Αναζητώντας στηρίγματα στην περίοδο της κρίσης, οι ελληνικές επιχειρήσεις αξιοποίησαν τη δυναμική πορεία του διεθνούς εμπορίου, με τις ελληνικές εξαγωγές να αυξάνονται κατά 37%, επισημαίνεται σε μελέτη της Εθνικής Τράπεζας.
Ωστόσο, η διεθνής δυναμική ήταν ισχυρότερη, με αποτέλεσμα να χάσουν μερίδιο στις διεθνείς αγορές (από 0,21% σε 0,16% την τελευταία οκταετία). Μέσα από τη νέα μελέτη που συνέταξε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας ξεχωρίζει ένας πυρήνας 18 «δυναμικών» προϊόντων τα οποία αποτελούν το 1/3 των ελληνικών εξαγωγών και πέτυχαν αύξηση των εξαγωγών κατά 71% (έναντι 37% του συνόλου και 25% των λοιπών εξαγωγών εκτός πετρελαίου) κατά την περίοδο 2009-2017.
Στόχος της μελέτης είναι η ανάδειξη αυτών των προϊόντων, των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, καθώς και της συνεισφορά τους στο ΑΕΠ.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη, η σημαντική ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου με ρυθμό 9% ετησίως κατά την τελευταία οκταετία, με κινητήριο δύναμη την Κίνα (και δευτερευόντως τη Λατινική Αμερική, τη Ν. Κορέα και τη Ν. Αφρική), δημιούργησε ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη των ελληνικών εξαγωγών. Οι ελληνικές εξαγωγές εκτός ΕΕ αυξήθηκαν κατά 3% ετησίως στη διάρκεια της κρίσης (έναντι 7% ετησίως προ κρίσης, κυρίως εξαιτίας της μείωσης στις ΗΠΑ, Αλβανία και πΓΔΜ), ενώ οι ελληνικές εξαγωγές εντός ΕΕ διατήρησαν τον ετήσιο ρυθμό αύξησής τους στα προ κρίσης επίπεδα (6-7% ετησίως).
Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι ομοιόμορφη, καθώς κατά τη διάρκεια της κρίσης αναδείχθηκαν 18 «δυναμικά» προϊόντα που στήριξαν την εγχώρια οικονομία, είτε διατηρώντας τα υψηλά μερίδια που είχαν ήδη κατακτήσει στις διεθνείς αγορές (π.χ. ελιές, ελαιόλαδο, μάρμαρο), είτε πετυχαίνοντας σημαντική αύξηση (π.χ. γιαούρτι, φιστίκια, καπνιστό ψάρι). Αυτά τα δυναμικά προϊόντα αποτέλεσαν την ατμομηχανή της εξαγωγικής προσπάθειας, συνεισφέροντας το 45% της αύξησης των ελληνικών εξαγωγών κατά την περίοδο 2009-2017 και παράλληλα τριπλασίασαν τη στήριξή τους στο ΑΕΠ σε 0,12% ετησίως στο ίδιο διάστημα (από 0,04% ετησίως προ κρίσης), ενώ η συνεισφορά των λοιπών προϊόντων μειώθηκε από 0,34% σε 0,08% ετησίως.
Προκειμένου να υπάρξουν συμπεράσματα για την μελλοντική πορεία αυτών των «δυναμικών» προϊόντων καθώς και τις πιθανές απαιτούμενες προσαρμογές στρατηγικής τους, η μελέτη τα διαχωρίζει σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με την πορεία του μεριδίου αγοράς που πέτυχαν σε όρους όγκου, σε συνδυασμό με την τιμολογιακή πολιτική τους:
– Προϊόντα υψηλής ανταγωνιστικότητας που κατάφεραν να αυξήσουν ή να διατηρήσουν υψηλά μερίδια αγοράς (και τιμές) στην περίοδο της κρίσης, δίνοντας εχέγγυα περαιτέρω ανόδου στο μέλλον. Αυτά είναι, κυρίως, τρόφιμα με ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά που τους προσφέρουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, όπως καπνιστό ψάρι, ελιές, γιαούρτι, φιστίκια, φέτα, παγωτό και ελαιόλαδο.
– Προϊόντα που «αγόρασαν» μερίδιο αγοράς, με μειωμένη ή χαμηλή σχετική τιμή, κυρίως υπό την πίεση χαμηλής εσωτερικής ζήτησης. Κατά κύριο λόγο αφορούν υλικά κατασκευών (όπως μάρμαρο, τσιμέντο, αλουμίνιο), καθώς ο κλάδος κατασκευών σημείωσε πτώση της τάξης του 40% στην περίοδο της κρίσης. Αυτή η στρατηγική οδηγεί σε χαμηλά κέρδη ή ακόμα και ζημιές, ωστόσο εξασφάλισε την είσοδο σε διεθνείς αγορές. Με την ανάκαμψη της εγχώριας αγοράς, τα συγκεκριμένα προϊόντα θα έχουν την ευκαιρία να διατηρήσουν τη διεθνή παρουσία τους με καλύτερους όρους.
– Προϊόντα πού έχασαν μερίδια αγοράς, πιθανώς λόγω παραδοσιακών μοντέλων παραγωγής και προώθησης που δεν προσαρμόστηκαν εγκαίρως (όπως βαμβάκι, καπνός, γούνες), τα οποία έχουν ανάγκη συνολικής αναπροσαρμογής στρατηγικής, προκειμένου να διατηρήσουν την ισχυρή θέση που έχουν κατακτήσει στις διεθνείς αγορές.