… Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια …
«Επέτειος», Οδ. Ελύτης [Προσανατολισμοί]
Πάει καιρός που αποφάσισα να σκοτώσω την προσδοκία στον εντελώς πληθυντικό της αριθμό. Τις προσδοκίες τις σκότωσα, ναι. Τη στιγμή που πρωτοκοίταξα τον νεογνό γιο μου, τον αρχίτοκο, να πασχίζει για την πρώτη του επιβίωση. Την πιο γλυκιά, την μόνη επάλληλη ένωση του κορμιού του με το δικό μου, μετά την αποτομή του γόρδιου λώρου.. Κι εγώ, αποσαρκωμένη πια, ένεκα και υπέρ μιας άλλης σάρκας, σκότωνα τις Σειρήνες Προσδοκίες, με τα λερναία κεφάλια τους, μία προς μία. Εκείνος θήλαζε αχόρταγα, μαχόμενος, διεκδικώντας και κατακτώντας την επιβίωσή του.
Επιβίωση. Ανατρέχω στην ακατάλυτη διαπίστωση της Κικής Δημουλά: «χάρη στη μεσολάβηση της μνήμης επέζησε η επιβίωση[1]». Μνήμη, ναι. Μνήμη ως ανάμνηση υπερχειλής, ως υπόμνηση διαρκής, μνημοσύνη μνήμης, που τον θάνατο του χρόνου μεταστοιχειώνει σε Ανάσταση υπεράχρονη. Τις προσδοκίες τις σκότωσα, τελειώσαμε μ’ αυτές. Αλλά η επιβίωση επέζησε χάρη στη μνήμη. Ως απινιδωτής σε εγρήγορση, πατάσσει τη λήθη. Αν η λήθη νικήσει, η επιβίωση πέθανε. Η μνήμη είναι η επιβίωση. Συλλογική επιβίωση και αγαπητική επιβίωση. Ας μού επιτραπεί, αντιπαραθέτω στη συλλογική, την αγαπητική και όχι την ατομική ή – στην καλύτερη μορφή της – την προσωπική επιβίωση.
«Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω», κι αυτό αποτελεί συλλογική επιβίωση. Μνημόσυνο Αγίων, συλλογικές εορτές ηρώων, αλλά και .. «αντεθνικών». Μνήμες χαράς και μνήμες δακρύων. Κάθε 28η Οκτωβρίου. Και κάθε 25η Μαρτίου. Κάθε 5η Ιουλίου, μια σύντροφος πρωθυπουργού να κλαίει. Γιατί ακριβώς, δε θυμάμαι. Υποθέτω θυμάται αυτή και αυτό συνιστά μνήμη, «κακών ή εάων». Κάθε 17η Ιουνίου, όμως, θα φροντίζω να θυμάμαι. Ότι τα μάτια ζώντων και η ματιά τεθνεώτων Ελλήνων είναι φουρτουνιασμένα. Για τον Μακεδόνα Θερμαϊκό φυσά πια μόνον ο ξηρός, ψυχρός Βαρδάρης. Και κάθε σαν σήμερα, Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ας είναι προστασία στο Μακεδονικό μας προσκέφαλο. Χαρμολύπη κάθε μνήμη. Χαρά και λύπη. Κομμάτι κατακτημένο του παρελθόντος! Που σημαίνει παρακαταθήκη και κληροδότημα για το μέλλον.
Ύστερα είναι κι εκείνη η αγαπητική επιβίωση, που η μνήμη τής δίνει πνοή και την κρατά από το χεράκι στη ζωή. Γεννήσεις.. μωρών, παθών, γεννήσεις ερώτων, στιγμών. Η μνήμη μας όλη, μια ατέρμονη γενέθλιος ημέρα. Αχ, πώς η μνήμη απαλλάσσεται κατά βούληση από το φκιασίδωμα και τις φιοριτούρες! Σε τέτοιο βαθμό, που πιο ουσιώδης ανάγεται η ανάμνηση του πρώτου φιλιού, με ηττημένη την υπόμνηση αυτού του ίδιου του γάμου.
Η ζωή είναι γεύση. Η μνήμη επίγευση. Η ζωή είναι ακριβής. Η μνήμη στο «περίπου». Ο τόπος, ο τρόπος, ο χρόνος, είναι προνόμια της βιωμένης ζωής. Αλλά η μνήμη δεν είναι δίκαιη. Είναι ισχυρή. Και ο ισχυρός κάνει πάντα του αδυνάτου «το βίο αβίωτο». Και ρίχνει φως στο σκοτάδι. Άρωμα στη δυσωδία. Βυθίζεται στην αδιάστατη μαύρη τρύπα, όπου το «πότε» γίνηκε «ποτέ». Και ύστερα «πάντα». Ευπροσάρμοστη ως είναι, με μια κάψουλα παρελθόντος υπό μάλης, προβάλλει η μνήμη ανθεκτική στο εκάστοτε παρόν.
«Ιδού η νύφη ακόμα ερωτευμένη με το νυφικό της .. γενέθλια .. χρονιάρικα πια τα παιδιά σου, κοντά η ενηλικίωση, κι ακόμα τα κρατάει αγκαλιά και τα θηλάζει εκείνη η παλιά φωτογραφία σου».
Θυμάμαι. Άρα, ζω..
[1] Φράση – κι έναυσμα για το παρόν – της Κικής Δημουλά, από το κείμενό της «Θυμάμαι, άρα ζω»; [ανθολογημένο στον επετειακό τόμο του εκδ. οίκου «Ίκαρος», για τα 70 χρόνια από της ιδρύσεώς του]