Αρχή Αυγούστου άναρχη, χαροκαμένη. Το άσβεστο Πάσχα του καλοκαιριού το πρόλαβε από μέρες η θλίψη. Όμως, κάπου ανάμεσα στο παράπονο και την απόγνωση, σα να μας ραίνει ένα ματσάκι βασιλικού, βουτηγμένο σε αγιασμό. Δροσίζει την απόγνωση. Το παράπονο μένει «ένας πόνος πιο εκεί από τον πόνο..».
Της Βασιλικής Τζότζολα
«… ένας πόνος πού στέκει παράμερα
σαν το παιδί πού πάει να κλάψει κι έφυγε πιο πέρα
για να μη βλέπει κατάματα κανέναν πια
ή μάλλον να μην το βλέπουν έτσι που τώρα ντρέπεται
καθώς το παραμέρισαν για κάτι άλλο..»[1].
Προ ημερών ο πρωθυπουργός – χάριν ετυμολογίας – ο «πρώτος υπουργός», ο «πρώτος υπό το έργο» πολίτης αυτής της χώρας, εκστόμισε την καθυστερημένη φράση:
«Θέλω να αναλάβω ακέραια την πολιτική ευθύνη για την τραγωδία».
Ας μού συγχωρεθεί, ακούγοντάς τον, θυμήθηκα το «Λουκά». Εκείνον τον Κουφοντίνα, που στις 5 Σεπτεμβρίου 2002, διετύπωνε με φρενήρη ηρεμία τη φράση:
«Αναλαμβάνω την πολιτική ευθύνη για όλες τις ενέργειες που έχει αναλάβει η “17Ν”».
Αμφότεροι ανέλαβαν ευθύνη. Και; Και άρα; Μα, δεν υπάρχει «άρα»! Το «διά ταύτα» είναι προνόμιο και υποχρέωση των κανόνων. Είναι στήλη νομιμότητας. Είναι κατάληξη και καθήκον ώριμων πολιτών, αληθώς υπευθύνων αρμοδίων. Ενός δικαστή, που καταλήγει σε δικανική πεποίθηση. Ενός πολιτικού, που αφουγκράζεται ανάγκες και αρρυθμίες της Δημοκρατίας και προτείνει μια κάποια λύση. Μιας μάνας, που στο απείθαρχο παιδί της δε θα πει «δε σ’ αγαπώ», αλλά θα ορίσει τις συνέπειες. Αυτά στον κόσμο του «άρα», στην κοσμιότητα του «διά ταύτα». Στα «αξιακά συστήματα» Τσίπρα και Κουφοντίνα, «άρα» και δυσμένεια δεν υφίστανται! Μα, γιατί;
Διότι .. είναι παιδί..! «Να μην βάλλεται ένας άνθρωπος, ο οποίος είναι 44 ετών και έχει φορτωθεί … το οικονομικό έγκλημα … και το έγκλημα στο κοινωνικό κράτος»..! Μη χτυπάτε ένα παιδί που του δώσατε μια χώρα να τη διασωληνώσει! Μην του πείτε «δε σ’ αγαπώ» και πληγωθεί! Όμως, όσο εντατική κι αν είναι η φιλοδοξία, δεν τα βγάζει πέρα μόνη της.
«Οι θώκοι έχουν εγγενή κατάρα να καταποντίζουν.
Και καταποντίζουν κάθε στιγμή βαθύτερα τον αφελώς εποχούμενο[2]».
Και ο αφελώς εποχούμενος χρειάζεται επιβλέποντες! Πολλώ μάλλον, όταν, εκ των ιδίων των συνεργατών του – αλλά όχι εκ του Συντάγματος! – λογαριάζεται «παιδί»…
«Καὶ τὰ ἀδικήματα ἀδικοῦσιν εἰς ὕβριν καὶ οὐ κακουργίαν»[3],
Γράφει ο Αριστοτέλης για τους νέους. «Αν συμβεί να διαπράξουν κάποιο αδίκημα, αυτό οφείλεται στην ύβρη και όχι στην κακία». Να δεχτώ, βρε παιδί, ότι δεν είσαι κακός; Άντε, να το δεχτώ. Αλλά, έι! Παιδί! Είσαι υβριστής ανυπέρβλητος, αλαζών ακαταμάχητος! Ύβρις, σημαίνει αυθάδεια, ασέβεια προς τον Άλλον. Πρόναος είναι της Άτης, της Νεμέσεως, που καταλήγει στην Τίσιν.. Αφεύκτως..
Επιστρέφω στο παράπονο. Και εμμένω στην προσευχή. Γιατί την προσευχή τη νιώθω εκ προθέσεως «κυτίον παραπόνων», υπερχειλές, αλλά όχι παραμελημένο. Γιατί την προσευχή την οφείλω σε όντως παιδιά. Ετών δεκατριών και εννέα και μηνών έξι. Μπορεί το παράπονο να «βρίσκεται πάντα στο παρά και πάντα θα κοιτάζει πέρα[4]», αλλά η προσ – ευχή ταχυδρομείται από ανάγκη, χωρίς γραμματόσημο. Και φθάνει πάντα στη θύρα του Αποδέκτη. Ιδίως αν μεσιτεύει μια Παναγιά, που μέσα μου βαφτίζω «Πορταϊτισσα».
[1] «Παίδων και Εφήβων», Στυλιανού Χαρκιανάκη (Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας), εκδ. Καστανιώτη, 2009
[2] «Άχρονες Ώρες», Στυλιανού Χαρκιανάκη (Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας), εκδ. Δόμος, 2008
[3] ΑΡΙΣΤ Ρητ 1388b31–1390b13, «Ο χαρακτήρας των νέων»
[4] Βλ. υποσημείωση 1