Ανάλυση των Matthew Oxenford και Dr Angelos Chryssogelos για το Royal think tank Chatham House, με τίτλο «Ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης; ΔΝΤ και Ευρωπαίοι διαφοροποιούνται ως προς τα διδάγματα που άντλησαν» («Greek Bailout: IMF and Europeans Diverge on Lessons Learnt»), επιχειρεί να ερμηνεύσει γιατί υπήρξαν διαφορικές προσεγγίσεις από τους εταίρους της λεγόμενης «τρόικας» (ΔΝΤ, Ευρωπαίοι δανειστές) ως προς τα ελληνικά προγράμματα διάσωσης.
Στην ανάλυση περιγράφεται η στάση που τήρησε το ΔΝΤ στη διάρκεια των ελληνικών προγραμμάτων και οι απαιτήσεις του σε αντιδιαστολή με τη στάση και τις απαιτήσεις των Ευρωπαίων δανειστών, σε σχέση κυρίως με την ελάφρυνση του Ελληνικού χρέους.
Στην ανάλυση τίθεται κατόπιν τούτων το ερώτημα «Γιατί λοιπόν αυτά τα θεσμικά όργανα έλαβαν τόσο διαφορετικά διδάγματα από αυτή την κρίση;»
Οι αναλυτές σημειώνουν:
Η απάντηση μπορεί να έχει να κάνει με τις διαφορετικές αποστολές τους. Το ΔΝΤ διαδραματίζει το ρόλο του «δανειστή εσχάτης ανάγκης» και για τούτο οι χώρες που το προσεγγίζουν για βοήθεια υφίστανται σημαντικό ‘στίγμα’. Το ελληνικό πρόγραμμα διάσωσης – το οποίο ήλθε αφού είχαν προηγηθεί αμφιλεγόμενα προγράμματα δανεισμού από το ΔΝΤ μετά την ασιατική οικονομική κρίση το 1997-98 και την οικονομική κρίση στην Αργεντινή το 2002-03 – ήταν ένα τρανό δείγμα του γεγονότος ότι το ΔΝΤ δεν επαναφέρει μια χώρα στη φερεγγυότητα και στην βελτίωση της οικονομικής διακυβέρνησης, αλλά ότι η χώρα εμπλέκεται σε ένα αμφιλεγόμενο πρόγραμμα υποβάθμισης του βιοτικού της επιπέδου. Για να είναι οι χώρες πρόθυμες να αποδεχτούν το ‘στίγμα’ της προσφυγής στο ΔΝΤ, πρέπει να είναι σίγουρες ότι υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ. Εάν το ΔΝΤ δεν είναι σε θέση να παράσχει με αξιόπιστο τρόπο αυτή τη σιγουριά, τούτο αποτελεί πρόβλημα για το ρόλο του ΔΝΤ στην παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση.
Οι προτεραιότητες των Ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων αφορούν περισσότερο τη διατήρηση της συνοχής και την τήρηση των κανόνων της ΕΕ. Σε αντίθεση με το ΔΝΤ, για τους Ευρωπαίους η διαχείριση της κρίσης στην ευρωζώνη συνεπαγόταν πάντα πολιτικούς υπολογισμούς, οι οποίοι είναι σημαντικοί, αν όχι σημαντικότεροι, από ό,τι οι αντίστοιχοι οικονομικής φύσεως. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ελλάδας, αυτό σήμαινε ότι οι κυβερνήσεις των πιστωτών πρέπει να είναι σε θέση να νομιμοποιούν στα μάτια των ψηφοφόρων τους την καταβολή τεράστιων χρηματικών ποσών για την διάσωση μιας χώρας που ιστορικά θεωρείται σπάταλη και απελπιστικά δύσκολο να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις. Υπό το πρίσμα αυτό, το πιο σημαντικό ζήτημα για τις άλλες κυβερνήσεις της ευρωζώνης είναι να μπορούν να προβάλλουν την εικόνα μιας Ελλάδας που βρίσκεται σταθερά στο δρόμο της δημοσιονομικής σύνεσης – στο πλαίσιο της οποίας όχι μόνο δεν θα ζητήσει άλλο πακέτο διάσωσης, αλλά θα ξεκινήσει μάλιστα να αποπληρώνει το χρέος της.
Αυτή η δυσχερής κατάσταση έθεσε την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το 2011 υπό ένα νέο πρίσμα: τότε παρουσιάστηκε στον ελληνικό λαό ως η ευκαιρία να απαλλαγεί η χώρα από ένα σημαντικό μέρος του χρέους της, ενώ το υπόλοιπο θα μεταφερόταν στους εταίρους της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Η ιδέα ήταν ότι η Ελλάδα θα ήταν πιο προστατευμένη, εάν το χρέος της βρισκόταν στα χέρια πολιτικών παραγόντων αντί απρόσωπων και μη υπεύθυνων παραγόντων της χρηματοπιστωτικής αγοράς.
Η ειρωνεία, επτά χρόνια αργότερα, είναι ότι οι ίδιοι αυτοί πολιτικοί εταίροι αποδεικνύονται εξαιρετικά άκαμπτοι απέναντι στις εκκλήσεις για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους της Ελλάδας, ακριβώς λόγω του ασφυκτικού ελέγχου που υφίστανται οι κυβερνήσεις τους από το εκλογικό σώμα τους. Ενώ κάποτε η πολιτική εθεωρείτο ως το υποστηρικτικό υποκατάστατο των παγκόσμιων δυνάμεων της αγοράς, τώρα στέκει εμπόδιο στην ανάκαμψη της Ελλάδας.