Οι διαπραγματεύσεις για το Brexit θα ξαναρχίσουν την Δευτέρα, όπως ήταν ήδη προγραμματισμένο, με τον νέο υπουργό που όρισε η πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέι, δήλωσε σήμερα ο Μισέλ Μπαρνιέ, ο επικεφαλής των διαπραγματευτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφεύγοντας να κάνει οποιαδήποτε σχόλιο για την κρίση στους κόλπους της βρετανικής κυβέρνησης μετά την παραίτηση δύο πρωτοκλασσάτων υπουργών που διαφωνούσαν με το “ήπιο” διαζύγιο.
“Είχα ειλικρινή και εγκάρδια σχέση με τον (υπουργό Brexit) Ντέιβιντ Ντέιβις και τώρα θα εργαστώ την επόμενη Δευτέρα με τον διαπραγματευτή που όρισε η κυρία Μέι”, είπε ο Μπαρνιέ μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο από τη Νέα Υόρκη όπου βρίσκεται.
Στο ερώτημα αν ο ανασχηματισμός της βρετανικής κυβέρνησης περιορίζει τις πιθανότητες επίτευξης συμφωνίας, ο Μπαρνιέ εκτίμησε απλώς ότι “θα είναι δύσκολο σε κάθε περίπτωση να ολοκληρώσουμε τις διαπραγματεύσεις”. Ο στόχος που έχει τεθεί είναι να βρεθεί μέχρι τον Οκτώβριο μια συμφωνία για τους όρους της βρετανικής αποχώρησης, τον Μάρτιο του 2019, ώστε να δοθεί χρόνος στα κοινοβούλια να την επικυρώσουν εγκαίρως.
Ο Ευρωπαίος διαπραγματευτής αρνήθηκε να σχολιάσει τους κλυδωνισμούς στη βρετανική κυβέρνηση μετά τις παραιτήσεις του Ντέιβις και του υπουργού Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον. Η Μέι διόρισε στη θέση του πρώτου τον ευρωσκεπτικιστή Ντόμινικ Ράαμπ και στη θέση του δεύτερου τον μέχρι χθες υπουργό Υγείας Τζέρεμι Χαντ. “Δεν σχολιάζω ποτέ την εθνική πολιτική κατάσταση” στη Βρετανία, είπε, αρνούμενος επίσης να δώσει οποιαδήποτε απάντηση στις δηλώσεις του Τζόνσον. Ο τελευταίος, στην επιστολή παραίτησής του, εκτίμησε ότι “το όνειρο του Brexit πεθαίνει” και ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα καταντήσει “αποικία” της ΕΕ.
“Υπάρχει ελάχιστος χρόνος, δεν θέλω να τον χάσω, πρέπει να τον χρησιμοποιήσουμε για τις διαπραγματεύσεις. Γνωρίζουμε όλοι ότι ένα σενάριο χωρίς συμφωνία θα είχε μεγάλο κόστος. Η έλλειψη συμφωνίας θα ήταν η χειρότερη λύση για όλον τον κόσμο”, είπε. “Μετά από 12 μήνες διαπραγματεύσεων, έχουμε συμφωνήσει στο 80%” των θεμάτων αλλά “απομένουν να επιλυθούν τα πιο δύσκολα προβλήματα”, όπως εκείνο των ελέγχων στα σύνορα μεταξύ της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και της Βόρειας Ιρλανδίας”, κατέληξε.