“Καμιά δωρεά δεν προσφέρεται αν δεν έχεις γι’ αυτήν έτοιμη την ψυχή σου. Πού τότε ή σώζεσαι μεσ’ απ’ τον ίδιο σου το θάνατο, ή μένεις και φθείρεσαι μέσα στην καθημερινή συναλλαγή..”*.
Γράφει η Βασιλική Τζότζολα
Την κρέμασε η μάνα μου στο προσκέφαλο, πάνω από την κλίνη της εφηβείας. Δεν είχαμε συστηθεί, αλλά με ησύχαζε. Της ζητούσα αιτήματα κι αυτή περίμενε κάθε βράδυ το γνωστό σχήμα με τα ενωμένα δάχτυλα. Κι ένα “άγιος ο Θεός..”, το πολύ “δι’ ευχών των Αγίων..”. Ύστερα ήρθε η Νομική. Γιορτή κι ελευθερία της νιότης. Τούτη τη χαρά, άλλη δε βρήκα – παραστάτιδα, θες; προστάτιδα, θες; – να τη μοιραστώ. Κι Αυτή να με επαινέσει.
Υπό τη σκέπη Της το αίτημα, στο σπίτι Της οι ευχαριστίες.. Μπαίνω γιόμα αυγουστιάτικο μες στο Μετόχι το Ιβηρίτικο, πέφτω γονυκλινής κι αρχίζω τις μετάνοιες τις ευχαριστιακές. Την παρακαλώ για διά βίου συνοδεία και με υποσχέσεις ψιθυριστές την κλείσαμε τη συμφωνία. Ήταν τότε που μού συστήθηκε. “Πορταϊτισσα”!
Δύο δεκαετίες κρυφτούλι αγαπητικό. Το καντήλι και το κερί εγώ, την εικόνα και το θαύμα Εκείνη. Στέγη να περιθάλψω τις σπουδές μου; Με προσμένει. Εκκλησία να αφήσω δάκρυα ευρυχωρίας και στενοχωρίας; Καθισμένη εκεί. Κάποτε δίπλα στον Άγιο Μηνά, τον στρατιωτικό και τον άλλο Της εαυτό, την Κανάλα την Κυθνία, κάποτε αλλού.. Κι αλλού.. Κι αλλού.. Παντού..
Των Εισοδίων της εισήλθα στη δικηγορία. Ευθύς κι αίφνης, του σεβασμίου Αγίου Αυστραλίας το αίμα – συνάδελφος – μού την έφερε από τον Άθω, εν αγνοία του. Εν αγνεία Της. Αργότερα, μέρες Κοιμήσεώς Της, τα προσωπικά μου εισόδια στην Πολιτική. Επανήλθε. Από τον Άθω πάλι, φιλίοις χερσίν.
Μετά, σα να με επέπληξε. Μετάνοιες εγώ, αμετανόητη Εκείνη. Πολιτική εγώ, παιδί στα σπλάχνα μου Εκείνη, ανήμερα των δικών Της Εισοδίων. Όλο κεράσματα στη γιορτή Της! Εκείνο το παιδί δε γεννήθηκε ποτέ. Υπήρξε, όμως, πρόδρομος και βαϊοφόρος για τα παλληκάρια μου τα δυο. Κεράσματα κι αυτά στις γιορτές Της. Στο Γενέσιόν της και στη γιορτή της δικής Της μάνας, της Αγιάννας και στην Υπαπαντή του Υιού Της, του Ακτίστου. Προσφορά και παράδοση σε εμένα, η φίλη η αληθινή.
Κι αν η Ιβηρίτισσα καμάρωσε την κατήχηση και το χρίσμα του Βασιλείου μου, του Μέγα, ο Τροπαιοφόρος ηθέλησε Φαναριώτη ως Χριστιανό τον συνονόματό Του υιό μου. Αντίδωρο του νηπιοβαπτίσαντος Αγίου Σηλυβρίας, η εικόνα Της. Η βεβαιότης μου για την αποκάλυψή Της, όταν η κεκλεισμένη εικόνα ανοίγετο, επισφραγίσθηκε με μειδίαμα που μόνο Εκείνη αντελήφθη.
Η Πορταϊτισσα! Φίλη “μπιστική”**, φίλη αιωνία. Φίλη εκ του μέλλοντος, που όρισε παρόντα τον ες αεί Χρόνο. Έτοιμη αενάως κι απαύστως για μεσιτεία. Καμιά φορά, μέσω Αγγελιοφόρων. Που έρχονται ως δωρεά στην ετοιμότητα της προσευχής μας.
“Οι άγγελοι κατεβαίνουν. Είναι μελαμψοί, και στο σγουρό μαλλί τους φοράνε μια κορδέλα.. Προχωρούν μ’ αργές πλεψιές στον αέρα, τινάζοντας πίσω μια μακριά φωσφορική κόμη..”*.
Ας μην μπερδευόμαστε! Η προσγείωση του Άγγελου και του Δημήτρη, δεν είναι το δώρο στην εθνική μας προσευχή! Δεν είναι το χατήρι που μας κάνει η Παναγία και τους επιστρέφει! Είναι η επιβεβαίωση ότι οι άγγελοι κατεβαίνουν δωρεά αν έχεις έτοιμη την ψυχή σου… Και τότε σώζεσαι μεσ’ απ’ τον ίδιο σου το θάνατο. Οι άγγελοι, ο Άγγελος και ο Δημήτρης, είναι η απάντηση της Παναγίας ότι η προσευχή, η κάθε προσευχή, απογειώνεται και “προχωράει με αργές πλεψιές στον αέρα”, ώσπου να χωθεί και να φωλιάσει στην αγκαλιά Της.
Χαίρε, το των Αγγέλων Πολυθρύλητον Θαύμα..!***
* Η μέθοδος του “άρα”, Εν Λευκώ, Οδ Ελύτης, Εκδ. Ίκαρος
** Ο καπετάν – Μιχάλης, Νικ. Καζαντζάκης
*** Ακάθιστος Ύμνος