Η ελληνική πεζογραφία έχει αναπτύξει τις τελευταίες δεκαετίες μια προνομιακή σχέση με την Ιστορία, ανακινώντας ένα ευρύ φάσμα θεμάτων: από τους διωγμούς των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, τον Εμφύλιο και τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης μέχρι τις ελληνικές κοινότητες της Μικράς Ασίας και της Οδησσού, τον Εθνικό Διχασμό, το Βυζάντιο, τους Τουρκοκρητικούς και τον Αγώνα του 1821. Οι σχέσεις, βέβαια, μεταξύ Ιστορίας, μυθοπλασίας και αφήγησης δεν αποτελούν πρωτόφαντη υπόθεση, παραπέμποντας στη γέννηση του ιστορικού μυθιστορήματος κατά τον 19ο αιώνα. Οι συγγραφείς προστρέχουν ήδη από τότε στην Ιστορία με σκοπό όχι τόσο να τιμήσουν εν γένει τα επιτεύγματά της ή να αντλήσουν διδάγματα από την πορεία της όσο να προσδώσουν ένα αναδρομικό νόημα στα φλέγοντα ζητήματα του καιρού τους. Για να μείνουμε στην περιοχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όταν ο Αλέξανδρος-Ρίζος Ραγκαβής, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο Στέφανος Ξένος και ο Κωνσταντίνος Ράμφος προβάλλουν το εξυψωμένο στοιχείο του Έλληνα και του ελληνισμού, αναφερόμενοι στην αρχαιότητα, στη Φραγκοκρατία και στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θέλουν στην πραγματικότητα να μιλήσουν για τη μετεπαναστατική Ελλάδα, σβήνοντας τη δραματική οικονομική, διοικητική και ιδεολογική αστάθεια της κρατικής καχεξίας της. Κι όταν, πάλι, ο Άγγελος Τερζάκης ανακαλύπτει περί τα μέσα της δεκαετίας του 1940 με τη σειρά του τους Φράγκους, το θέμα του στην πραγματικότητα είναι η ξένη κατοχή και το αντιστασιακό φρόνημα των Ελλήνων έναντι των δυνάμεων του ναζισμού.
Τι ζητούν, όμως, οι μυθιστοριογράφοι της εποχής μας από το ιστορικό παρελθόν; Στις ημέρες μας ο συγγραφέας είναι αδύνατον να ταυτιστεί με τον ρόλο του εθνικού βάρδου, ακόμα κι αν ο εθνικισμός δεν έχει υποχωρήσει από τη δημόσια σκηνή. Στο πλαίσιο, βέβαια, της εμπορικής ανάπτυξης της βιβλιαγοράς, η Ιστορία είναι δυνατόν να λειτουργήσει με το πανοραμικό της πεδίο ως υπερθέαμα – και όντως υπάρχουν μυθιστορήματα που ανεβάζουν τα ιστορικά γεγονότα σε μια μεγαλειώδη θεατρική σκηνή, όπου το καλό συγκρούεται με το κακό και οι άνθρωποι αποδεικνύουν κάθε τόσο την ακεραιότητα της ηθικής και των αισθημάτων τους. Η Ιστορία, πάντως, ως βάση μιας πεζογραφικής παραγωγής με χαρακτήρα περιπετειώδους φυγής κυριαρχούσε και στην εκδοτική αγορά των δεκαετιών του 1960 και του 1970, κατά τη διάρκεια των οποίων ο ιστορικός μυθιστοριογράφος μετατράπηκε από ταγό του έθνους σε διασκεδαστή του καταναλωτικού κοινού.
Όπως κι αν έχει, και πέρα από τις εμπορικές του εκδοχές, το ιστορικό μυθιστόρημα επιδιώκει σήμερα να υπερβεί τη συνοριακή γραμμή την οποία χάρασσε άλλοτε ανάμεσα σε εχθρό και φίλο. Το ελληνικό παρελθόν μοιάζει πλέον περισσότερο με έναν καθρέφτη εντός του οποίου έχουμε τη δυνατότητα να κοιτάξουμε το πρόσωπο του άλλου πέρα από διαχωριστικές ζώνες, ως αναπόσπαστο δικό μας κομμάτι, αλλά και ως μια εντελώς διαφορετική και ξέχωρη εμπειρία (Ρέα Γαλανάκη, Μάρω Δούκα, Αλέξης Πανσέληνος, Νίκος Θέμελης, Διαμαντής Αξιώτης). Σημειωτέον πως μια τέτοια εμπειρία κοιτάζει όχι μόνο προς την Ανατολή, που παύει να είναι ο ορκισμένος και προαιώνιος βάρβαρος, αλλά και προς τη Δύση, που σταματά να εκπροσωπεί τον ευγενή κυρίαρχο (Φραγκοκρατία) και μετασχηματίζεται σε πηγή τεχνολογίας, τέχνης και επιστήμης (Σώτη Τριανταφύλλου).
Τη διάκριση, όμως, μεταξύ εχθρού και φίλου υπερβαίνουν και οι μυθιστοριογράφοι που καταπιάνονται με τον Εμφύλιο, βάζοντας στην άκρη την αλήθεια της Αριστεράς και της Δεξιάς, για να ψάξουν τις παράπλευρες συνέπειες της σύγκρουσης στον παιδόκοσμο των δεκαετιών του 1940 και του 1950 (Βασίλης Μπούτος, Θανάσης Σκρουμπέλος, Μαρλένα Πολιτοπούλου, Γιάννης Ατζακάς) ή για να δείξουν με ποιον τρόπο περνούν τα εμφυλιακά φαντάσματα στις αμέσως επόμενες δεκαετίες (Κώστας Ακρίβος, Βασιλική Ηλιοπούλου), φτάνοντας κάποτε μέχρι και το δυσοίωνο παρόν (Νίκος Δαββέτας).
Το ενδιαφέρον για την Ιστορία δεν εκδηλώνεται πάντοτε με την εξωστρεφή μορφή του ιστορικού μυθιστορήματος. Πολλές φορές, οι μυθιστοριογράφοι διαλέγουν μια πιο κλειστή φόρμα, η οποία χωρίς να στερεί από το συλλογικό την πρωταγωνιστική του θέση, προτιμά να το ανασυστήσει μέσα από ένα μεταμοντέρνο πνεύμα, το πνεύμα της ιστορικής μεταμυθοπλασίας. Έχουμε εδώ συγγραφείς που άλλοτε επιβιβάζονται στο όχημα της αρχαιολογικής φαντασίας, για να «πειράξουν» είδη όπως η μυθιστορηματική βιογραφία (Τάκης Θεοδωρόπουλος), άλλοτε στρέφονται στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό (Θωμάς Σκάσσης), για να ενοφθαλμίσουν την ολοζώντανη, σημερινή τους γλώσσα στις αρχειακές πηγές του, και άλλοτε επιστρέφουν στον Μακεδονικό Αγώνα (Πάνος Θεοδωρίδης) ή στη βενιζελική Κρήτη (Γιώργης Γιατρομανωλάκης) και στους Βαλκανικούς Πολέμους (Έλενα Χουζούρη), για να αναμείξουν την ημερολογιακή και την επιστολική αφήγηση με το αστυνομικό μυθιστόρημα και την ιστορική παρωδία ή το ιστορικό δοκίμιο. Μια απέραντη, ούτως ή άλλως, λογοτεχνική ποικιλία.