Αν έχεις βρεθεί καλοκαίρι στην Δυτική Ελλάδα, θα καταλάβεις τι εννοώ. Η αίσθηση της εδώ ζέστης είναι συγκεκριμένη: στην αρχή, νοιώθεις το δέρμα στο σώμα σου να απλώνει, για να χωρέσει το μέσα του, που απλώνει κι αυτό. Σαν όλα σου τα κύτταρα να αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο που αντιδρά ένα παγάκι στον ήλιο. Λιώνουν, αλλάζουν σύσταση. Νερουλιάζουν.
Κι αυτό μπορεί να είναι ανεκτό στο σώμα. Ας πούμε πως συνηθίζεις να καταλαμβάνουν όλα μέσα σου λίγο περισσότερο χώρο. Γιατί, όπως σου είπα και πριν, το δέρμα σου το νοιώθεις που απλώνει κι αυτό. Όμως στο κεφάλι, δεν είναι το ίδιο. Το σκληρό του περίβλημα δεν επιτρέπει εξάπλωση. Έτσι όλα μέσα τα νοιώθεις να βαραίνουν, να ζουμπάν να βγουν. Είναι το κεφάλι βαρύ, τα μάτια σαν να έχουν κλάψει μέρες, η ανάσα ρηχή, το στόμα άνυδρο. Η υγρασία είναι πηχτή, νομίζεις πως αν ανοίξεις την χούφτα σου θα την πιάσεις, μα όσο σίγουρος κι αν είσαι δεν το έχεις επιβεβαιώσει ποτέ, γιατί δεν έχεις την ενέργεια να κάνεις αυτήν την έξτρα κίνηση. Κοιτάς τη θάλασσα και δε βλέπεις παρά τις στρώσεις της υγρασίας πανω στο νερό κι αυτό, όσο νά ναι, σε αποκαρδιώνει κάπως. Μαλάτσα τον λένε τον καιρό αυτό εδώ. Μαλάτσα τον έλεγε και ο μπαμπάς μου. Σαν είχε νοτιά τα παιδικά καλοκαίρια στο Λαγονήσι, δεν μας πήγαινε στη θάλασσα. «Δεν πάει λογικός άνθρωπος για μπάνιο με τη μαλάτσα, παιδιά μου. Λασπιάζει ως κι η θάλασσα.» μας έλεγε.
Σε αυτήν την σωματική κατάσταση μπαίνουμε στην κουζίνα. Στις τέσσερις το μεσημέρι. Κοιταζόμαστε κάπως σαν χαζές μεταξύ μας «τι έχουμε να κάνουμε;» ρωτάμε η μία την άλλη, λες και χθες βράδυ δεν κοιτάξαμε τι λείπει και τι χρειάζεται, «ας κάνουμε ένα τσιγάρο πρώτα» απαντάμε με μία φωνή, γραπώνουμε από ένα μπουκάλι νερό και βγαίνουμε έξω. Αλήθεια γραπώνομαι από το κρύο μπουκάλι νερού. Και για την αίσθηση του κρύου στο χέρι μου και για το περιεχόμενο του. Καπνίζουμε δύο απανωτά τσιγάρα και σιγά σιγά σοβαρευόμαστε. «Πρέπει να κόψω τον ξιφία» μονολογώ. «Πάω να σου ζυγίσω τις σοκολάτες» λέει εκείνη. «Θέλουμε και σάλτσα για το βιτέλο» απαντώ. «Μετά θα σου κάψω τις μελιτζάνες για τον πουρέ του χουνκιάρ, εσύ κάνε τη μπεσαμέλ» λέει. Κάποια από τις δυο θα σηκωθεί πρώτη και σοβαρά θα πει «Έλα, πάμε, δεν γίνονται μόνες τους οι δουλειές» κι εγώ θα ονειρευτώ πάλι το κροτάλισμα των δαχτύλων της Μαίρη Πόππινς που άνοιγε συρτάρια και δίπλωνε ρούχα και σκέφτομαι τις μελιτζάνες να χορεύουν μόνες τους πανω από τις φλόγες και σαν έχουν καλοκαεί να τρέχουν να στοιχίζονται ωραία στο ταψί, να τρίβονται η μία στην άλλη και να φεύγει το καμμένο δέρμα και μετά βουρ στο δοχείο της κουζινομηχανής για να γίνουν πουρές.
Ενώ εκείνες θα διανύουν την απόσταση από το γκάζι στο ταψί στην κουζινομηχανή, θα ξετυλίγονται κομμάτια χαρτιού και θα σκουπίζουν τις σταγόνες από το ζουμί τους που θα πέφτει κάτω. Η Μόμο κι εγώ θα καθόμαστε οκλαδόν πάνω στον πάγκο της η κάθε μία και θα γελάμε ενώ το σακούλι με το αλεύρι θα βγαίνει από το ντουλάπι και με μικρά πηδηματάκια θα στέκεται δίπλα στα γκάζια, θα ανοίγει κι ένας πίδακας αλευριού θα ξεκινά για την κατσαρόλα, θα διανύει μία ολόλευκη καμπύλη κι ενώ θα είναι έτοιμο να μπει μέσα, θα σταματά, γιατί το βούτυρο δε θα έχει καλοκαβουρδιστεί ακόμη, και θα περιμένει. Και δώστου γέλια εγώ κι η Μόμο, οκλαδόν πάνω στους πάγκους μας.
Αυτά σκέφτομαι και ξέρεις τι με επαναφέρει στην πραγματικότητα; Η σταγόνα του ιδρώτα που πέφτει από τη μύτη μου ενώ κόβω τον ξιφία. Ή η σταγόνα που νοιώθω να κυλά στην ραχοκοκκαλιά μου. Κι ανεβάζω ρυθμό. Και γρήγορα τελειώνω τις δουλειές μου,ελπίζοντας για ένα τσιγάρο έξω, στην κάπως δροσερή αυλή, πριν την πρώτη κράτηση.
Κι όταν πάω το βράδυ στο σπίτι και μπαίνω στο ντους, νοιώθω το σώμα μου σαν να είναι το μισό ο άντρας μου και το άλλο μισό ο εραστής μου. Έχεις ποτέ αγαπήσει δυο; Μαζί; Έχεις ποτέ προσπαθήσεις να έχεις ικανοποιημένο σύζυγο κι εραστή; Που τη μια καλοκαρδίζεις τον ένα σε βάρος του άλλου, και ξανά μετά από την άλλη; Και δεν ξέρεις ποιον να κρατήσεις πιο ικανοποιημένο, μιας και τους δυο ίσα θες να τους αγαπάς; Έτσι είμαι κι εγώ στο ντους.
Βάζω κρύο νερό να δροσίσω το κρέας μου που καίγεται για ώρες και παραπονιέται όλο το μυικό μου σύστημα που έχει τεντώσει και θέλει ζεστό νερό να αμολύσει. Βάζω ζεστό νερό να μαλακώσει εκείνο, και φωνάζει το κρέας μου που καίγεται ακόμη. Και κάνω σουηδικό ντους χωρίς πρόθεση, μα από ανάγκη. Και τυλίγομαι με την πετσέτα και την απλώνω στο κρεβάτι και ξαπλώνω με δύο αντικρυστά παράθυρα ανοιχτά, αν έχει αέρα, και στεγνώνω. Κι εκείνη την ώρα που ανοίγω το βάζο με την κρέμα κι αρχίζω να την απλώνω και ο γάτος μου τρίβεται στα πόδια μου ζητώντας την προσοχή μου κι όλα γύρω μου είναι ήσυχα και μοσχομυρίζουν, χαμογελώ.
Σκέφτομαι πόσους τάισα. Πόσους ευχαρίστησα. Σκέφτομαι τον Ιταλό που μου είπε πως έφαγε την καλύτερη πάστα θαλασσινών στη ζωή του. Σκέφτομαι τη φίλη μου την Μάρω που γνώρισα εδώ το πρώτο καλοκαίρι κι έρχεται δυο φορές την εβδομάδα και τρώει πάντα καραβιδάκι αχνιστό και λερώνεται ολόκληρη μη χάσει μια στάλα ζουμί. Σκέφτομαι τον Πέτρο, που γνώρισα πέρσι μια Παρασκευή που ήρθε στην Μπασία με την καλή του, που είναι αδερφή της φιλενάδας μου, και τρεις μέρες τρώγαν εδώ συνεχόμενα. Και φέτος που ξαναήρθαν στο νησί για ένα Σαββατοκύριακο, εδώ έφαγαν και τις δύο μέρες. Και σκέφτομαι τις αχιβάδες με την κρέμα και το ουίσκυ που έκανα στην λυπημένη φίλη μου και την έκαναν να φιλιώσει λίγο με τη λύπη της. Κι αποκοιμάμαι ήσυχη. Με τον εραστή και τον σύζυγο μου ικανοποιημένους και τους δύο. Γιατί τίποτα δεν τέρπει τόσο όσο η ικανοποιημένη καρδιά. Κι ό,τι και να τραβά το σώμα μου, όση ζέστη κι αν έχει, εγώ συνεχίζω να θέλω να μαγειρεύω. Κάθε μέρα.