Ο Παζολίνι στην Ραφήνα
Δεν ήρθα για να διδάξω
κινηματογράφο, φιλοσοφία ή την τέχνη της ποιήσεως
αναζητώ τις κεφαλές των μαθητών του Χριστού
σ’ αυτούς τους Ρωσοπόντιους
στα παιδιά από την Ήπειρο.
Μου μίλησαν για ένα γκαρσόνι
που δουλεύει λαντζέρης σε ταβέρνα
και μοιάζει με Κείνον.
Τα δάκρυα της μάνας του
δεν θα δω
τους θρήνους της δεν θ’ ακούσω.
Ήχοι από πλοία που φεύγουν
ματιές από πρωινούς ταξιδιώτες
και η Μαρία Κάλλας να κατεβαίνει
από Μερσεντές.
Καλώς όρισες, Μαρία!
Εδώ είναι η χώρα σου.
Εδώ ο λαός σου, που δεν σε ξέρει.
Μην λυπάσαι. Αναπαύσου.
Περπάτησε στην παραλία μαζί μου.
Άσε τον οδηγό σου στο αμάξι.
Τις βαλίτσες θα τις κατεβάσω εγώ.
Πώς ήταν το ταξίδι;
Δες τα σπίτια, πίσω από τον γκρεμό
Τους γλάρους
Ανέβα τώρα στην βάρκα
Έχουμε δρόμο να κάνουμε μέχρι τους Πεταλιούς
Εγώ θα περπατώ στα κύματα
και συ θα με βλέπεις
Η άμμος που θα μας δεχτεί
θα είναι καυτή
Το βράδυ θα μιλήσουμε γι’ αυτά που επιθυμείς
τρώγοντας, υπό το φως των κεριών,
στο τραπέζι της φιλοξενίας
θ’ ακούσουμε τους Έλληνες φίλους μας.
Οι μουσικές που ζητάμε
δεν γράφτηκαν ακόμη
Τα κρασιά που πίνουμε μεθάνε
Το άνοιγμα της σαμπάνιας θα ηχήσει σαν
πυροβολισμός
σε στρατιές πεινασμένων
σε κυνηγημένους ελέφαντες στην Κένυα.
Παντρεύεται ο δούλος του Θεού Πέτρος Παύλος Παζολίνι
την δούλη του Θεού Μαρία.
Μαρία, μεγάλη η χάρη σου
και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου.
Όχι, όχι δεν είναι για μας
Εμείς γεννηθήκαμε για να υποφέρουμε.
μου είχες πει.
Δεν είναι λόγια από όπερα
αλλά από κάποιο έργο του Ευριπίδη.
Θέλω το ευτελέστερο πρόσωπο
για να το υπηρετήσω
Για να εξευτελιστώ, Μαρία.
Γιατί, Πιέρ, Πάολο;
Γιώργος Χρονάς, από το βιβλίο του: Τα ποιήματα 1973-2008, Εκδόσεις Οδός Πανός, 2008
Η Κάλλας στη Ραφήνα και τους Πεταλιούς
Ο Τσαρούχης από την πόρτα, στο σαλόνι του, μας χαιρέτησε και είπε — «Πάω να κοιμηθώ. Να ξεχάσω πως γέρασα».
Μείναμε εγώ και ο Πέρης Εμπειρίκος. Καλοκαίρι του 1975. Πύρωνε θείος Ιούλιος μήνας. Ρώτησα τον κύριο Εμπειρίκο να μου μιλήσει για την Κάλλας. Κι αυτός μου είπε:
«Ήμουν θαυμαστής της Κάλλας χωρίς να τη γνωρίζω προσωπικά. Πήγαινα και έβλεπα τις παραστάσεις της παντού και μια χρονιά, στη Σκάλα του Μιλάνου, μετά την παράσταση, πήγα στο εστιατόριο, του Μπίφι, πήγαινα πάντα, αλλά τότε το αποφάσισα να της μιλήσω. Ζήτησα να μου κλείσουν τραπέζι δίπλα στο τραπέζι που η Κάλλας και οι συνεργάτες της, στην παράσταση, και οι διευθυντές του θεάτρου της Σκάλας, θα έπαιρναν το δείπνο τους.
Όταν η Κάλλας ήρθε, έσκυψα και της μίλησα. Της είπα πως είμαι Έλλην και πως τη θαυμάζω, πως έχω δει όλες τις παραστάσεις της∙ αυτή ήταν πολύ καλή μαζί μου και γίναμε φίλοι.
Την φιλοξένησα στο νησί Πεταλιούς, που είχα τότε, πριν από τις παραστάσεις της στην Επίδαυρο, της έκλεισα μία συνέντευξή με τον κύριο Πηλιχό για τα Νέα. Είχε φτάσει ο δημοσιογράφος και η Κάλλας μου είπε, πως δεν ήθελε να μιλήσει μόνο σε μια εφημερίδα και σε έναν δημοσιογράφο αλλά σε όλες, όταν έπρεπε. Φοβόταν πως θα γινόταν παρεξήγηση. Της είπα πως είναι η έξω ο δημοσιογράφος και πως είμαι φίλος του κυρίου Λαμπράκη και της ζήτησα να το κάνει. Δέχθηκε.
Τη φιλοξένησα με τον Παζολίνι — πριν πουλήσω το νησί — όταν γυρίζανε τη «Μήδεια» και ήταν φίλοι. Κάνανε μακρινούς περιπάτους στην παραλία και φαινόντουσαν πολύ αρμονικοί. Ο Παζολίνι ήταν ήσυχος. Μιλούσαμε γαλλικά στο τραπέζι. Μόνο μια φορά νευρίασε, όταν μίλησε για τους Αμερικάνους, στο Βιετνάμ, την ώρα που τρώγαμε».
Υστερόγραφο 1.
Όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος της Κάλλας από το Παρίσι, στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, ο Τσαρούχης παρουσίαζε τις Τρωάδες του Ευριπίδη, στο θέατρο της οδού Καπλανών — ένα υπαίθριο γκαράζ που είχε διαμορφωθεί με κερκίδες για να γίνει η έξοχη παράστασή του.
Προτού αρχίσει η παράσταση εκείνο το βράδυ — Παρασκευή ήτανε — σε άθλια κατάσταση, τρεκλίζονυας ανέβηκε στη σκηνή και, απευθυνόμενος στο κοινό που θα παρακολουθούσε το έργο, είπε, αυτός ο φίλος της Κάλλας και σκηνογράφος της:
«Η μεγάλη Κάλλας είναι νεκρή. Οι Έλληνες τη βρήκαν ανεπαρκή και μικρή και την εξόρισαν. Κι αυτή πήγε στο εξωτερικό και έγινε η Κάλλας. Ας τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή στη μνήμη της».
Αυτά τα άκουσα με τα αυτιά μου και, παρότι έχουν περάσει χρόνια και η μνήμη μου δεν θυμάται γεγονότα και πράγματα, αυτό το θυμάμαι σαν στρατιώτης και υπαξιωματικός του Ελληνικού Ναυτικού στην παράσταση αυτή, που έπαιξα κι εγώ.
Ο Τσαρούχης κατέβηκε σωστό ράκος από τη σκηνή και την άλλη μέρα έφυγαν με τον Πέρη Εμπειρίκο ένα ταξίδι στο Αιγαίο.
Υστερόγραφο 2.
Πρέπει να έφτασε στη Ραφήνα από το αεροδρόμιο του Ελληνικού με τον Παζολίνι. Κι από ’κεί, με το κότερο του Εμπειρικού, στους Πεταλιούς. Όσοι την αναγνώρισαν είπαν πως φορούσε μαύρα γυαλιά και γκρενά ταγέρ και ζήτησε να μην υπάρχουν φωτογράφοι.
Οι εικόνες του κόσμου είχαν λησμονηθεί εκείνο το πρωινό στη Ραφήνα.
Από το βιβλίο του Γιώργου Χρονά, Μια στιγμή Πιερ Πάολο Παζολίνι, Εκδόσεις Οδός Πανός.
ΠΗΓΗ: Poplike.gr