Τι μάς έπιασε να θυμηθούμε μια λέξη του απαιτητικού λεξιλογίου, τον ακήρατο, τον καθαρό, αμόλυντο, αυτόν που δεν είχε αναμειχθεί με ξένα στοιχεία.
Της Σοφίας Μουρούτη – Γεωργάνα
Από τη μια η γιορτή της Παναγίας μάς έφερε σε επαφή με ό,τι είναι αγνό, παρθένο, από την άλλη η απίστευτη χυδαιότητα που έρχεται στο φως καθημερινά μας έκανε να αναζητήσουμε από κάπου έναν ακήρατο, ειλικρινή άνθρωπο, που δε θα έχει συκοφαντικά αυτιά και περίεργα μάτια.
Ὁ ἀκήρατος, τοῦ ἀκηράτου προέρχεται από το ρήμα κεράννυμι που σημαινει αναμειγνύω. Ακήρατος, λοιπόν, είναι ο αμιγής, ο αμίαντος. Η λέξη λεγόταν κυρίως για τα υγρά, το νερό ή το κρασί που δεν είχαν προσμείξεις ή ξένα στοιχεία. Οι αρχαίοι είχαν επίσης ἀκηράτους οἴκους ή κλήρους, ανέγγιχτα σπίτια ή περιουσίες, ἀκήρατα ἤθη, χρηστά ήθη με άλλα λόγια, αλλά και ἀκηράτους κόμας, μαλλιά που είχαν καιρό να δουν το ψαλίδι του κουρέα.
Ἀκήρατος ήταν και ο άνθρωπος, όταν είχε καλό χαρακτήρα, αν και ο προσδιορισμός αφορούσε κυρίως τις γυναίκες, τις παρθένους, που δεν είχαν γνωρίσει κάποιον άνδρα.
Ἀκήρατος μπορεί επίσης να ήταν και η τύχη ενός ανθρώπου αν δεν την είχαν αγγίξει οι θλίψεις. Ἀκήρατος σκιᾶς, ἀκήρατος κακῶν ὁ βίος ήταν πολύ ωραίες ευχές που έδιναν οι παλιότεροι στους συγχρονούς τους.
Πολύ ωραία όλα αυτά, αλλά πόσο ζει ο ακήρατος στις μέρες μας, στα πιο σύγχρονα ελληνικά που μιλάμε. Μπορεί όσοι δεν έχουν επαφή με την εκκλησιαστική γλώσσα να μην τον ακούν συχνά, αλλά ο ακήρατος ζει μέσα στα ομόρριζά του, παράγωγα όλα του ρήματος κεράννυμι.
Έτσι, ακήρατο έχουμε στο κράμα και τον ηφαιστειακό κρατήρα, το κρασί που σας κερνάμε, που άλλοτε είναι άκρατο, καθαρό, χωρίς νερό και άλλοτε απλώς κρασί, αναμεμειγμένο με νερό. Τον ακήρατο τον βρίσκουμε και στην ιδιόρρυθμη, χαρούμενη κράση, ιδιοσυγκρασία κάποιων προσώπων.
Και για όσους αγαπούν τον Καβάφη τον ακήρατο θα συναντήσουν στο «Επιτάφιον». Εκεί ο επιγραμματοποιός συνθέτει ένα επιτύμβιο για ένα φανταστικό πρόσωπο που κατάγεται από τη Σάμο, αλλά βρέθηκε στο Γάγγη ποταμό, στην Ινδία, σπρωγμένος από πόθο ακήρατο χρυσού, καθαρή, έντονη επιθυμία να πλουτίσει. Σας αφήνουμε να απολαύσετε την ακήρατη μαγεία του καβαφικού ακήρατου.
Κωνσταντίνος Καβάφης «Επιτάφιον»
Ξένε, παρά τον Γάγγην κείμαι Σάμιος
ανήρ. Επί της τρισβαρβάρου ταύτης γης
έζησα βίον άλγους, μόχθου, κ’ οιμωγής.
Ο τάφος ούτος ο παραποτάμιος
κλείει δεινά πολλά. Πόθος ακήρατος
χρυσού εις εμπορίας μ’ ώθησ’ εναγείς.
Εις ινδικήν ακτήν μ’ έρριψ’ η καταιγίς
και δούλος επωλήθην. Μέχρι γήρατος
κατεκοπίασα, ειργάσθην απνευστί —
φωνής ελλάδος στερηθείς, και των οχθών
μακράν της Σάμου. ΄Οθεν νυν ουδέν φρικτόν
πάσχω, κ’ εις άδην δεν πορεύομαι πενθών.
Εκεί θα είμαι μετά των συμπολιτών.
Και του λοιπού θα ομιλώ ελληνιστί.
*Η Σοφία Μουρούτη – Γεωργάνα είναι φιλόλογος και διδάσκει στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας