκλωβισμένοι άνθρωποι σε μια πόλη, μια ζωή που δεν επέλεξαν, αλλά ήρθε ως φυσιολογική εξέλιξη. «Κλέφτες και αστυνόμοι» που μοιάζουν να είναι απαραίτητοι σε αυτό το σύγχρονο τρόπο ζωής.
Ο Ελοφέν κινηματογραφεί με δυναμισμό και λιτό τρόπο, χωρίς πολλά πολλά λόγια, έχοντας από κοντά τα πρόσωπα των ηρώων του, με σκοτεινά πλάνα, ακουμπώντας στην παράδοση του γαλλικού φιλμ νουάρ, ενώ είναι φανερό ότι δεν θέλει να εντυπωσιάσει με προσχηματικές εκπλήξεις και ανατροπές. Αν χάνει κάπου η ταινία είναι στο ότι όλα αυτά κάπου τα έχουμε ξαναδεί, αλλά σε μεγάλο βαθμό έτσι είναι πια ο κινηματογράφος.
«Κολέτ»
(Colette) Βιογραφική ταινία αμερικανοαγγλικής παραγωγής 2018, σε σκηνοθεσία Γουός Γουέστμορλαντ με τους Κίρα Νάιτλι, Ντόμινικ Γουέστ, Έλινορ Τόμλισον, Φιόνα Σο κ.ά.
Βιογραφικό δράμα ή μπορεί να το δεις, με μια πιο ευχάριστη διάθεση και ως σάτιρα της «μπελ επόκ», της διανόησης εκείνης της εποχής, αλλά και τη χειραφέτηση μιας γυναίκας που βρέθηκε από την γαλλική επαρχία στο Παρίσι, το οποίο θα κατακτήσει με μια σειρά βιβλίων -με λίγο πολύ σκανδαλιστικά θέματα- που, ωστόσο, υπογράφει ο άνδρας της. Κι όλα αυτά με ένα βρετανικό καστ και έναν Άγγλο σκηνοθέτη, που διατηρεί όλα τα χαρακτηριστικά των ταινιών του είδους αν και περισσότερο προσεγγίζει μια στρωτή, δίχως γωνίες, τηλεταινία του BBC.
Η Κίρα Νάιτλι, επιστρέφει στο γνώριμο προς αυτήν είδος, τις ταινίες εποχής, υποδυόμενη τη Σιντονί Γκαμπριέλ Κολέτ, μια δυναμική και συναισθηματική γυναίκα, που παντρεύεται ένα μεγαλύτερό της κατά πολύ, επιχειρηματία των γραμμάτων στο Παρίσι, στα τέλη του 19ου αιώνα. Εκείνος, ένας γλεντζές, σπάταλος και με ροπή στην απιστία, πείθει την Κολέτ να γράψει ένα μυθιστόρημα, αλλά στο ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί ο ίδιος, παρότι ήταν εντελώς ατάλαντος.. Αυτό και τα επόμενα βιβλία με την ίδια ηρωίδα, θα γίνουν μπεστ σέλερ, αλλά ταυτόχρονα δοκιμάζεται η σχέση τους, καθώς η Κολέτ βρίσκεται στη σκιά του άνδρα της, που ρουφά όλη τη δόξα, αλλά και την αδυναμία της στις άλλες γυναίκες, όπως άλλωστε και εκείνος…
Γιατί μπορεί να το δει κάποιος και ως σάτιρα; Μα για το πως καλογραμμένες ιστοριούλες μπορούν να κατακτήσουν το αναγνωστικό κοινό και να φέρουν χρήμα στους παραγωγούς, αλλά και πως από το τέλος του 19ου αιώνα υπήρχε το απαραίτητο μάρκετινγκ για την επιτυχία και το χρήμα, κάτι στο οποίο είχε ταλέντο ο σύζυγός της συγγραφέως Ανρί Γκοτιέ Βιλάρ.
Οι ηθοποιοί, της βρετανικής σχολής, τα πάνε καλά και ειδικά ο Ντόμινικ Γουέστ, αλλά η Κίρα Νάιτλι, που έχει την κινηματογραφική παιδεία, θα πρέπει μάλλον να το προσέξει αυτό με την ενσωματωμένη «μποτοξιέρα» στο πρόσωπό της. Ειδικά σε μια δραματική ταινία και μάλιστα εποχής, το σκάσιμο μιας ρυτίδας είναι φυσιολογικό και ίσως απαραίτητο.
ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΑΚΟΜΗ
«Το σπίτι που έφτιαξε ο Τζακ»
(The house that Jack build) Θρίλερ σε διεθνή παραγωγή του 2018, σε σκηνοθεσία του Λαρς φον Τρίερ, με τους Ματ Ντίλον, Μπρούνο Γκανς, Ούμα Θέρμαν, Ράιλι Κίο κ.ά.
Κάτι παράξενο πρέπει να συμβαίνει εκεί ψηλά στη Σκανδιναβία γιατί δεν μπορεί να φταίει μόνο η προβοκατόρικη και προκλητική συμπεριφορά του Λαρς φον Τρίερ, για το ανατριχιαστικά αποτρόπαιο θέαμα που προσφέρει στην τελευταία του ταινία. Ο Τρίερ, μπορεί να κατέχει την τεχνική της κάμερας, αλλά δείχνει να απέχει πολύ από το τι πρέπει να την κάνει. Βεβαίως είναι γνωστό ότι έχει το δικό του κοινό σε όλο τον κόσμο και σίγουρα θα πάει να δει «Το σπίτι που έφτιαξε ο Τζακ», αν και τα θεμέλια είναι σάπια. Εδώ είναι ίσως και το μόνο που έχει δίκιο, πράγματι τα θεμέλια αυτού του κόσμου -στον οποίο έχουμε εγκλωβιστεί- είναι σάπια.
Εδώ, ο Τρίερ φτιάχνει το πορτρέτο ενός δολοφόνου τέρατος, ενός «σίριαλ κίλερ», ενός καλλιεργημένου πολιτικού μηχανικού που παρασύρει τα θύματά του και τα σκοτώνει με σαδιστικούς τρόπους. Μας δείχνει με εμετικές λεπτομέρειες δολοφονίες που σε ανυποψίαστο θεατή θα προκαλέσουν το πιθανότερο στομαχική διαταραχή.
«Alpha»
(Alpha) Περιπέτεια αμερικανικής παραγωγής 2018, σε σκηνοθεσία Άλμπερτ Χιουζ, με τους Κόντι Σμιτ-Μακφί, Γιοχάνες Χάουκουρ Γιοχάνεσον, Νατάσια Μαλτέ, Λέονορ Βαλέρα.
Προϊστορική περιπέτεια ή μάλλον παραμυθάκι που συνδυάζει τον «Ασπροδόντη» με την κυριαρχία που είχε η φύση πάνω στους ανθρώπους 20.000 χρόνια πριν. Εύπεπτο, χωρίς να λέει τίποτα πέρα από τα συνηθισμένα και πέρα από μερικά απλοϊκά μηνύματα (ο σεβασμός στη φύση, η δύναμη του ανθρώπου, η σχέση πατέρα γιου κλπ), αλλά τουλάχιστον αποφεύγει τους πομπώδεις τρόπους και τις μεγαλοστομίες. Ωστόσο, μάλλον δεν θα ικανοποιήσει τους λάτρεις της καταιγιστικής περιπέτειας, όπως μπορεί να προβάλλεται. Συμπαθητικό, μικρό, μάλλον για το βίντεο και μια κρύα νύχτα δίπλα στο τζάκι.
Στο τέλος της Εποχής των Παγετώνων, ένας νεαρός, γιος του αρχηγού μιας μικρής φυλής, μετά από ένα ατύχημα σε ένα κυνήγι, θα βρεθεί τραυματισμένος και μόνος στο πουθενά, καθώς όλοι και ο πατέρας του θα νομίσουν ότι είναι νεκρός. Ο νεαρός, θα αναγκαστεί να επιβιώσει στην άγρια και παγωμένη φύση παρέα με ένα λύκο, τον οποίο θα εξημερώσει. Οι δυο τους θα αναπτύξουν ένα σπάνιο δέσιμο και μαζί θα αντιμετωπίσουν τους κινδύνους μέχρι να φτάσουν στο τέλος όλα καλά.
Καλός ο νεαρός πρωταγωνιστής Κόντι Σμιτ-Μακφί, αλλά καλύτερο το λυκόσκυλο που παίζει δίπλα του τον λύκο…
«Mε διαβατήριο τη γοητεία»
(The charmer) Κοινωνική ταινία δανέζικης παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία του Μιλάντ Αλαμί, με τους Αρνταλάν Εσμαΐλι, Σόχο Ρεζανεχάντ, Λαρς Μπρίγκμαν κ.ά.
Ο ιρανικής καταγωγής σκηνοθέτης Μιλάντ Αλαμί, που ζει και εργάζεται πλέον στη Δανία, κάνει μια ταινία για να πει κάτι ενδιαφέρον, δηλαδή ότι μπορεί να νιώθεις ξένος παντού. Αλλά όλα αυτά μέσα από διδακτισμούς, τα γνωστά κλισέ, αλλά και ηθικολογίες που προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ Δύσης και Ανατολής και πέφτουν τελικά στο κενό.
Ένας τριαντάχρονος Ιρανός μετανάστης στην Κοπεγχάγη, τα πρωινά εργάζεται ως μεταφορέας, για να στέλνει χρήματα και στην οικογένειά του στην πατρίδα, ενώ τα βράδια φορά το μοναδικό του κοστούμι και προσπαθεί να γοητέψει γυναίκες, που αναζητεί στα μπαρ. Στόχος του να βρει μία σύντροφο για να αποκτήσει μόνιμη διεύθυνση και να πάρει την πολυπόθητη άδεια παραμονής.
«Οι άντρες δεν κλαίνε»
(Muskarci ne placu) Ψυχολογικό δράμα (παραγωγής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, Σλοβενίας, Κροατίας, Γερμανίας) του 2018, σε σκηνοθεσία Άλεν Ντρίζεβιτς, με τους Μπρόρις Ισάκοβιτς, Λέον Λούτσεφ κ.ά.
Θεατρικής δομής ψυχολογικό δράμα, για τη συμφιλίωση μετά από έναν εμφύλιο, που αποτελεί την επίσημη υποψηφιότητα της Βοσνίας για τα Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.
Οκτώ βετεράνοι του πολέμου, Βόσνιοι, Κροάτες και Σέρβοι, μαζεμένοι σε ένα χειμερινό ξενοδοχείο της ορεινής Βοσνίας το καλοκαίρι, θα βρεθούν σε ένα ομαδικό εργαστήριο ψυχανάλυσης. Ο καθοδηγητής τους, ένας Σλοβένος, τους πιέζει να κοιτάξουν κατάματα τα τραύματά τους, να ανακαλέσουν το γεγονός που τους σημάδεψε και να το αναπαραστήσουν, για να το αντιμετωπίσουν.
«Η Μεγάλη Νύχτα του Φρανσίσκο Σάνκτις»
(La Larga Noche de Francisco Sanctis) Αργεντίνικο πολιτικό θρίλερ του 2018, σε σκηνοθεσία των Φρανσίσκο Μάρκες, Αντρέα Τέστα, με τους Ντιέγκο Βελάσκες, Λάουρα Παρέδες, Βαλέρια Λοΐς κ.ά.
Πολιτικό θρίλερ που δεν είναι καθόλου αδιάφορο και θα μπορούσε ίσως να βρει το κοινό του αν δεν υπήρχε αυτή η πλημμυρίδα ταινιών στις αίθουσες.
Η ιστορία διαδραματίζεται στο Μπουένος Άιρες του 1977, όπου πριν ένα χρόνο έχει καταλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας με πραξικόπημα ο στυγνός δικτάτορας Βιντέλα. Ο Φρανσίσκο Σάνκτις, ένας οικογενειάρχης (με επαναστατικές ιδέες και δράση στο παρελθόν) που πλέον ζει μια ήσυχη ζωή, μαθαίνει για μια επικείμενη απαγωγή (από τις χιλιάδες) του στρατιωτικού καθεστώτος. Ο ίδιος έχει μόνο μια νύχτα για να πάρει την πιο σημαντική απόφαση της ζωής του. Να προσπαθήσει να τους προειδοποιήσει, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του ή να στρέψει αλλού το κεφάλι του και να συνεχίσει να ζει ήσυχα; Ένα ερώτημα που τέθηκε σε χιλιάδες ανθρώπους σε όλη τη γη, όταν οι δικτατορίες ήθελαν να καθαρίσουν τους «ενοχλητικούς».
«Ευρώπη, το όνειρο»
Ντοκιμαντέρ, ελληνικής παραγωγής του 2017, σε σκηνοθεσία Αννέτα Παπαθανασίου και Άγγελου Κοβότσου.
Ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ για το ρατσισμό και την ξενοφοβία, αλλά και την οικονομική κρίση που διαλύει τα όνειρα των νέων. Οι Παπαθανασίου-Κοβότσος, που έχουν γράψει και το σενάριο ακολουθούν τρία παιδιά, ένα ελληνόπουλο, που με κλίση στη δραματική τέχνη έχει το όνειρο να φύγει για σπουδές στο εξωτερικό, χωρίς να επιβαρύνει τους οικονομικά αδύναμους γονείς του, ένα 17χρονο από τη Συρία, που έφτασε στη Βιέννη και περιμένει την άφιξη της διασκορπισμένης οικογένειάς του, αλλά και ένα προσφυγόπουλο από το Αφγανιστάν, που προσπαθεί να προσαρμοστεί στην καθημερινότητα της Στοκχόλμης, όπου ζει σε ένα ξενώνα προσφύγων.
«Σιωπηλός διάδρομος»
(Down a Dark Hall) Ταινία τρόμου αμερικανικής παραγωγής 2018, σε σκηνοθεσία Ροντρίγκο Κορτές, με τους ΑναΣοφία Ρομπ, Ούμα Θέρμαν, Ιζαμπέλ Φούρμαν, Βικτόρια Μορόλε κ.ά.
Ακόμη μία ανούσια ταινία τρόμου που απευθύνεται στο νεανικό κοινό, λες και τα 17χρονα ζουν για να δίνουν τον όβολό τους στα αμερικανικά στούντιο.
Μία προβληματική και βίαιη έφηβη αναγκάζει τους γονείς της να τη στείλουν για τη διαπαιδαγώγησή της σε ένα αυστηρό οικοτροφείο, που υπόσχεται την αναμόρφωσή της, αλλά και σε μια ανωτέρου επιπέδου εκπαίδευση. Εκεί η νεαρά θα βρεθεί με ακόμη τέσσερα προβληματικά κορίτσια, χωρίς επικοινωνία με τον έξω κόσμο, αντιμέτωπη με τη μυστηριώδη διευθύντρια του οικοτροφείου και τους αυστηρά επιλεγμένους καθηγητές για τα τέσσερα, τα πιο σημαντικά, μαθήματα της ζωής τους, τα μαθηματικά, τη μουσική, τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία…
ΠΡΟΣΩΠΑ
Ορέστης Μακρής: Τεράστιος ηθοποιός και θεμελιωτής του νεορεαλιστικού ύφους
Στην περιορισμένη ελληνική κινηματογραφική βιοτεχνία, ο Ορέστης Μακρής έχει παραμείνει ως ο ιδανικός «μπεκρής», αλλά και ως ήρωας λαϊκών χαρακτήρων, όπως του συντηρητικού πατέρα, του γκρινιάρη, του ιδιότροπου, αλλά και του στριμμένου, που κατά βάθος όμως κρύβει μια ψυχούλα. Ωστόσο, ο αγαπημένος ηθοποιός, πάνω απ΄ όλα είναι ένας σπουδαίος της υποκριτικής τέχνης, που είχε μια βαθιά παιδεία, μια αξεπέραστη ποιότητα, ένας από τους σημαντικότερους της χρυσής γενιάς που βγήκε στο σανίδι τη δεκαετία του ΄30 και στο σινεμά τη χρυσή δεκαετία του ΄50, όταν και θεμελιώθηκε ο λεγόμενος «παλιός εμπορικός κινηματογράφος».
Με αφορμή τα 120 χρόνια από τη γέννησή του πριν λίγες ημέρες, το Πρακτορείο θυμίζει μερικά από τα σημαντικότερα πλάνα της ζωής του και της σπουδαίας καριέρας του, που θα μπορούσε να απογειωθεί αν είχε τη δυνατότητα εκτενέστερης συνεργασίας με σκηνοθέτες, παραγωγούς, σεναριογράφους του επιπέδου του.
Ο Ορέστης Μακρής, ήρθε στη ζωή το φθινόπωρο του 1898, στις 30 Σεπτεμβρίου (κάτι που ελέγχεται λόγω εποχής), στη Χαλκίδα. Γρήγορα κατάλαβε το χάρισμα που είχε στο τραγούδι και σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών φωνητική, ενώ πριν ανοίξει τα φτερά του και σε ηλικία 20 ετών ντύθηκε στο χακί για να υπηρετήσει στη Μικρά Ασία.
«Με λεν μπεκρή»
Στα μέσα της δεκαετίας του ΄20 πρωτοεμφανίστηκε ως τενόρος στην ελληνική οπερέτα, η οποία όμως ήταν στην παρακμή της και στις αρχές της δεκαετίας του ΄30 μεταπήδησε στην επιθεώρηση, ένα είδος που για πάνω από 60 χρόνια ήταν η λαϊκή διασκέδαση, για εκατομμύρια ανθρώπους, που ήθελαν να ξεφύγουν από τις δυσκολίες της ζωής. Ο Αντώνιος Βώττης του ανέθεσε το νούμερο τού «μεθυσμένου», που είχε γράψει πριν τρία χρόνια και δεν έβρισκε τον κατάλληλο ερμηνευτή. Τραγουδώντας και παίζοντας το νούμερο «Με λεν μπεκρή» στην επιθεώρηση «Ο παπαγάλος του 1932», με το θίασο του Σπύρου Πατρίκιου, που κι αυτός είχε μεταπηδήσει από την οπερέτα στην επιθεώρηση, ο Ορέστης Μακρής έγινε μέσα σε μια νύχτα πρωταγωνιστής του ελαφρού θεάτρου.
Το 1941, σχημάτισε θίασο με τον Κυριάκο Μαυρέα και το 1943 με το Μάνο Φιλιππίδη και τις αδελφές Καλουτά. Το 1946 συμμετείχε στο θίασο των «Πέντε Άσσων» στο Λυρικό, με Σοφία Βέμπο, Μάνο Φιλιππίδη, Κυριάκο Μαυρέα, Βασίλη Αυλωνίτη και Μίμη Κοκκίνη. Αργότερα συγκρότησε το δικό του θίασο και για χρόνια περιόδευε σε όλη την Ελλάδα.
Ιστορική θα μείνει η πρωτοβουλία του να κάνει τη δική του «χορογραφία» με θέμα τη «Λίμνη των Κύκνων», όταν το 1959 ήταν στην Ελλάδα τα μπαλέτα Μπολσόι, για παραστάσεις στο Ηρώδειο. Ο Μακρής, που τότε έπαιζε στο Περοκέ, για να σατιρίσει τα διάσημα μπαλέτα, έστησε τη δική του χορογραφία, προκαλώντας ποταμούς δακρύων από τα γέλια. Κι αυτό γιατί οι μπαλαρίνες – κύκνοι ήταν οι Βασίλης Αυλωνίτης, Νίκος Σταυρίδης και Σταύρος Παράβας, ενώ τον βασικό ρόλο του αλλοπρόσαλλου φτερωτού κύκνου, τον κράτησε για τον εαυτό του.
Στο σινεμά
Με τον καιρό τυποποιήθηκε στο ρόλο του μπεκρή, στον οποίο, ωστόσο, έδωσε κοινωνικές διαστάσεις, καθώς τα προβλήματα της ζωής ήταν αυτά που τον είχαν κάνει να πίνει. Το 1950 είχε την τύχη να ενσαρκώσει και στον κινηματογράφο το χαρακτήρα που τον έκανε γνωστό, στην ταινία του ίσως καλύτερου Έλληνα σκηνοθέτη, Γιώργου Τζαβέλλα. «Ο Μεθύστακας», που ήταν σε παραγωγή της «Φίνος Φιλμ», είχε τεράστια απήχηση στον κόσμο και έκοψε περίπου 305.000 εισιτήρια στην α΄ προβολή της, σημειώνοντας ρεκόρ για την εποχή της.
Ήταν η αρχή μιας σημαντικής καριέρας που τον ανέδειξε δίχως άλλο και ως τον θεμελιωτή του νεορεαλιστικού ύφους στην υποκριτική. Είχε την τύχη το 1952 να παίξει τον «Γρουσούζη» και στη συνέχεια στις πολύ καλές ταινίες «Κάλπικη Λίρα», «Το Αμαξάκι», «Η θεία από το Σικάγο» και «Η κυρά μας η μαμή», δίνοντας μια άλλη διάσταση στους χαρακτήρες που αντιπαθούμε και κερδίζοντας με τη βαθιά ποιότητά του και τη φυσική του ευγένεια, το κοινό, αλλά και την μεγάλη εκτίμηση των συναδέλφων του, όπως του Δημήτρη Χορν.
Στην ήσυχη προσωπική του ζωή ήταν οικογενειάρχης, πατριώτης, τρυφερός, δεν είχε πάθη – με την ευκαιρία δεν ήταν ούτε πότης- και στο μόνο που δεν σήκωνε κουβέντα ήταν να ακολουθήσουν τα παιδιά του το δικό του δρόμο στο σανίδι. Ίσως γιατί γνώριζε από την καλή και την ανάποδη τι σημαίνει θεατρίνος, πόσο κόπος και θυσίες απαιτούνται και με ανταπόδοση μόνο το χειροκρότημα. Άλλωστε, όπως πολλοί σημαντικοί του ελληνικού θεάτρου – κι ας είχαν τεράστιες επιτυχίες στο σινεμά- πέθανε κι αυτός πάμφτωχος. Ήταν στις 25 Ιανουαρίου του 1975, προκαλώντας συγκίνηση και θλίψη σε όλο τον ελληνισμό.
Οι καλύτερες ταινίες του
Αξέχαστες θα μείνουν οι μεγάλες επιτυχίες του στο σινεμά, ειδικά όταν υπήρχε ένας άξιος σκηνοθέτης και μια φροντισμένη παραγωγή. Τι μπορεί να προσθέσει κάποιος για ταινίες όπως «Η κυρά μας η μαμή», «Η θεία από το Σικάγο», «Η κάλπικη λίρα» ή «Ο Μεθύστακας»; Άλλωστε είναι ταινίες που ευτυχώς βλέπουμε συχνά στην τηλεόραση και αποτελούν την παρακαταθήκη του Ορέστη Μακρή στη πολιτιστική μας κληρονομιά. Υπάρχουν όμως δυο ταινίες του, όχι και τόσο γνωστές ή χιλιοπαιγμένες, που πραγματικά τόσο ο πρωταγωνιστής όσο και η συνολική αξία των ταινιών αυτών ξεφεύγουν από τα συνήθη ελληνικά επίπεδα.
Η πρώτη είναι «Ο Γρουσούζης», μία παραγωγή του 1952, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Γιώργου Τζαβέλλα και σε παραγωγή Φίνος Φιλμς. Είναι γυρισμένη σε μια γειτονιά της Πλάκας και αξέχαστος πρωταγωνιστής ερμηνεύει τον Αγαθοκλή, έναν ιδιότροπο γκρινιάρη ιδιοκτήτη καφενείου με τακτικούς θαμώνες διάφορους κλασικούς τύπους μιας γειτονιάς. Όταν ο Αγαθοκλής βρίσκει στο κατώφλι του καφενείου του ένα μωρό, προς έκπληξη όλων αποφασίζει να μη το παραδώσει στην αστυνομία και να το κρατήσει….
Υπέροχος ο Μακρής μαγεύει με την ερμηνεία του, πετώντας από τον γρουσούζη, τον δύστροπο χαρακτήρα στον άνθρωπο με τη χρυσή καρδιά και την ευγένεια με την ευκολία ενός δεινού ακροβάτη, προσφέροντας κύματα συγκίνησης και ανθρωπιάς. Ο Τζαβέλλας έχει κάνει τρομερή δουλειά στην αναπαράσταση της παραδοσιακής γειτονιάς, αλλά και στους υπόλοιπους χαρακτήρες, τους οποίους ερμηνεύουν έξοχα οι Γεωργία Βασιλειάδου (κουτσομπόλα σπιτονοικοκυρά), ο Μίμης Φωτόπουλος (τεμπελάκος μάγκας, που απειλούσε ότι θα πάει στο καφενείο του Τρύφωνα), ο Ντίνος Ηλιόπουλος (συνταξιούχος που είχε καταλάβει τη χρυσή καρδιά του φίλου του Αγαθοκλή) και η Δάφνη Σκούρα (μητέρα του βρέφους).
Η δεύτερη ταινία, ίσως και μία από τις σημαντικότερες του ελληνικού κινηματογράφου, είναι το κλασικό «Το αμαξάκι», που γύρισε ο Ντίνος Δημόπουλος το 1957, σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη. Εδώ ο Μακρής ερμηνεύει έναν γέρο αμαξά, που μεγαλώνει το ζωηρό γιό του, με δυσκολία, καθώς ο «τουρισμός» θέλει να τον διώξει από την πιάτσα του και παράλληλα πρέπει να αντιμετωπίσει και τις νέες εποχές, τη χρήση του αυτοκινήτου, αλλά κυρίως το «μικρόβιο» της προτεινόμενης ευημερίας και του κυνηγιού του χρήματος, του παραμερισμού των αξιών με τις οποίες μεγάλωσε, της ευγένειας και της ανθρωπιάς. Θα βρεθεί σε δεινή θέση, καθώς χάνει το φίλο του και επίσης αμαξά (Αυλωνίτη) που θα προτιμήσει να γίνει ταξιτζής, αλλά με τον καιρό και το μεροκάματο, καθώς και το πολυαγαπημένο του άλογο (η σκηνή που κάνουν ευθανασία στο άλογο μπροστά στον Μακρή, ανεπανάληπτη και ο ίδιος ακαταμάχητος) και θα μείνει με την ορφανή κοπέλα που είχε παρασύρει ο ξενιτεμένος πια γιος του. Μία συγκλονιστική ταινία, η οποία είχε συμμετάσχει στο φημισμένο τότε φεστιβάλ του Κάρλο Βιβάρι και είχε κάνει αίσθηση τόσο η σκηνοθεσία του Τζαβέλλα όσο και η ερμηνεία του Ορέστη Μακρή.
Η εξαιρετική φωτογραφία και το μοντάζ είναι του Ντίνου Κατσουρίδη, η μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ενώ δίπλα στον πρωταγωνιστή παίζουν μια σειρά από έξοχους καρατερίστες, όπως η Αντιγόνη Βαλάκου, ο Στέφανος Στρατηγός, η Χριστίνα Καλογερίκου, η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Παντελής Ζερβός, ο Γιώργος Τσιτσόπουλος και φυσικά ο Βασίλης Αυλωνίτης, που θα μείνει για την ατάκα του «πουαμόρ».
Πέρα, όμως, από τις έξοχες πρωταγωνιστικές του εμφανίσεις, κάνει μια εμφάνιση, συνολικά 2-3 λεπτών και στη μεγάλη επιτυχία «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο». Ανάμεσα σε πολλούς άξιους ηθοποιούς, ο Μακρής στο ρόλο του καθηγητή της γυμναστικής, όχι μόνο κερδίζει τις εντυπώσεις, αλλά δείχνει και τι σημαίνει ρεαλιστικό παίξιμο, χωρίς να χάνει την κωμική του διάσταση και θυμίζοντας σε όλους μας εικόνες από το σχολείο. Πραγματικά αξιοθαύμαστος.
CLASSIC CINEMA
Κλασικές αριστουργηματικές ταινίες και διαμάντια της 7ης Τέχνης, άγνωστες στο ευρύ κοινό, που αξίζει να ανακαλύψουν οι φίλοι του σινεμά και μπορούν να βρουν στα βίντεο κλαμπ, στο διαδίκτυο, στη συνδρομητική τηλεόραση κλπ.
Τρία εξαιρετικά φιλμ του Αυστριακού σκηνοθέτη του αμερικανικού κινηματογράφου, Φρεντ Τσίνεμαν, που έγραψε τη δική του ιστορία στο παγκόσμιο σινεμά. Το κλασικό γουέστερν «Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές», το φορτωμένο με 8 Όσκαρ «Όσο υπάρχουν άνθρωποι» και το σχετικά άγνωστο, αλλά υπέροχο «Παιδιά χωρίς όνομα».
Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές (1952)
Δραματικό γουέστερν του Φρεντ Τσίνεμαν με τους Γκάρι Κουπερ, Γκρέις Κέλι, Λόιντ Μπρίτζες, Κάθι Ντουράντο και Τόμας Μίτσελ.
Ένα από τα κλασικότερα γουέστερν της χρυσής εποχής, αλλά πολύ διαφορετικό και με σαφή κοινωνικά και πολιτικά μηνύματα, που έρχονται αβίαστα από τα γεγονότα και τους χαρακτήρες της ιστορίας, η οποία ουσιαστικά αφορά λίγες ώρες μιας ημέρας σε μία μικρή πόλη της αμερικανικής Δύσης. Ο Γκάρι Κούπερ, σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της ζωής του, για τον οποίο τιμήθηκε με το Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου, ερμηνεύει ένα σερίφη που λίγο πριν φύγει από την πόλη του με τη γυναίκα που παντρεύτηκε την ίδια μέρα, μαθαίνει ότι επιστρέφει αναπάντεχα, ένας σκληρός εγκληματίας τον οποίο είχε στείλει στη φυλακή πριν λίγα χρόνια. Στο σιδηροδρομικό σταθμό τον περιμένει η συμμορία του, για να εκδικηθεί τον σερίφη. Οι κάτοικοι της πόλης, οι προύχοντες και οι φίλοι του τον ωθούν να φύγει, για να μη γίνει το κακό που προβλέπουν και ενδέχεται να χαλάσει την καλή εικόνα της πόλης τους και να χάσουν την περίοδο της οικονομικής ευημερίας που ζουν. Ωστόσο, ο ιδεαλιστής και λίγο ξεροκέφαλος σερίφης, πιστός στις αρχές του, θα παραμείνει στην πόλη, παρότι κινδυνεύει να χάσει και την τρομοκρατημένη σύζυγό του (Γκρέις Κέλι), η οποία φοβάται για τη ζωή του και τον απειλεί ότι θα τον εγκαταλείψει.
Το τέλος της ταινίας δεν είναι η εξουδετέρωση της συμμορίας, αλλά οι αγκαλιές και τα ζήτω των κατοίκων της πόλης, ενώ ο Κούπερ βγάζει το αστέρι του σερίφη και το πετά κάτω.
Αυτό εξόργισε τον «Δούκα» Τζον Γουέιν, γνωστό για τις σκληρές δεξιές πεποιθήσεις του, ο οποίος χαρακτήρισε το φιλμ ως «την πιο αντιαμερικανική ταινία», ενώ φέρεται να συμπλήρωσε ότι «δεν το περίμενε ποτέ αυτό από τον γέρο-Κουπ», ενώ από κοντά όλη η ομάδα του διαβόητου γερουσιαστή Μακάρθι δήλωσε εξοργισμένη από την ταινία. Απαραίτητη σημείωση: Ο Γκάρι Κούπερ συμμεριζόταν τις απόψεις του Μακάρθι!
Πέρα όμως από τη μυθολογία της ταινίας, υπάρχει και η καλλιτεχνική της αξία. Η στιβαρή σκηνοθεσία του Τσίνεμαν, με την απίστευτη κινηματογραφική του αφήγηση, αλλά και την εντυπωσιακή ασπρόμαυρη φωτογραφία του Φλόιντ Κρόσμπι και τη μουσική του Τιόμκιν, που τιμήθηκε με Όσκαρ.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι (1953)
Δραματική κοινωνική ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν, με τους Μπαρτ Λάνκαστερ, Φρανκ Σινάτρα, Ντέμπορα Κερ, Μοντγκόμερι Κλιφτ, Ντόνα Ριντ και Έρνεστ Μποργκνάιν.
Η σκηνή με τον Μπαρτ Λάνκαστερ και την Ντέμπορα Κερ στην παραλία να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται και να τους σκεπάζουν τα αφρισμένα κύματα, έγινε αφίσα, μπήκε σε σπίτια, μαγαζιά, παντού. Είναι μία από τις γνωστότερες σκηνές του παγκόσμιου κινηματογράφου. Κι όμως το «Όσο υπάρχουν άνθρωποι» είναι κάτι παραπάνω από υπέροχες σκηνές και μια καλοκουρδισμένη ιστορία χαρακτήρων. Είναι μία ταινία πρωτόγνωρη για την εποχή της, καθώς σκιαγραφεί ρεαλιστικά και ασκεί κριτική στις συνθήκες και τις σχέσεις που επικρατούν σε ένα αμερικανικό στρατόπεδο, λίγο πριν το βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ. Τα ηθικά διλήμματα, οι ενοχές, τα προσωπικά δράματα και αδιέξοδα, οι ανδρικές αρχές, αλλά και οι μικροπρέπειες που ευνοούνται από τους στρατοκράτες, σωστά δοσμένα και ρυθμισμένα στην εντέλεια από τον Τσίνεμαν. Υπέροχοι οι Μοντγκόμερι Κλιφτ και Μπαρτ Λάνκαστερ, αλλά δεν υστερούν ούτε ο Σινάτρα, η Ντόνα Ριντ και η Κερ.
Υπενθυμίζεται ότι η ταινία προβλήθηκε ενώ ο Μακαρθισμός αλώνιζε και παρόλα αυτά προτάθηκε για 13 Όσκαρ και κατέκτησε τα 8, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Β΄ Ανδρικού Ρόλου (Σινάτρα), Β΄ Γυναικείου Ρόλου (Ντόνα Ριντ), Φωτογραφίας).
Ο στρατιώτης Ρόμπερτ Προύιτ (Κλιφτ) ζήτησε μετάθεση και κατέληξε στη Χαβάη. Ο διοικητής Χολμς (Φίλιπ Όουμπερ) έχει ακούσει για τις ικανότητες του Προύιτ στην πυγμαχία και προσπαθεί με θεμιτά κι αθέμιτα μέσα να τον πείσει να αγωνιστεί με την ομάδα μποξ του τάγματος.
Όταν ο Προύιτ αρνείται όλο το τάγμα στρέφεται εναντίον του. Παράλληλα ο λοχίας Γουόρντεν (Λάνκαστερ), που τον συμπαθεί και απορρίπτει την απαράδεκτη συμπεριφορά εναντίον του Προύιτ, συνάπτει ερωτικές σχέσεις με την Κάρεν (Ντέμπορα Κερ), τη γοητευτική και μοναχική σύζυγο του Χολμς, ενώ ο φίλος του Προύιτ στρατιώτης Άντζελο Μάτζιο (Φρανκ Σινάτρα) καταλήγει στην απομόνωση όπου υπομένει τα βασανιστήρια του δεσμοφύλακα Φατσο (Έρνεστ Μποργκνάιν). Μετά τον βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ οι ζωές όλων θα αλλάξουν…
Παιδιά χωρίς όνομα (1948)
Δραματική ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν, με τους Μοντγκόμερι Κλιφτ, Γουέντελ Κόρεϊ, Ιβάν Γιαντλ, Γιαμίλα Νόβοτνα.
Λίγο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Τσίνεμαν γυρίζει μια δυνατή ταινία περιγράφοντας με τον πιο δραματικό τρόπο τα δεινά του πολέμου και τις επιπτώσεις του στα παιδιά. Η ταινία, που γυρίστηκε σε γερμανικές πόλεις (Νυρεμβέργη, Βίρτσμπουργκ και Ίνγκοσταντ) και στην οποία είχε χρησιμοποιήσει ως κομπάρσους ντόπιους Γερμανούς ερασιτέχνες, περιέγραφε με τον πιο δραματικό τρόπο τα δεινά του πολέμου και ιδιαίτερα για τα παιδιά.
Ο Τσίνεμαν με αυτή την ταινία προτάθηκε για πρώτη φορά για το Όσκαρ σκηνοθεσίας, ενώ τελικά η ταινία τιμήθηκε με το Όσκαρ του καλύτερου νεαρού ηθοποιού της χρονιάς, για τον Γιαντλ. Επίσης, είχε προταθεί για το Όσκαρ Α΄ ανδρικού ρόλου και ο Μοντγκόμερι Κλιφτ, που ουσιαστικά έκανε τότε το ντεμπούτο του και εντυπωσίασε κριτικούς και κοινό.
Με δυο λόγια: Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η Γερμανία ήταν ερείπια, με μεγαλύτερα θύματα τα παιδιά, που είχαν μείνει ορφανά ή είχαν αποδράσει από στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τα Ηνωμένα Έθνη προκειμένου να βοηθήσουν τα παιδιά να βρουν τους δικούς τους ίδρυσε Κέντρα, τα οποία προσέφεραν καταφύγιο σ΄ αυτά, μέχρι να βρουν τους συγγενείς τους. Σε ένα απ’ αυτά τα Κέντρα μπήκε και ο 9χρονος Κάρελ, ένα αγόρι από την Τσεχοσλοβακία και που είχε ζήσει για κάμποσο καιρό στο Άουσβιτς με τη μητέρα του. Το παιδί ήταν τόσο τρομοκρατημένο από τη φρίκη του πολέμου, με αποτέλεσμα να έχει χάσει τη μνήμη του και τη μιλιά του…
*Του Χάρη Αναγνωστάκη