«Το θάρρος ως δημοκρατική αρετή. Ένα αρχαίο Ελληνικό ιδεώδες και η σύγχρονη προοπτική του», ήταν το αντικείμενο της ομιλίας του προέδρου της ΝΔ, Κυριάκου Μητσοτάκη, σε εκδήλωση προς τιμήν του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη που οργάνωσε το Ίδρυμα Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
“Είναι μια θεματική που αρμόζει στη μνήμη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και φωτίζει εύστοχα τη δημόσια παρακαταθήκη του” είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και αναφέρθηκε επιγραμματικά σε στιγμές από την ζωή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη: “…Θυμάμαι από μικρό παιδί τον πατέρα μου να μου λέει πως ο φόβος ήταν γι’ αυτόν άγνωστη λέξη. Ίσως γιατί βρέθηκε όχι μόνον φυλακισμένος στα είκοσι πέντε του, αλλά και καταδικασμένος σε θάνατο, στα χρόνια της Κατοχής στην Κρήτη. Δεν είμαι σίγουρος τι πραγματικά ένιωθε τότε στο βάθος της ψυχής του. Την αυγή σηκωνόταν και ντυνόταν περιμένοντας να έρθουν να τον πάρουν για το εκτελεστικό απόσπασμα. Κάποιες φορές ήταν η σειρά ενός από τους συγκρατούμενούς του. Ακούγοντας τους πυροβολισμούς από το προαύλιο, ήξερε πως είχε τουλάχιστον μια μέρα ζωής ακόμα. Μετά έβγαζε τα ρούχα του κι έπεφτε πάλι στο κρεβάτι για να κοιμηθεί…Απαιτούσε θάρρος να υποστηρίζεις στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου την ενωμένη Αντίσταση εναντίον του κατακτητή και τη συναδέλφωση των Ελλήνων. Ήθελε θάρρος, κατά τα ταραγμένα προδικτατορικά χρόνια, να μένεις σταθερός στον κοινοβουλευτισμό και τις απόψεις σου, ενώ αυτές βάλλονταν από παντού. Όπως και να σηκώνεσαι σε μια Βουλή που έβραζε τον Αύγουστο το 1965 και να εξηγείς με ψυχραιμία και νηφαλιότητα τις επιλογές σου. Ήθελε θάρρος να φεύγεις με ένα σκάφος έξι μέτρων, να διασχίσεις το Αιγαίο Δεκαπενταύγουστο, για να ξεκινήσεις έτσι τον αγώνα σου απέναντι στην Χούντα. Ήθελε επίσης θάρρος να λες πάντα την άποψή σου παραμερίζοντας το εφήμερο πολιτικό κόστος. Να είσαι η φωνή της λογικής στα εθνικά θέματα. Να προειδοποιείς για τα επερχόμενα δεινά στην οικονομία και να το κάνεις τα χρόνια της μεγάλης ψευδαίσθησης, τα χρόνια της παράλογης ευφορίας και της μέθης. Και ήθελε μεγάλη ψυχική γενναιότητα, τη στιγμή ενός ανείπωτου πόνου και μιας μεγάλης οικογενειακής τραγωδίας, να σηκωθείς και να μιλήσεις στη Βουλή για την ανάγκη να σταθούν όλοι όρθιοι και ενωμένοι για να διαφυλάξουν τους θεσμούς και το πολίτευμα. Να ζητάς περισσότερη δημοκρατία την ώρα που θρηνούσες τον Παύλο Μπακογιάννη, χτυπημένο από τις σφαίρες της τρομοκρατίας”.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε στον Ιούνιο του 1989 ” τότε, που ο φιλελεύθερος Μητσοτάκης κάλεσε στο ίδιο μετερίζι της Ελλάδας, τους ηγέτες της Αριστεράς Χαρίλαο Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκο, στηρίζοντας από κοινού μία κυβέρνηση συνεργασίας. Πέτυχε, έτσι, στο μέγιστο βαθμό την εθνική συμφιλίωση, που ήταν ένα ζητούμενο 45 ετών. Ναι! Στην Ελλάδα, οι διαχωριστικές γραμμές του μίσους γκρεμίστηκαν νωρίτερα από το τείχος που χώριζε τα δύο αντίπαλα συστήματα του πλανήτη.
Κλείνοντας αναφέρθηκε στην παρούσα συγκυρία ασκώντας κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ: “…ένας λαός δοκιμασμένος από καταστροφές και διχασμούς, παραπλανήθηκε, έστω και πρόσκαιρα, από ένα κομματικό μόρφωμα, που ενσάρκωσε τις χειρότερες πλευρές του χθες…Το κόμμα μας, η Νέα Δημοκρατία, βρίσκεται σε σωστό δρόμο για να κερδίσει τη μάχη απέναντι σε μια ποιοτική «πρόκληση θάρρους». Μακριά από συμπλέγματα, έχει αναγνωρίσει το δικό της μερίδιο στα προβλήματα του παρελθόντος. Δεν έκρυψε ούτε τα λάθη και τις παραλείψεις της ούτε και τις κακές της στιγμές. Σε έναν μήνα ακριβώς, συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Τον έχω πολύ συχνά στο μυαλό μου. Διότι σχεδόν καθημερινά συνειδητοποιώ ότι αν κάτι χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα είναι η πίστη ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Δηλαδή το θάρρος. Χρειάζεται θάρρος να απαντάς σε υποσχέσεις και ψέματα, όχι με άλλα ψέματα, αλλά με συγκεκριμένο σχέδιο και με αλήθειες. Να προτείνεις ανάπτυξη και πρωτοβουλία σε ένα κράτος αγκυλωμένο από τη γραφειοκρατία. Να μιλάς για αξιολόγηση αντί για κομματικά ρουσφέτια και για αριστεία αντί για βόλεμα. Όλα αυτά είναι θάρρος. Θάρρος που σύντομα θα φέρει το φωτεινό αποτέλεσμα: Μία νέα ισχυρή κυβέρνηση όλων των Ελλήνων με επικεφαλής τους πιο άξιους. Για να πάμε την Ελλάδα μπροστά. Μπορούμε. Το λέμε και θα το κάνουμε”.